Αύξηση από 9,6 ευρώ τον μήνα στον κατώτατο μισθό έως 42 ευρώ τον μήνα στους υψηλούς μισθούς θα δουν στις καθαρές αποδοχές τους οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα και το 2022.

Η παράταση της μείωσης των εισφορών κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες έως και τις 31 Δεκεμβρίου 2022 που νομοθετήθηκε τις προηγούμενες ημέρες σε συνδυασμό με την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2%, στα 663 ευρώ, από την 1/1/2022 δίνει ανάσα στους χαμηλόμισθους συμβάλλοντας στην αύξηση της αγοραστικής τους δύναμης.

Παράλληλα, όπως επισημαίνουν στελέχη του υπουργείου Εργασίας, η ελάφρυνση του μισθολογικού κόστους θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, θα επιδράσει θετικά στην απασχόληση αυξάνοντας τα κίνητρα για προσλήψεις, ενώ θα μειώσει τα κίνητρα για αδήλωτη εργασία. Επισημαίνεται ότι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα έχει επίπτωση στον προϋπολογισμό περίπου 245 εκατ. ευρώ ετησίως.

Υπενθυμίζεται ότι οι εισφορές είχαν ήδη μειωθεί κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες το 2020 και πλέον η συνολική μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ανέρχεται σε 3,9 ποσοστιαίες μονάδες.

Επομένως, οι συνολικές ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών (εργοδοτικές και εργατικές) ανέρχονται σήμερα στο 36,66% από 40,56% που ήταν το α’ εξάμηνο του 2020. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η μείωση των τριών ποσοστιαίων μονάδων αφορά μόνο τους συνεισπραττόμενους κλάδους υπέρ ΟΑΕΔ και δεν θίγει τις ανταποδοτικές εισφορές κύριας και επικουρικής ασφάλισης, που χρηματοδοτούν τις σημερινές συντάξεις.

Ποιο το όφελος για τον εργαζόμενο και τον εργοδότη

Η μείωση κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες επιμερίζεται σε -1,79 ποσοστιαίες μονάδες για τον εργοδότη και -1,21 ποσοστιαίες μονάδες για τους εργαζομένους. Με την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 663 ευρώ και τη διατήρηση των μειωμένων εισφορών, το 2022 ο μισθωτός που αμείβεται με τα κατώτατα όρια των 663 ευρώ (καθαρά 569,39) θα δει αύξηση στις καθαρές αποδοχές του 9,6 ευρώ τον μήνα συγκριτικά με το 2020, ενώ το ετήσιο όφελος θα είναι 134,4 ευρώ.

Το όφελος παραμένει ισχυρό και για τους εργοδότες το 2022, καθώς ξεκινά από τα 13,8 ευρώ για τον κατώτατο μισθό των 663 ευρώ και ξεπερνά τα 35 ευρώ εάν ο μισθός είναι άνω των 2.000 ευρώ.

Αν ο μισθός είναι 1.200 ευρώ (καθαρά 948,73), το κέρδος για τον μισθωτό θα είναι 14,53 ευρώ τον μήνα και 203,43 ετησίως. Ο εργοδότης θα ελαφρυνθεί κατά 21,48 ευρώ τον μήνα και κατά 300,72 ευρώ ετησίως.

Στα 1.500 ευρώ μεικτά (καθαρά 1.144.53), το κέρδος για τον μισθωτό είναι 22,8 τον μήνα και 320,29 τον χρόνο. Η ελάφρυνση για τον εργοδότη είναι 26,85 ευρώ τον μήνα και 375,90 ευρώ τον χρόνο.

Στα 2.000 ευρώ μεικτά (καθαρά 1.453,53), το κέρδος για τον μισθωτό είναι 42,75 ευρώ τον μήνα και 598,54 ευρώ ετησίως. Η ελάφρυνση για τον εργοδότη είναι 35,80 ευρώ τον μήνα και 501,20 ευρώ ετησίως.

