Οι εκλογές έφτασαν λοιπόν, δεν μας χωρίζει παρά μόνο ένας μήνας -ίσως λίγο παραπάνω- από την προκήρυξή τους, σύμφωνα με τις σημερινές δηλώσεις του πρωθυπουργού στο «Πρώτο ΘΕΜΑ». Από την πρώτη αυτή λοιπόν ουσιαστικά αμιγώς προεκλογική συνέντευξη του κ. Μητσοτάκη μπορεί να εξαχθούν μερικά συμπεράσματα για το πώς θα κυλήσει αυτή η μακρά -δυστυχώς- προεκλογική εκστρατεία, τουλάχιστον όσον αφορά το κυβερνών κόμμα

Ο πρωθυπουργός λοιπόν φαίνεται ότι έχει αποφασίσει να πάει την προεκλογική του καμπάνια σε ήπιους τόνους, προβάλλοντας τα θετικά της τετραετίας του, να θέσει σε σύγκριση την περίοδο 2019-23 με εκείνη του 2015, όπου σαφώς υπερέχει για λόγους και υποκειμενικούς αλλά και αντικειμενικούς. Ο Τσίπρας, πρώτον, είχε μνημόνιο ψηφισμένο μπροστά του -ασχέτως αν ευθύνεται η πρώτη διακυβέρνησή του γι’ αυτό, σχεδόν δεν το χρειαζόταν η χώρα- και δεύτερον, οι ίδιοι οι κυβερνώντες, με απλά και ξεκάθαρα λόγια… δεν ήξεραν πού πάταγαν από διακυβέρνηση.

Λογικά ο Μητσοτάκης θα το εκμεταλλευθεί αυτό, δηλαδή το παρελθόν της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και θα θέσει στην καμπάνια του το ερώτημα «ποιον θέλετε να σας κυβερνήσει πάλι, εμένα ή τον Τσίπρα;». Το ερώτημα αυτό φυσικά εμπεριέχει και ένα ευρύτερο περιεχόμενο στην κοινή γνώμη, γιατί η σύγκριση μεταξύ του συνόλου των στελεχών της Ν.Δ. που διοικούν, με εκείνα του ΣΥΡΙΖΑ που προβάλλονται ότι θα ξανάρθουν, είναι ίσως ακόμα πιο καταλυτική. Και τούτο με δεδομένο ότι τέσσερα χρόνια τώρα δεν είδαμε ούτε ένα νέο πρόσωπο στη βιτρίνα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ο Μητσοτάκης πάντως θα επιχειρήσει και κάτι ακόμα που ελπίζει να του ξαναδώσει την αυτοδυναμία ή έστω να διατηρήσει τα ποσοστά του κοντά σε αυτήν – και το λέει στη συνέντευξή του. Οταν «έτρεξε» την καμπάνια του το 2019 ως «αρχηγός της Δεξιάς και Μητσοτάκης» ήταν ευάλωτος σε επιθέσεις από την Αριστερά, τύπου θα κόψει συντάξεις και μισθούς, θα βάλει φόρους, θα καταργήσει τα επιδόματα κ.λπ.

Σήμερα η κοινή γνώμη γνωρίζει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που προέβλεπαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι, ακόμα και εκείνοι οι λίγοι εσωκομματικοί που βολοδέρνουν πλέον στα όρια της γραφικότητας. Μέχρι να υποστεί βέβαια τη φθορά μιας δεύτερης διακυβέρνησης και να τοποθετηθούν ως μνηστήρες στο κόμμα νέα πρόσωπα για να διεκδικήσουν την αρχηγία της Ν.Δ., κάτι που ασφαλώς είναι λογικό, θεμιτό και φυσικό επακόλουθο σε όλα τα δημοκρατικά κόμματα. Στον ΣΥΡΙΖΑ μόνο θα δυσκολευτούν γιατί οφείλουν την ύπαρξή τους σε ένα και μόνο πρόσωπο. Για το οποίο αυτό πρόσωπο, τον Αλέξη Τσίπρα, ο Μητσοτάκης -στο προεκλογικό πλαίσιο που χαράζει -λέει, θεωρώ με ειλικρίνεια, ότι έχει ένα εντυπωσιακό πολιτικό ένστικτο, αφού πήρε ένα κόμμα από το 3% και το έφτασε στο 36%, για να καταλήξει τονίζοντας ότι αν υποτιμήσεις τον αντίπαλό σου (και εν προκειμένω τον Τσίπρα) θα χάσεις.

Λέει και κάτι ακόμα σχετικό ο πρωθυπουργός στη συνέντευξή του, ότι η Ν.Δ. δεν είναι η ίδια σήμερα με αυτήν που παρέλαβε το 2016 και φέρνει παράδειγμα τα στελέχη της Κεντροαριστεράς που χρησιμοποιεί στη σημερινή διακυβέρνησή του. Φυσικά όλα αυτά, η στρατηγική ήπιων τόνων και αντιπαράθεσης που επιλέγει σήμερα ο πρωθυπουργός, συμβαίνουν μπορεί και πέντε μήνες πριν από την τελική ημερομηνία της δεύτερης κάλπης. Αρα έως τότε η πολιτική ζωή μπορεί να έχει γίνει «αμέρικαν μπαρ» που λέγαμε παλιά, όμως έχει σημασία πού το πάει ο Μητσοτάκης και φαίνεται από την αρχή, γιατί έτσι «το κέρδισε» και το 2019.

Και έχει μεγάλο ενδιαφέρον η αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα στο θέμα αυτό, στη στρατηγική που θα ακολουθήσει, γιατί… οι πέτρες και ο φανατισμός απλά συσπειρώνουν όσους έχεις, δύσκολα φέρνουν άλλους.