Δύο χρόνια πανδημίας έχουν συμπληρωθεί, όπου οι εργαζόμενοι είδαν τους μισθούς τους να συρρικνώνονται, να δουλεύουν μέσω τηλεργασίας και να ζουν μέσα σ’ ένα γενικότερο κλίμα ανασφάλειας λόγω της πανδημίας. Καθώς οι περισσότεροι έχουν επιστρέψει στο χώρο εργασίας τους και τις αρμοδιότητές τους, ταυτοχρόνως διερωτώνται πώς ύστερα από την επέλαση της πανδημίας θα υπάρξει πρόοδος στο μισθολόγιό τους, με προεξάρχουσες τις γυναίκες.

Σύμφωνα με μια νέα έκθεση της PayScale – που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη 16 Μαρτίου η οποία έχει οριστεί ως Ημέρα Ίσης Αμοιβής- οι γυναίκες κερδίζουν σήμερα 82 σεντς για κάθε δολάριο που κερδίζουν οι άνδρες συνάδελφοί τους. Αυτό σημαίνει ότι σε προπανδημικό επίπεδο οι μισθοί των γυναικών ήταν αρκετά χαμηλότεροι από τον αντίστοιχο των ανδρών. Γεγονός που όπως λένε οι ειδικοί, θα ενταθεί ακόμα περισσότερο με την πλήρη επιστροφή τους στην αγορά εργασίας, την μεταπανδημική εποχή.

Η έκθεση 2022 Gender Pay Gap Report βασίζεται σε δεδομένα αποδοχών για να καταλήξει τόσο στο ελεγχόμενο όσο και στο μη ελεγχόμενο μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων. Η ελεγχόμενη ανάλυση μετρά την «ίση αμοιβή για ίση εργασία», λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως το επίπεδο και ο τίτλος εργασίας, η εκπαίδευση, τα έτη εμπειρίας, ο κλάδος και οι ώρες εργασίας και συγκρίνει τις αποδοχές τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών. Αυτό αποκαλύπτει ότι το χάσμα στις αμοιβές των γυναικών είναι 99 λεπτά για κάθε δολάριο των ανδρών συναδέλφων τους στην ίδια εργασία.

Το χάσμα έχει μειωθεί κατά 2 σεντς από το 2015, αλλά μπορεί να γίνει μεγαλύτερο, καθώς οι γυναίκες επηρεάστηκαν δυσανάλογα από το COVID, χάνοντας το 58% των 3,5 εκατομμυρίων από τις συνολικές θέσεις εργασίας που χάθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες λόγω της πανδημίας.

Σύμφωνα με την έκθεση:

  • Οι γυναίκες που επιστρέφουν στο εργατικό δυναμικό μετά την ανεργία αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα μισθολογικά χάσματα, κερδίζοντας μόνο 70 σεντς σε σύγκριση με τους άνδρες μετά από περισσότερους από 24 μήνες ανεργίας.
  • Το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων αυξάνεται σημαντικά για τις γυναίκες ηλικίας 45 ετών και άνω και ανέρχεται σε 73 σεντς για κάθε δολάριο των ανδρών της ίδιας ηλικίας.
  • Οι ιθαγενείς Αμερικανίδες γυναίκες βιώνουν το μεγαλύτερο μισθολογικό χάσμα όταν τα δεδομένα δεν ελέγχονται, με 71 σεντς σε σύγκριση με κάθε 1 δολάριο που κερδίζουν οι άνδρες.
  • Οι Αφροαμερικανές βιώνουν το μεγαλύτερο μισθολογικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών όταν τα δεδομένα ελέγχονται για αντισταθμιστικούς παράγοντες, κερδίζοντας μόνο 98 σεντς σε σύγκριση με κάθε δολάριο που κερδίζουν οι άνδρες.

Το χάσμα έχει μειωθεί… αλλά σε βάθος δεκαετιών

Με βάση τα στοιχεία για τις εβδομαδιαίες αποδοχές από το Γραφείο Στατιστικής Εργασίας των ΗΠΑ, το χάσμα έχει μειωθεί με την πάροδο του χρόνου.

