Χριστούγεννα αποτελούν παραδοσιακά μία περίοδο κατανάλωσης αλλά και περισυλλογής. Αυτό καθιστά τις επερχόμενες γιορτές μία καλή ευκαιρία για να τεθεί ένα από τα κορυφαία πολιτικά και οικονομικά ερωτήματα το οποίο ταλανίζει τις ανεπτυγμένες οικονομίες.

Το ερώτημα αυτό, σύμφωνα με τον αρθρογράφο του Reuters, Χιούγκο Ντίξον, είναι εάν οι πολίτες των ανεπτυγμένων οικονομιών αυτών θα μπορούν να συνεχίσουν να ζουν καλά κατά τη διάρκεια μιας εποχής περιορισμένης ανάπτυξης.

Αυτό, εν μέρει, εξαρτάται από τις οικονομικές και πολιτικές αποφάσεις οι οποίες αφορούν την κατανομή των πόρων. Εάν, όμως, οι εύπορες χώρες συνεχίσουν με την τρέχουσα ατομικιστική νοοτροπία τους, αυτό θα οδηγήσει σε συγκρούσεις και κοινωνικές αναταραχές. Αν, από την άλλη, ακολουθήσουν ένα πιο στοχευμένο, βιώσιμο και πράσινο μέλλον, οι πολίτες μπορούν όντως να ευημερήσουν. 

Ο Ντίξον υποστηρίζει πως οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι όπως ο Αριστοτέλης, γνώριζαν πως τα υλικά αγαθά είναι απαραίτητα, αλλά όχι αρκετά για μια καλή ζωή, αφού οι άνθρωποι έχουν επίσης πνευματικές και κοινωνικές ανάγκες τις οποίες αυτά δεν μπορούν να καλύψουν ή καλύπτουν απλά μερικώς.

Οι σύγχρονες μελέτες, όπως η ετήσια Έκθεση Παγκόσμιας Ευτυχίας επιβεβαιώνουν την φιλοσοφική προσέγγιση αυτή. Το εισόδημα είναι μόνο ένας παράγοντας ο οποίος επεξηγεί το επίπεδο ευτυχίας των ανθρώπων. Η κοινωνική στήριξη, το προσδόκιμο υγιούς ζωής και η ελευθερία επιλογών και απόψεων είναι επίσης ζωτικής σημασίας.

Παρ’ όλα αυτά, όπως υπογραμμίζει ο Ντίξον, τα πάντα τα οποία αφορούν τον σύγχρονο πολιτισμό δίνουν ιδιαίτερο και κύριο βάρος στην οικονομική ανάπτυξη.

Η οικονομική ανάπτυξη αυτή μπορεί να αποτελέσει καταλυτικό παράγοντα για την κοινωνική αλλαγή. Τις τελευταίες δεκαετίες, όπως επισημαίνει, η ραγδαία ανάπτυξη του ΑΕΠ έχει βοηθήσει δισεκατομμύρια ανθρώπους να ξεφύγουν από την φτώχεια

Τα άτομα τα οποία στερούνται βασικά υλικά αγαθά μπορούν πολύ εύκολα να έχουν μία δυστυχισμένη ζωή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι φτωχές χώρες θα πρέπει να συνεχίσουν την αναπτυξιακή τους τροχιά. 

Από την άλλη, τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα των ανεπτυγμένων οικονομιών χρειάζονται περισσότερο εισόδημα. Αν η ανάπτυξη είναι περιορισμένη, αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να τους δοθεί μεγαλύτερο κομμάτι της «πίτας» της οικονομίας. Ακόμα και μετά την κάλυψη των βασικών αναγκών, το επιπλέον εισόδημα αυτό ενδέχεται πολύ συχνά να ενισχύσει την ευτυχία τους.

Η επιδίωξη του χρήματος, όμως, μπορεί να αποδειχθεί και αντιπαραγωγική, αφού αποθαρρύνει τους ανθρώπους από το να αφιερώσουν χρόνο σε άλλα πράγματα τα οποία τους ενδιαφέρουν, ενώ επιδεινώνει την κλιματική αλλαγή και αποδυναμώνει την κοινωνική συνοχή. 

Σε πάσα περίπτωση, σημειώνει ο Ντίξον, οι ανεπτυγμένες οικονομίες δεν έχουν καταφέρει να αναπτυχθούν πολύ περισσότερο μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, ενώ οι μελλοντικές προοπτικές παραμένουν κι αυτές αρνητικές.

Αν οι χώρες αυτές επιμείνουν να προσηλωθούν σε μία υλιστική νοοτροπία, πρέπει παράλληλα να προετοιμαστούν και για τη σύγκρουση μεταξύ αυτού του οποίου επιθυμούν και αυτού του οποίου μπορούν στην πραγματικότητα να επιτύχουν.

Η εποχή της περιορισμένης ανάπτυξης

Στα 15 χρόνια από την κρίση του 2008, οι ανεπτυγμένες οικονομίες κατέγραψαν ανάπτυξη, κατά μέσο όρο, της τάξης του 1,6%, από το προηγούμενο 2,8%.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, από την πλευρά του, προβλέπει μέσο όρο ανάπτυξης της τάξης του 1,7% την επόμενη πενταετία.

Ο Ντίξον ελπίζει πως η παγκόσμια οικονομία δε θα αντιμετωπίσει άλλη μία παγκόσμια οικονομική κρίση, μία νέα πανδημία, ή άλλον έναν πόλεμο με ανθρώπινες και οικονομικές επιπτώσεις αντίστοιχες με αυτόν στην Ουκρανία. Το μόνο σίγουρο, όμως, είναι πως θα αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα ακόμα κι αν δεν υπάρξουν άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις τέτοιου είδους.

