Οι διαρκείς αυξήσεις των τιμών όχι απλά δεν ανακόπτονται, αλλά οι προβλέψεις λένε πως θα συνεχιστούν για τους πολλούς επόμενους μήνες. Το είπε άλλωστε και ο Χρ. Σταϊκούρας που ναι μεν βλέπει μια αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στο 4,5%, κυρίως λόγω της πτώσης των τιμών των ενεργειακών προϊόντων, αλλά είναι πολύ επιφυλακτικός ως προς τις τιμές στο ράφι, καθώς η εφοδιαστική αλυσίδα ανακοινώνει κάθε τόσο και νέες αυξήσεις.

Και μπορεί στη ζωή άλλα πράγματα να τα συνηθίζουμε και μαθαίνουμε να ζούμε με αυτά, αλλά οι αυξήσεις κάθε εβδομάδα στα προϊόντα πρώτης ανάγκης όχι απλά δεν συνηθίζονται αλλά τουναντίον δημιουργούν οργή και θυμό στους καταναλωτές, που στην τελική αρνούνται να δεχθούν αυτό το παιγνίδι της ελεύθερης αγοράς πολλώ δε μάλλον όταν δεν είναι επιλογή τους αλλά επιλογή κάποιων άλλων.

Για την κυβέρνηση και για τις κυβερνήσεις όλων των χωρών αυτό το πρόβλημα της ακρίβειας που ξεκίνησε από τον πόλεμο στην Ουκρανία και στη συνέχεια στην ενεργειακή κρίση, είναι ο δυσκολότερος γρίφος. Ανεξάρτητα από τους πραγματικούς λόγους και ενδεχομένως την αισχροκέρδεια ορισμένων στην εφοδιαστική αλυσίδα, το αποτέλεσμα είναι αυτό που μετράει γιατί στην τελική πλήττει βάναυσα τους καταναλωτές και περισσότερο τα ευάλωτα νοικοκυριά, στο πιο ευαίσθητο σημείο, τη διατροφή. Στα είδη πρώτης ανάγκης όπως το ψωμί, το γάλα, το κρέας, τα τυριά τα ζυμαρικά κ.λπ. Και εύλογα ο καταναλωτής απορεί: Αφού η αιτία των αυξήσεων ήταν η εκτίναξη της τιμής του φυσικού αερίου, του ηλεκτρικού ρεύματος και των καυσίμων, τώρα που για τρίτο συνεχή μήνα, που οι τιμές του φυσικού αερίου, του ρεύματος και των καυσίμων, έχουν πέσει στα προ πολέμου επίπεδα, γιατί οι τιμές όχι μόνο δεν σταθεροποιούνται αλλά συνεχίζουν να αυξάνονται; Επιπρόσθετα, από πέρυσι τον Ιούλιο η κυβέρνηση έριξε αρκετά δισ. για να απορροφηθούν οι αυξήσεις στην ενέργεια και να φθάνει στους καταναλωτές ηλεκτρικού (βιομηχανικούς και οικιακούς) μόνο το περίπου 10% των αυξήσεων, γιατί οι καταναλωτές στο ράφι από τότε μέχρι σήμερα βλέπουν πολλαπλάσιες αυξήσεις;

Στα λογικά αυτά επιχειρήματα πειστική απάντηση δεν ακούμε, απλά διαπιστώνουμε στην πράξη πως ο βασικός κανόνας της ελεύθερης αγοράς που λέει πως ο υγιής ανταγωνισμός ρίχνει τις τιμές προς όφελος του καταναλωτή, απλά έχει καταργηθεί. Και στη θέση του έχει αναπτυχθεί μια στρέβλωση στην αγορά που συνοψίζεται στο: αφού ο ανταγωνιστής μου αυξάνει τη φέτα, το κρέας, τα ζυμαρικά γιατί να μην το κάνω κι εγώ; Κορόιδο είμαι;

