Στην επιστροφή της χώρας στην πολιτική ομαλότητα μετά από την ολοκληρωση ενός κύκλου κρίσης αναφέρεται άρθρο του αμερικανικού περιοδικού The Atlantic, αλλά και στην διαφορετική πορεία της Ευρώπης.

Συγκεκριμένα το άρθρο αφού συγκρίνει -γλαφυρά- την Ελλάδα,  με έναν άρρωστο, ένα καναρίνι σε ένα ανθρακωρυχείο, ένα προειδοποιητικό σήμα και ένα μακροχρόνιο πείραμα στο οποίο η οικονομία συναντά την πολιτική, με σημαντικό κοινωνικό κόστος αναφέρει ότι σχεδόν μια δεκαετία μετά την επιδίωξη διάσωσης το 2010, η χώρα παραμένει ένα από τα πιο πολωμένα ζητήματα στην Ευρώπη και οι πολιτικοί σε ολόκληρη την ΕΕ αντλούν διαφορετικά και αλλά και πολιτικά βολικά μαθήματα από τον τρόπο με τον οποίο τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα αντιμετώπισαν ή κακοποίησαν την κρίση.

Εδώ στην Ελλάδα, ένας κύκλος τελειώνει και η χώρα επιστρέφει στην πολιτική ομαλότητα και σταθερότητα αναφέρει το άρθρο. Την Κυριακή θα διεξαχθούν εθνικές εκλογές – οι πρώτες μετά την έξοδο από το καθεστώς διάσωσης πέρυσι – στην οποία το κεντροδεξιό κόμμα Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, ένας πυλώνας του προ διάσωσης καθεστώτος της Ελλάδας, αναμένεται να νικήσει το αριστερό λαϊκιστικό κόμμα ΣΥΡΙΖΑ, με επικεφαλής τον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία το 2015 ζητώντας να τερματιστεί η ασφυκτική λιτότητα που η Ελλάδα αναγκάστηκε να εφαρμόσει ως προϋπόθεση για τη διάσωση της, αλλά τελικά έφτασε να την εφαρμόσει ούτως ή άλλως – με εντολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των άλλων πιστωτών της χώρας.

Αυτή η προφανής ένταση – μεταξύ της εθνικής κυριαρχίας και της ευρωπαϊκής ενότητας – εξακολουθεί να ενσαρκώνει μεγάλο μέρος της συζήτησης στην Ευρώπη για την Ελλάδα. Είναι μια δυναμική που έχει τόσο ψυχολογικές όσο και πολιτικές διαστάσεις και υπερβαίνει τις οικονομικές και ηθικές υποχρεώσεις της ένταξης σε μια περιοχή κοινού νομίσματος. Θέτει ζητήματα όπως το πόση λιτότητα μπορεί να αντέξει μια χώρα χωρίς να σπάσει, για το αν πρέπει να τιμωρηθεί η Ελλάδα και για το αν το να είναι μια χώρα μέρος ή όχι της ΕΕ (και του ευρώ) αποτελεί βοήθεια ή εμπόδιο.

Το περασμένο καλοκαίρι, όταν οι δασικές πυρκαγιές κατέστρεψαν μια περιοχή έξω από την Αθήνα, σκοτώνοντας 103 άτομα, ο Federico Fubini, συντάκτης της κορυφαίας ιταλικής εφημερίδας Corriere della Sera, έγραψε ένα άρθρο στο οποίο αναρωτιόταν αν οι περικοπές προϋπολογισμού στις ελληνικές κρατικές υπηρεσίες κατέστησαν δυσκόλεψαν περισσότερο τις κατασβέσεις πυρκαγιών. “Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο δημοφιλές έγινε αυτό το άρθρο. Δεν νομίζω ότι έχω γράψει ποτέ άλλο άρθρο που να έγινε δεκτό με τόσο ενθουσιώδη τρόπο», μου είπε ο Fubini, που πρόσφατα έγραψε ένα βιβλίο υπό τον τίτλο: Γιατί η Ιταλία πρέπει να σταματήσει να μισεί την Ευρώπη (και να σταματήσει να ντρέπεται για τον εαυτό της)

Οι ευρωσκεπτικιστές από το Κόμμα του Σαλβίνι αναφέρονταν στο άρθρο ως απόδειξη του πώς σκοτώνει η «λιτότητα», δήλωσε ο Fubini, ενώ «οι φιλοευρωπαίοι μου επιτέθηκαν βίαια καθώς θεώρησαν ότι τα στοιχεία μου ήταν ψεύτικα». Η λεγόμενη τρόικα δανειστών της Ελλάδας – , η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο – αμύνονται για τις κοινωνικές και ανθρώπινες συνέπειες της λιτότητας που επέβαλαν στην Ελλάδα σε αντάλλαγμα για τη διάσωση της χώρας. Μετά την δημοσίευση του άρθρου του Fubini, ένας ανώτερος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του έστειλε μια επιστολή αντικρούοντας το επιχείρημά του. “Τη στιγμή που δημοσιοποίησα τα στοιχεία, όλη η συζήτηση κατέρρευσε”, μου είπε ο Fubini. Ωστόσο, απέδειξε πόσο ευαίσθητο είναι το θέμα της Ελλάδας για την Ευρώπη.