Πέρα από τη μείωση των 3 ποσοστιαίων μονάδων αναμένεται να υλοποιηθεί και νέα νομοθετημένη μείωση, μισής ποσοστιαίας μονάδας, δηλαδή 0,50 π.μ., για το 2022 από τις εισφορές της επικουρικής ασφάλισης.

Επομένως, όπως προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου (ν. 4387/2016), έως τον Μάιο του 2022 οι εισφορές επικουρικής ασφάλισης θα ανέρχονται σε 6,5%. Από τον Ιούνιο του 2022 οι εν λόγω εισφορές προβλέπεται να μειωθούν στο 6%.

Μείον 5% οι εισφορές έως το 2023

Ο αρχικός στόχος του οικονομικού επιτελείου προέβλεπε ότι σε βάθος 5ετίας, δηλαδή το 2023, η ελάφρυνση του μη μισθολογικού κόστους της μισθωτής απασχόλησης θα φτάσει σωρευτικά στις 5 ποσοστιαίες μονάδες. Δηλαδή εκκρεμεί περαιτέρω μείωση 1,1%. Ετσι, αν το επιτρέψουν οι δημοσιονομικές αντοχές, οι εισφορές θα μειωθούν στο 35,56% μέχρι το 2023, γεγονός που μεταφράζεται σε ελάφρυνση 12,32%.

Για να μετρηθεί ο στόχος αυτός και οι προοπτικές εκπλήρωσής του ήδη προωθείται η εκπόνηση ειδικής οικονομικής μελέτης.

Ωστόσο, στελέχη του ΕΦΚΑ δεν κρύβουν την ανησυχία τους για την υστέρηση εσόδων που έχει προκαλέσει η πανδημία και βλέπουν δύσκολο το εγχείρημα περαιτέρω ελάφρυνσης του κόστους της μισθωτής εργασίας.

Αλλωστε και η έκθεση Πισσαρίδη, που τάσσεται υπέρ της μείωσης φόρων και εισφορών συμπεριλαμβανομένης και της εισφοράς αλληλεγγύης επισημαίνοντας ότι η επιβάρυνση είναι ιδιαίτερα υψηλή και μεγαλώνει όσο αυξάνονται οι μισθοί, αναγνωρίζει ότι το περιθώριο μείωσης είναι μικρό βραχυπρόθεσμα με δεδομένη την κατάσταση των δημόσιων οικονομικών.

Παραθέτοντας ένα ενδεικτικό παράδειγμα για τις υψηλές εισφορές οι συντάκτες της έκθεσης σημειώνουν: Μισθωτός που λαμβάνει καθαρό μισθό 1.000 ευρώ τον μήνα (δηλαδή 14.000 ευρώ ετησίως καθώς δίνονται 14 μισθοί) κοστίζει περίπου 23.000 ευρώ ετησίως στον εργοδότη του. Αν ο εργοδότης θέλει να δώσει καθαρή αύξηση στον εργαζόμενο 1.000 ευρώ ετησίως, αυτό θα του κοστίσει περίπου 2.000 ευρώ (με τα υπόλοιπα 1.000 ευρώ να πηγαίνουν στο κράτος).

Οπως σχολιάζουν οι συντάκτες της έκθεσης Πισσαρίδη, «η υπέρμετρη επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας δυσκολεύει τους εργοδότες να προσελκύσουν εργαζόμενους με ιδιαίτερες δεξιότητες την ώρα που η χώρα έχει ανάγκη από θέσεις υψηλών δεξιοτήτων για να επιτύχει ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης».

Διαβάστε ακόμα

Μητσοτάκης στη ΔΕΘ: Στρατηγική επιλογή οι μεταρρυθμίσεις για την αλλαγή της Ελλάδας

Μαρία Σάκκαρη: Η «χρυσή» ρακέτα της – Τα χρηματικά έπαθλα και οι χορηγοί