Περί αυτού πρόκειται κι ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλο ή πίσω από δήθεν άλλους συντελεστές κόστους και τιμολόγια που έχουν έτοιμα να δείξουν στους ελεγκτές!
Από την άλλη, όσο κι αν κάποιοι ειρωνεύονταν την κυβερνητική πρωτοβουλία για το καλάθι της νοικοκυράς, η πράξη ήρθε να αποδείξει πως αυτό δουλεύει αρκετά και συμβάλλει -τηρουμένων των αναλογιών- σε μια συγκράτηση τιμών σε αρκετά είδη πρώτης ανάγκης, έστω κι αν είναι μια επιλογή εξ ανάγκης. Είναι πολλοί οι καταναλωτές που καταφεύγουν σε αυτές τις επιλογές και σε συνδυασμό με το market pass προσπαθούν να περιορίσουν τις συνέπειες από τη λαίλαπα των αυξήσεων.

Αλλά και πάλι γεννάται ένα εύλογο ερώτημα. Αφού οι παραγωγοί και τα σούπερ μάρκετ μπορούν και προσφέρουν χαμηλότερες τιμές σε κάποια προϊόντα και υποθέτω πως δεν το κάνουν με ζημιά, γιατί δεν μπορούν να το κάνουν και στις άλλες κατηγορίες των προϊόντων τους; Μπορούν δηλαδή στα μακαρόνια νούμερο 6, αλλά όχι στο 7, το 8 κ.ο.κ; Από το ίδιο εργοστάσιο και με τα ίδια κόστη δεν βγαίνουν όλα; Ή μήπως όσοι θα επιλέξουν προϊόντα εκτός καλαθιού αναλαμβάνουν και την υποχρέωση να καλύψουν τις ζημιές των επιχειρήσεων από το καλάθι; Μυστήρια πράγματα, που κάποια στιγμή πρέπει να διευκρινιστούν γιατί, όπως είπαμε παραπάνω, η ακρίβεια με καθηλωμένα εισοδήματα όχι απλά δεν συνηθίζεται, αλλά κάποια στιγμή θα προκαλέσει κοινωνικές εκρήξεις.

Παράλληλα, η Κεντρική τράπεζα της Ευρώπης -εφαρμόζοντας τη βασική οικονομική αρχή πως όταν υπάρχει πληθωρισμός περιορίζεις τη ρευστότητα δια της αύξησης των επιτοκίων, ώστε να μειωθεί η ρευστότητα και επομένως η κατανάλωση για να πέσουν οι τιμές- επί του παρόντος φαίνεται πως το εγχείρημα πέφτει στο κενό. Όμως οι κεντρικοτραπεζίτες σε όλο τον κόσμο επιμένουν σ’ αυτή την πολιτική, ακόμα και μετά τις παράπλευρες δυσμενείς επιπτώσεις που παρατηρούνται στο τραπεζικό σύστημα. Και δεν είναι μόνο το κραχ που είδαμε σε 2-3 μικρές τράπεζες στις ΗΠΑ και την Cretid Suisse στην Ευρώπη, όπου χρειάστηκαν κάποιες εκατοντάδες δισ. για να μην εξαπλωθεί η κρίση και σε άλλες.

Το ακριβό χρήμα που επιβάλλουν οι Κεντρικές Τράπεζες επηρεάζει άμεσα τα επενδυτικά σχέδια των επιχειρήσεων, δυσκολεύουν τη λειτουργία και την παραγωγή τους και, το κυριότερο, κόβουν θέσεις εργασίας. Και την αύξηση της ανεργίας καλούνται πάλι να την αντιμετωπίσουν οι κυβερνήσεις και οι κρατικοί προϋπολογισμοί με κεφάλαια που σε διαφορετική περίπτωση θα οδηγούνταν σε άλλες δράσεις υπέρ του συνόλου των κοινωνιών. Ένας φαύλος κύκλος τελικά, στον οποίο περιδινούνται οι οικονομίες και στο τέλος την πληρώνουν πάντα -όπως γίνεται με τις πάσης φύσεως κρίσεις- οι φορολογούμενοι και νομοταγείς πολίτες.