Ο ευρωπαϊκός χειρισμός της ελληνικής κρίσης χρέους κυριάρχησε στις συνομιλίες του περασμένου μήνα σχετικά με τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού για την αντιμετώπιση των οικονομικών κρίσεων, κάτι που ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουήλ Μακρόν προωθεί, αλλά στο οποίο αντιτίθεται η Γερμανία.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι σε μεγάλο μέρος της γερμανικής πολιτικής και λαϊκής φαντασίας η Ελλάδα υπήρξε το τελευταίο παράδειγμα μιας εξοργισμένης χώρας, της οποίας τα χρέη την έφεραν σε κρίση και που απαιτούσε από τον εύπορο δανειστή της την Γερμανία να λύσει τα προβλήματά της (χωρίς να έχει έχει σημασία ότι στα χρόνια πριν από την κρίση, η Γερμανία επωφελήθηκε από την Ελλάδα που αγόραζε γερμανικά αγαθά με χρήματα δανεισμένα από γερμανικές τράπεζες).

Οι εκλογές της Κυριακής, τις οποίες ο Τσίπρας προκήρυξε νωρίτερα, μετά την κακή επίδοση του κόμματός του στις πρόσφατες Ευρωεκλογές τον Μάιο, σηματοδοτούν με κάποιο τρόπο το τέλος μιας εποχής των «πολιτικών των κρίσεων». Ο Τσίπρας και το κόμμα του ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθαν στην εξουσία ως ψήφος διαμαρτυρίας εναντίον των κομμάτων που είχαν διαδεχθεί το ένα το άλλο στην εξουσία με το διάλειμμα ενός τεχνοκράτη στη μέση, από τότε που η Ελλάδα ζήτησε τη διάσωση το 2010. Στις μέρες του ΣΥΡΙΖΑ η Ελλάδα εξήλθε από το πρόγραμμα διάσωσης, αλλά η οικονομία συνέχισε να υποφέρει.

Το καλοκαίρι του 2015, ο Τσίπρας απείλησε τους δανειστές της Ελλάδας με ένα δημοψήφισμα για το πακέτο διάσωσης και προς στιγμήν το ενδεχόμενο του Grexit ήταν και πάλι στο τραπέζι. Οι Έλληνες ψηφοφόροι ήθελαν να απορρίψουν τους όρους, αλλά να διατηρήσουν το ευρώ. Μετά από αυτό, ο Τσίπρας έπρεπε να αλλάξει πρόσωπο και να τηρήσει τους όρους της διάσωσης της Ελλάδας. Αυτή τη φορά, η ψήφος στην Νέα Δημοκρατία, τη φιλική προς την αγορά παλιά φρουρά, είναι η διαμαρτυρία κατά του χειρισμού της οικονομίας και της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Για κάποιους στην Ευρώπη, ο μετασχηματισμός του Τσίπρας από αριστερό ριζοσπάστη σε ομαδικό παίκτη της Ευρωπαϊκής ομάδας που επιβάλλει την λιτότητα προσφέρει ένα μάθημα για το πώς οι λαϊκιστές γίνονται πιο μετριοπαθείς στην εξουσία, υπό την αυστηρή πειθαρχία των ευρωπαϊκών θεσμών και αγορών. Πρόκειται για ένα επικίνδυνο συμπέρασμα, σύμφωνα με την Catherine Fieschi, επικεφαλής του Counterpoint, ενός βρετανικού think tank. Η ελληνική κατάσταση ήταν ακραία και μοναδική. «Δεν νομίζω ότι η κατάσταση θα μπορούσε να αντιγραφεί σε όλο της το εύρος πλάτος», μου είπε η Fieschi. “Επιπλέον μας δίνει μια ψεύτικη αίσθηση ασφάλειας.” Ο Σαλβίνι της Ιταλίας θα γινόταν πιο μετριοπαθής μόνο εάν αυτό ήταν προς το δικό του συμφέρον είπε.

Και ενώ άλλες χώρες στην Ευρώπη διολισθαίνουν τώρα στον λαϊκισμό, η Ελλάδα έχει ήδη περάσει από αυτή τη φάση και τώρα φαίνεται έτοιμη να επιστρέψει πίσω στο κατεστημένο. Και αυτό μπορεί να είναι άλλο ένα μάθημα από την Ελλάδα: Τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν και να ξανα-αλλάξουν.