Το πρώτο τρίμηνο του 1979, οι μέσες εβδομαδιαίες αποδοχές για τους άνδρες ηλικίας 16 ετών και άνω που εργάζονταν με πλήρη απασχόληση ήταν 408 δολάρια, έναντι 251 δολαρίων για τις γυναίκες. Δηλαδή, οι εβδομαδιαίες αποδοχές των γυναικών ήταν το 61,5% των εβδομαδιαίων αποδοχών των ανδρών. Με την πάροδο των ετών υπήρξε κάποια πρόοδος και το τέταρτο τρίμηνο του 2021 οι εβδομαδιαίες αποδοχές των γυναικών ήταν 84,3% των εβδομαδιαίων αποδοχών των ανδρών.

Τα παραπάνω είναι σε σταθερά δολάρια του 1982-84. Οι γυναίκες, είχαν διάμεσες εβδομαδιαίες αποδοχές 928 δολάρια το τελευταίο τρίμηνο του 2021, δηλαδή το 84,4% των αποδοχών των ανδρών.

Το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων υφίσταται για τους εργαζόμενους σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους

Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής από το πρόγραμμα IPUMS του Κέντρου Πληθυσμού της Μινεσότα, διαπιστώσαμε ότι ο μέσος άνδρας εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση, όλο το χρόνο, κερδίζει περισσότερα από τη γυναίκα εργαζόμενη σε κάθε έτος ηλικίας.

Το μισθολογικό χάσμα είναι στενότερο για τους νεότερους εργαζόμενους, με τη διάμεση 25χρονη γυναίκα να κερδίζει περίπου το 91,1% του διάμεσου 25χρονου άνδρα. Εν τω μεταξύ, η διάμεση 50χρονη γυναίκα κερδίζει μόλις το 76,9% του 50χρονου άνδρα ομολόγου της.

Οι γυναίκες άνω των 75 ετών έχουν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες να ζουν σε συνθήκες φτώχειας, σύμφωνα με την έκθεση της Γερουσίας. Πολλές γυναίκες αυτής της ηλικίας δεν εργάζονταν όταν ήταν νεότερες, οπότε έχουν λιγότερες πηγές εισοδήματος για τη συνταξιοδότησή τους από ό,τι οι άνδρες της ηλικίας τους.

Το 1950, περίπου το 34% των Αμερικανίδων γυναικών ήταν στο εργατικό δυναμικό, σε σύγκριση με περίπου το 86% των ανδρών, σύμφωνα με το Γραφείο Στατιστικής Εργασίας. Μέχρι το 1980, οι αριθμοί ήταν 52% και 77% αντίστοιχα – και οι αριθμοί έχουν σε μεγάλο βαθμό μείνει στάσιμοι από τότε.

Η πανδημία είχε ως αποτέλεσμα ορισμένοι εργαζόμενοι να εγκαταλείψουν το εργατικό δυναμικό. Το κλείσιμο των σχολείων και των παιδικών σταθμών κατά τη διάρκεια της πανδημίας είχε ως αποτέλεσμα πολλές γυναίκες να αποφασίσουν να εγκαταλείψουν το εργατικό δυναμικό, καθώς τα καθήκοντα φροντίδας εξακολουθούν να βαρύνουν κυρίως τις γυναίκες, όπως συνέβαινε επί δεκαετίες. Εξετάζοντας τα στοιχεία για το εργατικό δυναμικό των γυναικών ηλικίας 20 ετών και άνω, οι γυναίκες δεν έχουν ακόμη επιστρέψει στο προ της πανδημίας επίπεδο. Το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό για τις γυναίκες ηλικίας 20 ετών και άνω ήταν 58,0% τον Φεβρουάριο του 2022, λιγότερο από το ποσοστό του 59,3% τον Φεβρουάριο του 2020.

Διαβάστε ακόμα:

Γιεβγκένι Κασπέρσκυ: Ο Ρώσος μεγιστάνας, οι κυρώσεις και η στενή σχέση με τη Σαντορίνη 

Η Ρωσία γλιτώνει (προς ώρας) τη χρεοκοπία

Πέτρος Φιλιππίδης: Μετά τη δίκη, έρχεται το σφυρί για το σπίτι στο Ψυχικό