Στην Ισλανδία, οι εργαζόμενοι απασχολούνται κατά μέσο όρο 44,4 ώρες την εβδομάδα. Αυτό είναι το τρίτο μεγαλύτερο υποχρεωτικό εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας, μεταξύ των χωρών της Eurostat. Για το λόγο αυτό, στην Ισλανδία, στα πλαίσια πιλοτικού προγράμματος, αποφάσισαν να μειώσουν τις ώρες εργασίας ανά εβδομάδα.

Στο πρόγραμμα πήραν μέρος περισσότεροι από 2.500 εργαζόμενοι, αριθμός που αντιστοιχεί σε περισσότερο από το 1% του συνόλου των εργαζομένων στη συγκεκριμένη χώρα. Το πείραμα στέφθηκε από επιτυχία. Διαπιστώθηκε πως παρά το γεγονός, ότι τα άτομα εργάζονταν λιγότερο, αυτό δεν επηρέασε ούτε τη δουλειά τους ούτε όμως, και την συνολική εξέλιξη – πορεία των επιχειρήσεων. Τα άτομα ήταν περισσότερο αποτελεσματικά στα πλαίσια της εργασίας τους αναβαθμίζοντας συγχρόνως, το βιοτικό τους επίπεδος χωρίς μάλιστα, να δουν μειώσεις στο μισθό τους. Πιο συγκεκριμένα, όσοι έλαβαν μέρος στις δοκιμές, είδαν το εβδομαδιαίο εργασιακό τους ωράριο να μειώνεται κατά τρεις έως πέντε ώρες.

Αξίζει να σημειωθεί πως πλέον, οι λιγότερες ώρες εργασίας έχουν υιοθετηθεί σε μεγάλο βαθμό στον δημόσιο τομέα της Ισλανδίας. Το πιλοτικό αυτό πρόγραμμα που διεξήχθη στη χώρα ήταν και από τις λίγες μεγάλες, επίσημες μελέτες που έχουν γίνει ποτέ αναφορικά με το εν λόγω ζήτημα. Οι δοκιμές εφαρμόστηκαν σε διαφορετικούς κλάδους. Ορισμένοι εργαζόμενοι σχόλαγαν από τη δουλειά τους, μία ώρα νωρίτερα ενώ κάποιοι άλλοι, αντί του μειωμένου καθημερινού ωραρίου, συνέχισαν να εργάζονται κανονικά από Δευτέρα έως Πέμπτη ενώ τις Παρασκευές δούλευαν μόνο για 4 ώρες.

Τρεις Ισλανδοί εργαζόμενοι οι οποίοι πήραν μέρος στο πρόγραμμα μιλούν για τις εντυπώσεις που τους άφησε το νέο αυτό μοντέλο εργασίας. Στην αρχή πράγματι, υπήρξαν ορισμένα προβλήματα τα οποία όμως, στη συνέχεια και με σωστή καθοδήγηση ξεπεράστηκαν. Το κυριότερο ίσως, από αυτά ήταν το πρόβλημα της διαχείρισης του νέου εργασιακού χρόνου. Σύμφωνα με τον Hjalti Guðmundsson, διευθυντή σε κρατική υπηρεσία που διαχειρίζεται δημόσια έργα, οι εργαζόμενοι ήταν πιο πρόθυμοι να εργαστούν. Παράλληλα, με το νέο εργασιακό καθεστώς, μειώθηκαν οι ώρες για εταιρικές συναντήσεις ενώ συγχρόνως, παρατηρήθηκε μείωση του ποσοστού ασθενειών των εργαζομένων.

