Η Κριστίν Λαγκάρντ είναι πρόθυμη να αφήσει το δικό της αποτύπωμα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Προς το παρόν, γνωρίζουμε πολύ λίγα για τις απόψεις της σχετικά με τη μελλοντική πορεία της νομισματικής πολιτικής. Αλλά ένα πράγμα είναι σαφές, η νέα πρόεδρος θέλει να αναλάβει η ΕΚΤ μεγαλύτερο ρόλο στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.

Η Λαγκάρντ πιστεύει ότι είναι δυνατόν να συμβιβαστεί αυτή η φιλοδοξία με την εντολή της ΕΚΤ, η οποία περιλαμβάνει, τουλάχιστον έμμεσα, τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος. Πρέπει όμως να προσέξει μια άλλη σημαντική Αρχή: Την ουδετερότητα της αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΚΤ δεν πρέπει να προσφέρει πλεονέκτημα σε κάποια συγκεκριμένη εταιρεία ή τομέα.

Η επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας προώθησε με επιτυχία τη συμμετοχή της κλιματικής αλλαγής στη στρατηγική αναθεώρηση της νομισματικής πολιτικής που διεξήχθη από την ΕΚΤ φέτος.

Ευτυχώς, υπάρχουν βήματα τα οποία μπορεί να κάνει η (ή έχει ήδη κάνει) η Κεντρική Τράπεζα για να βοηθήσει την προστασία του περιβάλλοντος χωρίς να διακυβεύσει τους άλλους στόχους της. Όπως η ίδια η Λαγκάρντ σημείωσε, η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη τη βιωσιμότητα, καθώς επενδύει το δικό της συνταξιοδοτικό ταμείο.

Όσον αφορά στη νομισματική πολιτική, εν τω μεταξύ, οι κεντρικοί τραπεζίτες πρέπει να γνωρίζουν ήδη τον αντίκτυπο που θα έχει η κλιματική αλλαγή στις τιμές και αρκετές άλλες οικονομικές μεταβλητές. Είναι επίσης σωστό για το εποπτικό σκέλος της ΕΚΤ να ζητήσει από τις τράπεζες να είναι έτοιμες, ώστε να αντέξουν τυχόν κλυδωνισμούς που σχετίζονται με το κλίμα.

Τα πράγματα θα γίνουν πολύ πιο δύσκολα εάν η ΕΚΤ υιοθετήσει τη ριζοσπαστική ιδέα να στρέψει τη νομισματική της πολιτική προς την κατεύθυνση της “τιμωρίας” των βιομηχανιών που εκπέμπουν ρύπους και αντίστοιχα της επιβράβευσης των λεγόμενων “πράσινων” βιομηχανιών. Για παράδειγμα, η κεντρική τράπεζα θα μπορούσε να στρεβλώσει το σύστημα μαζικής αγοράς ομολόγων προς φαινομενικά ενάρετες εταιρείες, επηρεάζοντας έτσι το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων.

Θα μπορούσε κανείς να προσπαθήσει να δικαιολογήσει αυτή την προσέγγιση υποστηρίζοντας ότι, εκτός από τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, η πολιτική της ΕΚΤ περιλαμβάνει επίσης την υποστήριξη των στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στους οποίους περιλαμβάνεται “η βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος”. Υπάρχει επίσης η άποψη ότι οι ρυπογόνες εταιρείες και βιομηχανίες θα αντιμετωπίσουν μεγαλύτερους κινδύνους στο μέλλον. Εάν η ΕΚΤ αποφύγει τέτοιες επιλογές, θα προστατεύσει τον ισολογισμό της.

Αυτά τα επιχειρήματα είναι εξαιρετικά επικίνδυνα.

Ένας πυλώνας του καθεστώτος αγοράς μετοχών της ΕΚΤ είναι η “ουδετερότητα της αγοράς” – δηλαδή, ότι η κεντρική τράπεζα δεν πρέπει να ευνοεί καμία χώρα ή τομέα. Η ΕΚΤ αγοράζει εταιρικά και κρατικά ομόλογα με στόχο την τόνωση του πληθωρισμού της ευρωζώνης και την άνοδό του κοντά στο στόχο της που είναι “κοντά, αλλά κάτω από το 2%”. Όταν επιλέγει ποιες αξίες να αγοράσει, το κάνει με βάση το σχετικό μέγεθος των διαφόρων οικονομιών του ευρωπαϊκού μπλοκ και τις κεφαλαιοποιήσεις των εταιρειών. Η συμπερίληψη των ιδιαίτερων προτιμήσεων θα προκαλούσε κατηγορίες για υπέρβαση και υπονόμευση της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας.

Η ΕΚΤ χρησιμοποιεί ήδη κριτήρια για να κρίνει αν ορισμένα περιουσιακά στοιχεία είναι υπερβολικά επικίνδυνα για να αγοραστούν. Η κεντρική τράπεζα δεν αγοράζει ελληνικά κρατικά ομόλογα ως μέρος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, για παράδειγμα, επειδή κανένας σημαντικός οργανισμός πιστοληπτικής αξιολόγησης δεν θεωρεί ότι αυτά βρίσκονται στην επενδυτική βαθμίδα. Πώλησε το χαρτοφυλάκιο των ομολόγων από τον όμιλο επιχειρήσεων λιανικής πώλησης Steinhoff International Holdings NV, μετά την εμφάνιση σοβαρών λογιστικών παρατυπιών – παρόλο που δεν ήταν υποχρεωμένη να το πράξει.

Ωστόσο, είναι σημαντικό οι αρχές αυτές επιλεξιμότητας να είναι όσο το δυνατόν πιο ουδέτερες ως προς την αγορά. Οι αυθαίρετες κυρώσεις θα ανοίξουν την πόρτα σε κάθε είδους φανταστικές εκτιμήσεις. Η σημερινή ΕΚΤ μπορεί να επιλέξει να είναι σκληρή με τις εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου με βάση το ότι μια μέρα θα αποφεύγονται από επενδυτές και ρυθμιστές. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής για το προσεχές διάστημα θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αυτό το προηγούμενο για να λάβουν μια αυστηρότερη στάση έναντι μιας χώρας υψηλού χρέους, αν φοβούνταν ότι μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα γενικότερα.

Είναι καλό για την ΕΚΤ να συμπεριλάβει «πράσινα ομόλογα» στις αγορές της – όπως συμβαίνει σήμερα – αλλά δεν πρέπει να πάει πιο πέρα από αυτό. Η ποσοτική χαλάρωση υπήρξε αρκετά αμφισβητούμενη, ακόμη και όταν η ΕΚΤ την εφαρμόζει με αξιέπαινη αμεροληψία. Το άναμμα τέτοιας φωτιάς θα ήταν μια τρομακτική κίνηση από την Λαγκάρντ.