Σχεδόν ένας χρόνος έχει περάσει από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, όταν πολλές πολυεθνικές των κρατών-μελών του γκρουπ των G7 και της Ευρώπης ανακοίνωσαν πως θα σταματήσουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα στη Ρωσία.

Μέχρι τώρα, όμως, οι υποσχέσεις αυτές αποδεικνύονται «κούφιες», σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ελβετικού University of St. Gallen.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, 2.405 θυγατρικές 1.404 επιχειρηματικών ομίλων της Ευρώπης και των κρατών-μελών των G7 παραμένουν στη Ρωσία. 

Μέχρι τα τέλη του δ’ τριμήνου του 2022, λιγότερο από 9% εξ αυτών είχαν αποσύρει τουλάχιστον μία θυγατρική από τη χώρα.

«Κατά μέσο όρο βάσει των ερευνών μας, οι εταιρείες οι οποίες αποσύρονται από τη Ρωσία έχουν περιορισμένη κερδοφορία και αυξημένο αριθμό εργαζομένων», τόνισαν οι καθηγητές Σάιμον Έβενετ και Νικολό Πιζάνι, προσθέτοντας πως το ποσοστό των αμερικανικών εταιρειών που αποσύρθηκαν από τη ρωσική αγορά (18%) είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των Ευρωπαϊκών (8,3%) ή των ιαπωνικών (15%).

Εκ των εταιρειών της Ευρώπης και των κρατών-μελών του γκρουπ των G7 οι οποίες παραμένουν στη Ρωσία, το 19,5% εξ αυτών είναι γερμανικές, το 12,4% είναι αμερικανικές και το 7% είναι ιαπωνικές πολυεθνικές.

Σύμφωνα με τους  Έβενετ και Πιζάνι «τα ευρήματά μας αυτά αμφισβητούν τη θέληση των Δυτικών για την απαγκίστρωσή τους από τη ρωσική οικονομία. Αποτελούν ένα reality check όσον αφορά το αφήγημα της εθνικής και της γεωπολιτικής ασφάλειας που έχει οδηγήσει σε αποσυντονισμό της παγκοσμιοποίησης».

Η καθυστέρηση των ευρωπαϊκών εταιρειών όσον αφορά την έξοδό τους από τη Ρωσία αποτέλεσε και ένα από τα κύρια ερωτήματα πρόσφατης ανάλυσης της Barclays.

Σύμφωνα με τους αναλυτές της βρετανικής τράπεζας, αν και οι περισσότερες εταιρείες έχουν υποσχεθεί απόσυρση από τη ρωσική αγορά, ελάχιστες έχουν προχωρήσει σε έξοδο.

«Εκτός από την έλλειψη διαφάνειας όσον αφορά την αξία των περιουσιακών στοιχείων των εταιρειών αυτών στη Ρωσία, η λίστα των πιθανών αγοραστών είναι περιορισμένη. Ακόμα μικρότερη είναι η λίστα των πιθανών αγοραστών οι οποίοι δεν βρίσκονται υπό τις κυρώσεις της Δύσης. Παράλληλα, υπάρχουν φόβοι πως η χώρα θα προχωρήσει σε κρατικοποίηση τόσο των περιουσιακών στοιχείων αυτών όσο και της πνευματικής ιδιοκτησίας των εταιρειών εάν αυτές αποχωρήσουν από τη ρωσική αγορά».

Η Barclays τόνισε πως, δεδομένης της συνέχειας του πολέμου στην Ουκρανία, η αναντιστοιχία μεταξύ των υποσχέσεων των εταιρειών και των πράξεών τους θα πρέπει να αντιμετωπιστεί, κάτι το οποίο ενδέχεται να οδηγήσει στη λήψη οικονομικά επίπονων αποφάσεων.

«Εάν οι εταιρείες αυτές δεν μπορέσουν να πουλήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία αυτά σε λογικές τιμές, τότε οι όμιλοι θα βρεθούν αντιμέτωποι προ διλήμματος πρόκλησης σημαντικών απωλειών ή παραμονής στη Ρωσία. Οι περισσότεροι γεωπολιτικοί αναλυτές πιστεύουν πως ο πόλεμος δεν πρόκειται να τελειώσει σύντομα, ενώ αναμένουμε πως οι εκκλήσεις για έξοδο από τη ρωσική αγορά από τους καταναλωτές και τις κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να αυξάνονται», υπογράμμισε η ομάδα αναλυτών της τράπεζας.

Η Barclays τόνισε πως οι CCH, Henkel, PMI, JDE Peet’s και Carlsberg έχουν τη μεγαλύτερη έκθεση στη Ρωσία σε ό,τι αφορά τον ευρωπαϊκό τομέα καταναλωτικών προϊόντων.

Η Henkel έχει ανακοινώσει επανειλημμένα πως θέλει να αποσυρθεί από τη ρωσική αγορά, ενώ έχει παρουσιάσει και τις πιθανές επιπτώσεις από μία κίνηση τέτοιου είδους, αφού το 5% των πωλήσεων και το 10% των EBIT (κέρδη προ φόρων και τόκων) προέρχονται από τη Ρωσία.

Σύμφωνα, τέλος, με πρόσφατη ανάλυση του βρετανικού think tank Moral Ratings Agency, ορισμένες από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές του πλανήτη ανακοίνωσαν έξοδο από τη Ρωσία μέσω του write-off (διαγραφής) ορισμένων assets τους αντί για την πώλησή τους. Αυτό, σύμφωνα με τον ιδρυτή του think tank, Μαρκ Ντίξον, σημαίνει πως οι εταιρείες μπορούν να συμπεριλάβουν εκ νέου τα περιουσιακά στοιχεία αυτά στον ισολογισμό τους όταν αλλάξουν τα γεωπολιτικά δεδομένα.

Διαβάστε ακόμη

Το disaster story και το νέο σφυρί για την ιστορική Φιλκεράμ – Johnson   

Ανοίγει η πλατφόρμα στήριξης ευάλωτων δανειοληπτών – Οι λεπτομέρειες του προγράμματος 

Εnel: Ανοίγει η διαδικασία πώλησης του ελληνικού χαρτοφυλακίου με στόχο ολοκλήρωση του deal μέσα στο επόμενο τρίμηνο