Η πολιτική αύξησης των επιτοκίων που ακολουθείται από τις κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ (Fed) και της Ενωμένης Ευρώπης (EKT) θέτει σε κίνδυνο τον ρυθμό ανάπτυξης των οικονομιών, χωρίς να είναι καθόλου βέβαιο ότι συμβάλλει στον περιορισμό του πληθωρισμού. Και αυτό συμβαίνει εξαιτίας του είδους του πληθωρισμού που έχουμε, δηλαδή εξαιτίας της προέλευσής του. Ο πληθωρισμός που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν προέρχεται από την υπερβολική ζήτηση που ανεβάζει τις τιμές, αλλά από τη διαταραχή της προσφοράς.

Εξωτερικές συνθήκες όπως η πανδημία και ο πόλεμος οδήγησαν την εφοδιαστική αλυσίδα σε προβλήματα και σε ελλείψεις προϊόντων και πρώτων υλών στη Δύση. Εκτός από τον περιορισμό της παραγωγής και του εμπορίου που προκάλεσαν ο COVID-19 και ο πόλεμος στην Ουκρανία, έχουμε και πολύ μεγάλη αύξηση του κόστους μεταφοράς των προϊόντων λόγω αύξησης των ναύλων. Τα εμπόδια στους εμπορικούς δρόμους, σε συνδυασμό με τη μειωμένη παραγωγή, σπρώχνουν προς τα επάνω τις τιμές και προκαλούν πληθωρισμό στις δυτικές οικονομίες. Ο πληθωρισμός ήταν πάντα το βασικό πρόβλημα των κεντρικών τραπεζών. Στις ΗΠΑ το καταστατικό της Fed την υποχρεώνει να ασχολείται με τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και την επιδίωξη της πλήρους απασχόλησης. Το καταστατικό της ΕΚΤ δεν περιλαμβάνει τον στόχο της απασχόλησης, αλλά μόνο τη σταθερότητα των τιμών, δηλαδή η δουλειά της είναι να αντιμετωπίζει τον πληθωρισμό. Τα στελέχη των κεντρικών τραπεζών, λοιπόν, βρίσκονται σε συνθήκες τεράστιου άγχους διότι πρέπει να κάνουν κάτι για να δικαιολογήσουν τη θέση τους.

Στο πλαίσιο αυτό, οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια, κίνηση που θεωρητικά θα περιόριζε τον πληθωρισμό – αν προερχόταν από την υπερβολική ζήτηση, αλλά όχι αυτόν που προέρχεται από την έλλειψη προσφοράς.

Όσο όμως κι αν αυξήσει τα επιτόκιά της, η ΕΚΤ δεν θα σταματήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία και οι ελλείψεις θα υπάρχουν, συνεπώς οι τιμές του φυσικού αερίου θα είναι υψηλές, το ίδιο και οι τιμές των σιτηρών, το ίδιο και οι τιμές των λιπασμάτων και των ζωοτροφών.

Οι αιτίες του πληθωρισμού που αντιμετωπίζουμε τώρα δεν επηρεάζονται από την αύξηση των επιτοκίων. Βέβαια μπορεί, έμμεσα, οι αυξήσεις των επιτοκίων να περιορίζουν τη ζήτηση διότι προκαλούν κλείσιμο εργοστασίων και ύφεση. Σε αυτή την περίπτωση χρειαζόμαστε λιγότερο φυσικό αέριο και λιγότερα χημικά, αφού τα εργοστάσιά μας θα έχουν κλείσει. Θα καταναλώνουμε, λοιπόν, λιγότερο, όμως αυτό που θα καταναλώνουμε θα το πληρώνουμε στις υψηλές τιμές και όχι σε χαμηλότερες. Το όφελος είναι αβέβαιο, ίσως και ανύπαρκτο, ενώ η ζημιά έχει γίνει, έχει προκληθεί ύφεση και έχουν κλείσει τα εργοστάσια, έχει ανέβει η ανεργία και έχει μειωθεί το εισόδημα.

Δεν είναι τυχαίο ότι το αμερικανικό χρηματιστήριο δεν έπεσε όταν η Fed ανακοίνωσε μια γενναία αύξηση των επιτοκίων του δολαρίου κατά 0,75% (την οποία περίμεναν και αποδέχτηκαν οι επενδυτές), αλλά έπεσε λίγες ώρες αργότερα, όταν ο πρόεδρός της είπε ότι δεν θα διστάσει να θυσιάσει τον ρυθμό ανάπτυξης για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό. Εκείνη τη στιγμή τα αμερικανικά χρηματιστήρια πέρασαν για τα καλά στο κόκκινο. Αυτό δείχνει τις διαθέσεις και την άποψη της αγοράς. Ότι αποδέχεται κάποια ελεγχόμενη αύξηση των επιτοκίων για να δικαιολογήσει η Fed την ύπαρξή της, αλλά δεν δέχεται να οδηγηθεί η οικονομία σε ύφεση για να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός.