Εκτός από την αύξηση των δημοσίων δαπανών και των επιτοκίων, που έχουν αυξήσει το δημόσιο χρέος των ανεπτυγμένων οικονομιών στο 112% του ΑΕΠ τους σε σχέση με το 71% το 2007, οι ανεπτυγμένες οικονομίες αυξάνουν επίσης τις αμυντικές τους δαπάνες, δεδομένων των συγκρούσεων σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή αλλά και του επεκτατισμού της Κίνας. Παράλληλα, οι πόροι αυτοί αποσπώνται από άλλους τομείς και περιορίζουν τη συμβολή στην ενίσχυση του μελλοντικού εισοδήματος των καταναλωτών.

Υπάρχουν και οι τάσεις οι οποίες επιδρούν στην οικονομική βιωσιμότητα. Ο ΟΟΣΑ προειδοποίησε πρόσφατα πως η αναλογία των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω σε σχέση με τους νεότερους εργαζομένους θα αυξηθεί στο 53% από το τρέχον 33%, μέχρι το 2050. Οι γηραιότεροι είναι λιγότερο πιθανό να εργαστούν και είναι πιθανότερο να χρειάζονται μεγαλύτερο βαθμό φροντίδας.

Την ίδια στιγμή, όπως αναφέρει ο Ντίξον, ο κόσμος δεν έχει λάβει τα απαραίτητα βήματα για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, κάτι το οποίο σημαίνει πως οι χώρες και οι καταναλωτές θα πρέπει να ξοδέψουν μεγαλύτερα ποσά στο μέλλον για την προσαρμογή τους στα νέα κλιματικά δεδομένα και την αναστροφή των προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί.

Η βραδύτερη ανάπτυξη, βέβαια, δεν είναι κάτι το αναπόφευκτο. Η μεγαλύτερη ελπίδα αυτή τη στιγμή είναι η αύξηση της παραγωγικότητας μέσω της χρήσης τεχνητής νοημοσύνης. Το πρόβλημα, όμως, έγκειται στο γεγονός πως η ΤΝ θα μπορούσε να αποσβέσει πολλές υπάρχουσες θέσεις εργασίας, προκαλώντας αβεβαιότητα στο ευρύ κοινό.

Οι ανεπτυγμένες οικονομίες, όμως, έχουν κάποιες επιλογές, όπως τονίζει ο Ντίξον. Η πρώτη είναι η ενίσχυση του υλισμού, η οποία μπορεί να οδηγήσει εύκολα στην αυξημένη απογοήτευση, αφού πολλοί δε θα μπορέσουν να καταφέρουν αυτό για το οποίο αγωνίζονται. Τόσο η διεθνής όσο και η εσωτερική πολιτική σκηνή μπορεί να γίνει ολοένα και πιο δύσκολη, αφού πολίτες και χώρες μάχονται για μία «πίτα» η οποία δεν μεγαλώνει τόσο γρήγορα.

Η άλλη επιλογή είναι η υιοθεσία μίας πιο ολιστικής προσέγγισης της ευημερίας, η οποία θα δίνει μεγαλύτερο βάρος στις κοινωνικές και πνευματικές ανάγκες των ανθρώπων. Αν και οι υλικές ανάγκες δεν θα εξαφανιστούν, θα εξακολουθήσει να υπάρχει μία «κόντρα» για το κομμάτι της προαναφερθείσας «πίτας», με τους γηραιότερους να μη θέλουν να μεταφέρουν μέρος του πλούτου τους προς τους νεότερους.

Οι συγκρούσεις της δεύτερης επιλογής, όμως, θα είναι λιγότερο έντονες αν η πολιτιστική νοοτροπία δώσει προτεραιότητα στην κοινωνική αλληλεγγύη. Παράλληλα, οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τους πλούσιους πολίτες να μεταφέρουν τμήμα του πλούτου τους μέσω κινήτρων και όχι φορολόγησης

Αν και οι ηλικιωμένοι είναι σχετικά απρόθυμοι στο να αλλάξουν τις αξίες τους, η πολιτισμική αλλαγή αυτή μπορεί να συμβεί όταν οι νεότερες γενιές υιοθετήσουν διαφορετικές ιδέες, όπως κάνει ήδη η λεγόμενη και «Gen Z», των γεννηθέντων μεταξύ του 1996 και του 2010. 

Τα μέλη της γενιάς αυτής είναι σε γενικές γραμμές ιδεαλιστές, σύμφωνα με μελέτη της McKinsey, αφού επιθυμούν περισσότερη ισότητα και θέλουν να κάνουν περισσότερα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Αν και αυτό μπορεί να ακούγεται ως κάτι το ανησυχητικό, ο Ντίξον υποστηρίζει πως εν τέλει υποδηλώνει μία κοινωνία η οποία θέλει μία πιο κλιματική βιώσιμη οικονομία με κοινωνική αλληλεγγύη και ουσιαστική, με νόημα εργασία, η οποία θα κάνει τους νέους καλύτερα μέλη της κοινωνίας και θα αυξήσει τα ποσοστά ευτυχίας ακόμα και σε μία εποχή περιορισμένης αναπτυξιακής προοπτικής

Διαβάστε ακόμη

Στην Ολομέλεια της Βουλής η «μάχη» για τον Προϋπολογισμό

Κατώτατος μισθός: Πόσο θα αυξηθεί το 2024

Τα δύο εμιράτα που προσπαθούν να προσελκύσουν τις εταιρείες κρυπτονομισμάτων (γράφημα)

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