Η δημιουργία ενός πάροχου φυσικού αερίου ή ηλεκτρικού ρεύματος μπορεί να ακούγεται ως κάτι περίπλοκο και δύσκολο όμως στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι κάτι εξαιρετικά απλό. Για την ακρίβεια, το μόνο που χρειάζεται κάποιος για να γίνει πάροχος ενέργειας είναι πρόσβαση στο διαδίκτυο και ένα πακέτο από μια εταιρεία λογισμικού το οποίο μάλιστα διαθέτει και την άδεια από τη ρυθμιστική αρχή.

Δεν απαιτείται καμία ομάδα μηχανικών ή κάποιο άλλο συνεργείο, δεν χρειάζεται να διασφαλιστεί η πρόσβαση στα σπίτια των δυνητικών πελατών ούτε καν η ύπαρξη γραφείων.

Αυτή η ευκολία εισόδου στην αγορά ενέργειας εξηγεί τον δυσανάλογα μεγάλο αριθμό παρόχων ενέργειας στη Βρετανία ο οποίος το 2018 -την εποχή της άνθησης του κλάδου- ξεπερνούσε τους 70. Εξηγεί επίσης γιατί η πιο ανοιχτή αγορά ενέργειας μεταξύ των μεγάλων οικονομιών της Ευρώπης δέχεται ισχυρό πλήγμα καταγράφοντας τη μία κατάρρευση μετά την άλλη.

Τους τελευταίους δύο μήνες κατέρρευσαν 13 πάροχοι ενέργειας και όπως όλα δείχνουν η καταμέτρηση δεν έχει τελειώσει καθώς οι τιμές διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα απειλώντας και άλλες εταιρείες. Ο τελευταίος πάροχος που ανέστειλε τις δραστηριότητές του, η εταιρεία Daligas Ltd., είχε καταχωρημένη έδρα σε ένα προάστιο του βόρειου Λονδίνου και 9.000 πελάτες.

Η παύση δραστηριότητας των 13 εταιρειών ανάγκασε 2 εκατομμύρια ανθρώπους να βρουν άλλον πάροχο. Το κόστος για τη μετακίνηση αυτών των πελατών ανέρχεται ήδη σε περίπου 2 δισ. λίρες (2,7 δισ. δολάρια), το οποίο μοιράζεται μεταξύ των παρόχων και προστίθεται στους λογαριασμούς των πελατών βάσει συμφωνίας με τη ρυθμιστική αρχή, την Ofgem. Όπως αναφέρει το Bloomberg είναι άγνωστο ακόμα σε τι ύψος θα διαμορφωθεί το τελικό κόστος σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών ενέργειας θα είναι ιδιαίτερα βαρύ για πολλά νοικοκυριά. Επιπλέον εκτιμούν ότι «Τα ερωτήματα σχετικά με τη δομή της αγοράς και τη ρυθμιστική εποπτεία αναμφίβολα θα ενταθούν».

Η ενεργειακή κρίση δεν είναι Βρετανικό φαινόμενο καθώς και σε άλλες χώρες η αύξηση των λογαριασμών ενέργειας είναι τέτοια που απαιτεί την κρατική παρέμβαση με τη λήψη μέτρων στήριξης των νοικοκυριών. Ωστόσο, όπως αναφέρει το Bloomberg, στη Βρετανία η κυβέρνηση του Τζόνσον χρειάζεται να αντιμετωπίσει επιπλέον προβλήματα που μόνο εκεί έχουν δημιουργηθεί.

Μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση καταγράφονται στη χώρα ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό και σημαντικές διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα. Η έλλειψη οδηγών φορτηγών είχε σαν αποτέλεσμα την παράδοση των καυσίμων στα πρατήρια από τον στρατό. Οι τιμές των τροφίμων, εν τω μεταξύ, αυξάνονται και οι οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας έχουν προειδοποιήσει ότι τον χειμώνα αρκετοί πολίτες χαμηλών εισοδημάτων θα αναγκαστούν να επιλέξουν ανάμεσα στην εξασφάλιση φαγητού ή θέρμανσης.

Όσον αφορά τον εφοδιασμό της αγοράς ενέργειας σύμφωνα με τον πρώην κυβερνητικό σύμβουλο Josh Buckland θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε τη γνώση που αποκομίσαμε από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, όταν οι κανόνες εποπτείας και ρύθμισης αμφισβητήθηκαν μετά το ίδιο το γεγονός.

Όπως αναφέρει ο ίδιος «ο ανταγωνισμός στη βρετανική αγορά ενέργειας ήταν καλός, οδήγησε σε πτώση των τιμών για τον καταναλωτή, αλλά δημιούργησε ένα μοντέλο μιας δεδομένης δεξαμενής καταναλωτών και μιας εξαιρετικά βραχυπρόθεσμης τιμολόγησης προκειμένου να προσελκυστούν νέοι πελάτες και να υπάρξει ανάπτυξη». «Δημιουργήθηκε μια κατάσταση όπου οι ίδιες οι εταιρείες δεν είναι οικονομικά σταθερές», προσθέτει.