Και για να λέμε την αλήθεια, ο πληθωρισμός, τα ελλείμματα και το χρέος είναι μεν αναγκαίο να ελέγχονται, αλλά δεν είναι καθόλου καλό να αντιμετωπίζονται σαν ιερές αγελάδες. Η αντιμετώπιση με απόλυτο τρόπο αυτών των τριών πληγών της οικονομίας βλάπτει και τις κοινωνίες και την οικονομία.

Ένας πληθωρισμός που κινείται σε ανεκτά υψηλά επίπεδα για κάποιο χρονικό διάστημα, ας πούμε για δύο χρόνια, δεν προκαλεί μεγάλη ζημιά στην οικονομία, το αντίθετο μάλιστα. Ποια είναι τα ανεκτά υψηλά επίπεδα; Πληθωρισμός, π.χ., 5% ή 7% δεν προκαλεί τρόμο σε κανέναν εκτός των κεντρικών τραπεζών. Αντίθετα, συμβάλλει στην απομείωση του χρέους των χωρών ως ποσοστού του ΑΕΠ, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών ως ποσοστού του εισοδήματός τους, αυξάνει τον ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης και δίνει ευκαιρίες για αύξηση των αμοιβών. Αν δεν αυξηθούν τα επιτόκια, οι επιχειρήσεις θα επιβιώσουν και οι εργαζόμενοί τους θα διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους. Η ζήτηση ίσως περιοριστεί ελαφρώς λόγω των υψηλότερων τιμών, το ίδιο και τα κέρδη τους, αλλά όλοι θα επιβιώσουν και θα αποφύγουν την ύφεση.

Αν αυξηθούν τα επιτόκια, τα οφέλη της απομείωσης του χρέους ανατρέπονται και αυξάνεται το χρέος -που ήδη είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα και βρίσκεται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα με βάση τους ισχύοντες κανόνες, τουλάχιστον, για ορισμένες χώρες της Ε.Ε.-, τα κέρδη όσων επιχειρήσεων επιζήσουν εξαφανίζονται και πολλές επιχειρήσεις κλείνουν στέλνοντας στην ανεργία τους εργαζομένους. Επίσης, τα νοικοκυριά δυσκολεύονται να πληρώσουν τα δάνειά τους και δημιουργούνται νέα κόκκινα δάνεια στους τραπεζικούς ισολογισμούς.

Η στιγμή είναι δύσκολη για όλες τις οικονομίες, κυρίως τις ευρωπαϊκές, και οι θεσμοί που ελέγχουν και κατευθύνουν τις οικονομίες, όπως οι κεντρικές τράπεζες και τα οικονομικά υπουργεία, περνούν δύσκολες ώρες.

Επειδή όμως η σημερινή κατάσταση δεν είναι κάτι το συνηθισμένο και οι γνωστοί τρόποι αντιμετώπισης του πληθωρισμού δεν φαίνεται να ταιριάζουν στην εν λόγω περίπτωση, ίσως οι κεντρικοί τραπεζίτες να πρέπει να εγκαταλείψουν τη μέθοδο του τυφλοσούρτη για την αντιμετώπιση του προβλήματος.

Ίσως η σωστή επιλογή σήμερα είναι να μην κάνουν τίποτα και να αφήσουν τον πληθωρισμό να φτάσει όπου φτάσει και να σταθεροποιηθεί σε ένα έστω και υψηλότερο από τα ανεκτά επίπεδα, μέχρι να λήξει ο πόλεμος και να λυθούν τα προβλήματα της προσφοράς. Έτσι θα έχουμε μεν μια περίοδο υψηλού πληθωρισμού, αλλά θα έχει απομειωθεί το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, χωρίς να θυσιαστούν η ανάπτυξη της οικονομίας και οι θέσεις εργασίας. Όλα αυτά, βέβαια, με την προϋπόθεση ότι οι διαταραχές στην προσφορά που δημιούργησαν ο COVID-19 και ο πόλεμος στην Ουκρανία θα σταματήσουν – που είναι βάσιμη προσδοκία.