Στην εταιρεία του, πριν από την εφαρμογή του νέου ωραρίου, οι εργαζόμενοι δούλευαν πολλές ώρες, συνήθως από τις 7 το πρωί έως τις 5:30 το απόγευμα ή αργότερα. Δεδομένου ότι ο οργανισμός έχει διαφορετικούς χώρους εργασίας, μπόρεσε να πειραματιστεί με δύο διαφορετικά μοντέλα ταυτόχρονα. Στο τέλος του προγράμματος, το προσωπικό ψήφισε το μοντέλο που προτιμούσε ως μόνιμη ρύθμιση. Το αποτέλεσμα ήταν σαφές – περισσότερο από το 90% των εργαζομένων επιθυμούσαν να μειώσουν την εργασία τους κατά μία ώρα τέσσερις ημέρες την εβδομάδα. Ο Guðmundsson κατέληξε πως είναι θέμα νοοτροπίας «τα περισσότερα έργα να μπορούν να περιμένουν μέχρι το πρωί της επόμενης μέρας».

Η Arna Hrönn Aradóttir, διευθύντρια έργου δημόσιας υγείας στα προάστια του Ρέικιαβικ, ήταν μία από τις πρώτες που δοκίμασε να εφαρμόσει το μειωμένο εργασιακό ωράριο. Μητέρα πέντε παιδιών, η Aradóttir αγωνιζόταν να εξισορροπήσει την 8ωρη εργασία με τη φροντίδα των παιδιών και τις δουλειές του σπιτιού. Στην αρχή της εφαρμογής του προγράμματος, επέλεξε να φεύγει από την δουλειά της μία ώρα νωρίτερα. «Αισθάνομαι ότι είμαι πιο συγκεντρωμένη τώρα. Τα οφέλη από ένα τέτοιο μοντέλο εργασίας είναι ότι πλέον, έχουμε περισσότερη ποιότητα στη ζωή μας» δήλωσε χαρακτηριστικά. «Το νέο μου ωράριο, με βοήθησε να περνάω περισσότερο χρόνο με τα παιδιά μου και να νιώθω λιγότερο άγχος». Αυτό με τη σειρά του της επέτρεψε να κάνει ένα μεταπτυχιακό, ενισχύοντας τη θέση της στην αγορά εργασίας.

Σύμφωνα με την Sólveig Reynisdóttir, το πείραμα ήρθε ως απάντηση σε μια ετήσια έρευνα μεταξύ των υπαλλήλων που αποκάλυψε ότι οι εργαζόμενοι βίωναν μεγάλη πίεση στη δουλειά τους. Η εταιρεία στην οποία δούλευε πειραματίστηκε πολύ με τον αριθμό των ωρών. Μείωσε πολύ το ωράριο και τελικά έπρεπε να προσθέσει ξανά μερικές ώρες εργασίας. Ορισμένα σημεία της μετάβασης στο νέο μοντέλο εργασίας δεν εξελίχθηκαν ομαλά, όπως ανέφερε, καθώς οι εργαζόμενοι ήταν απρόθυμοι να μεταβούν από τις 35 ώρες στις 37 ώρες εργασίας ανά εβδομάδα, παρόλο που ήταν ακόμα λιγότερες ώρες από τις ώρες που δούλευαν πριν από το πείραμα. Συνολικά, όμως, η Reynisdóttir θεωρεί το πείραμα περισσότερο θετικό παρά αρνητικό, αναφέροντας και αυτή την παραγωγικότητα, τη μεγαλύτερη ικανοποίηση από την εργασία και τις λιγότερες ημέρες ασθενείας. Στην πραγματικότητα, το μειωμένο ωράριο εργασίας έχει παρακινήσει τους εργαζόμενους να εργαστούν με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο, σημείωσε.

Διαβάστε ακόμη:

Πόσα λεφτά θα είχατε σήμερα αν είχατε επενδύσει $1.000 στην Domino’s Pizza πριν 10 χρόνια

Τέλη κυκλοφορίας 2022: Πότε θα αναρτηθούν – Τι θα πληρώσουμε – Ποιοι θα βγουν κερδισμένοι

Κικίλιας: Όσο πιο δυνατό γίνει το τουριστικό brand τόσο πιο δυνατή θα είναι η χώρα