Ο τρόπος λειτουργίας

Μόλις μια εταιρεία αποκτά άδεια παροχής, μπορεί να ξεκινήσει τη δραστηριότητά της στο διαδίκτυο. Η εταιρεία αγοράζει ενέργεια και φυσικό αέριο στη χονδρική αγορά, συχνά μέσω ενδιάμεσου, για να προμηθεύει τα νοικοκυριά. Η ενέργεια μεταφέρεται μέσω υποδομών που ανήκουν σε εταιρείες δικτύου και μετράται στο σημείο χρήσης. Πολλές νεοεισερχόμενες στο χώρο εταιρείες λειτούργησαν άκρως επιθετικά προσφέροντας πολύ χαμηλές τιμές -συχνά καταγράφοντας απώλειες – για να προσελκύσουν πελάτες.

Σύμφωνα με πηγές που επικαλείται το Bloomberg, ο γραμματέας Ενέργειας Kwasi Kwarteng εξακολουθεί να στηρίζει τη ρυθμιστική αρχή Ofgem, εκτιμώντας ότι διαθέτει τους μηχανισμούς για να αντιμετωπίσει το θέμα. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές οι πάροχοι που έχουν καταρρεύσει πληρώνουν το τίμημα για την επιλογή τους να μείνουν απροστάτευτοι οι ίδιοι και οι πελάτες τους έναντι της αστάθειας που επικρατεί στην αγορά ενέργειας .

Η πρόσθετη επιβάρυνση για τους υπόλοιπους παρόχους ώστε να αναλάβουν τους «ορφανούς» πελάτες υπολογίζεται σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις σε περίπου 1.000 λίρες ανά νοικοκυριό. Εκτιμάται ότι ένα ποσοστό 70-80% αυτού του ποσού θα ζητηθεί και θα επιστραφεί από τους καταναλωτές μέσω εισφοράς που προστίθεται στους λογαριασμούς ενέργειας, είπε ένα άτομο εξοικειωμένο με τη διαδικασία.

Ο αριθμός των πελατών των παρόχων που κατέρρευσαν κυμαίνεται από 6.000 έως 580.000. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και πάροχοι που στηρίζονται από μεγάλες εταιρείες η BP και η Glencore ανέστειλαν τις δραστηριότητές τους ή αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατάρρευση της Pure Planet, η οποία σήμανε το τέλος του 5ετούς πειράματος της BP στο λιανικό εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Royal Dutch Shell καταγράφει ζημιές από τη δραστηριοποίησή της στη παροχή ενέργειας. Από την άλλη πλευρά οι μετοχές του μεγαλύτερου προμηθευτή του Ηνωμένου Βασιλείου, της Centrica , σημειώνουν κέρδη καθώς χάνει ανταγωνιστές από τις συνεχείς καταρρεύσεις.

Η ειρωνεία, όπως αναφέρει το Bloomberg, είναι ότι το άνοιγμα της αγοράς θεωρητικά θα διασφάλιζε τους καταναλωτές και θα τους  εξασφάλιζε καλύτερες τιμές από τις εταιρείες ενέργειας καθώς όπως προκύπτει από έρευνα της Αρχής Ανταγωνισμού και Αγορών την τριετία από το 2012 έως το 2015 οι Βρετανοί κατέβαλλαν επιπλέον 1,4 δισ. λίρες στους λογαριασμούς ενέργειας.

Το μπαράζ των καταρρεύσεων από τις εταιρείες παροχής ενέργειας δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως κάτι αναπάντεχο καθώς οι απαιτήσεις για την είσοδο στην αγορά ενέργειας χαλάρωσαν πριν από περίπου μια δεκαετία. Στη συνέχεια, το 2018, η κατάρρευση εννέα εταιρειών ώθησε τη ρυθμιστική αρχή να εισαγάγει νέες απαιτήσεις αδειοδότησης σύμφωνα με τις οποίες οι νέες εταιρείες θα έπρεπε να αποδείξουν ότι έχουν «τα κεφάλαια και τους πόρους για τουλάχιστον 12 μήνες μετά την είσοδό τους στην αγορά».

«Γίνεται σαφές ότι η Ofgem και η κυβέρνηση έχουν δημιουργήσει ένα σύστημα που δεν είχε σχεδιαστεί για να αντέχει σε τέτοιου είδους σοκ της αγοράς – η τρέχουσα ενεργειακή κρίση το επιβεβαιώνει», δήλωσε η Justina Miltienyte, εμπειρογνώμονας ενεργειακής πολιτικής στο Uswitch.com, μια ιστοσελίδα που βοηθά τους καταναλωτές να αλλάζουν πάροχο για διάφορες υπηρεσίες. «Αυτή η κατάσταση θα πρέπει να λειτουργήσει ως αφύπνιση για την Ofgem και την κυβέρνηση ώστε να αναθεωρήσουν πλήρως το ρυθμιστικό καθεστώς».

Διαβάστε ακόμα:

Μέτρα στήριξης: Έρχονται επιδόματα ύψους 500 εκατ. ευρώ μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου

Commerzbank: Ανάκαμψη η Ελλάδα με +11,6% φέτος και +6,4% το 2022

Γερμανία: Τουρισμός για καύσιμα σε Αυστρία και Τσεχία