Κεραυνό εν αιθρία χαρακτήρισε στον ΘΕΜΑ 104,6 ο αντιπρόεδρος της ΑΔΕΔΥ την απόφαση της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας η οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, έκρινε κατά πλειοψηφία συνταγματικές τις περικοπές και την κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και του επιδόματος θερινής άδειας (13ος και 14ος μισθός) των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων, υπαλλήλων ΟΤΑ, ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ, κ.λπ.

Σύμφωνα με τον Δημήτρη Μπράτη η απόφαση ήταν «μη αναμενόμενη» και «όχι λογική».

Όπως εξήγησε «όταν το ΣΤ΄τμήμα του ΣτΕ βγάζει αντισυνταγματική την περικοπή με μεγάλη πλειοψηφία 6-1 και η απόφαση βγαίνει τον Δεκέμβριο, ήταν λογικό όλοι να αναμένουν στην Ολομέλεια ότι δεν ανατρέπεται».

Μεταφέροντας τα συναισθήματα των 610.000 δημοσίων υπαλλήλων που είχαν κάνει δικαστική προσφυγή «παρακινούμενοι από την απόφαση του ΣΤ΄ τμήματος του ΣτΕ», ο αντιπρόεδρος της ΑΔΕΔΥ έκανε λόγο για «απογοήτευση».

Υπενθύμισε ότι «ζητήσαμε πολιτική απόφαση από Τσακαλώτο να δώσει τα δώρα και δεν το έκανε» και διεμήνυσε ότι «κανένα σταμάτημα διεκδίκησης δεν θα γίνει». «Από σήμερα θα ζητήσουμε πολιτική απόφαση για να λυθεί το θέμα και να σταματήσουν να κοροϊδεύουν τον κόσμο ότι το δικαστήριο αποφάσισε και από την άλλη βγήκαμε από το Μνημόνιο» πρόσθεσε ο κ. Μπράτης.

Ο αντιπρόεδρος της ΑΔΕΔΥ τόνισε, δε, ότι «εκκρεμεί η απόφαση για την αντισυνταγμτικότητα του νόμου Κατρούγκαλου, η προσφυγή έγινε το 2016 και ακόμα δεν έχει βγει η απόφαση».

Η απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματος του ΣτΕ

Το ΣΤ΄ Τμήμα του ΣτΕ είχε κρίνει ότι η κατάργηση των δώρων-επιδομάτων αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.

Συγκεκριμένα, το ΣΤ΄ Τμήμα με τις υπ΄ αριθμ. 2626-2635/2018 αποφάσεις του είχε κρίνει ότι αναγνωρίζεται μεν ότι ο νομοθέτης εκτιμώντας τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες μπορεί να προβαίνει σε μείωση του βασικού μισθού ή των επιδομάτων στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος, ωστόσο «επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά περικοπή την αποδοχών, της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγόμενων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον με αυτήν, όχι περεταίρω μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών».

Η διάσκεψη της Ολομέλειας του ΣτΕ

Η συζήτηση των υποθέσεων στην Ολομέλεια του ΣτΕ είχε γίνει την 1ή Φεβρουαρίου 2019 και εισηγήτρια των υποθέσεων ήταν η σύμβουλος Επικρατείας Κωνσταντίνα Φιλοπούλου.

Όμως, πολύ σοβαρή οικογενειακή υπόθεσή της την ανάγκασε να απουσιάζει από το δικαστήριο και η πρόεδρος του ΣτΕ Κατερίνα Σακελλαροπούλου, όρισε νέα εισηγήτρια τη σύμβουλο Επικρατείας Ελένη Παπαδημητρίου η οποία και είχε ετοιμάσει 13σέλιδη εισήγηση για τη διάσκεψη.

Όμως, όπως έλεγαν σύμβουλοι της Επικρατείας τους προκάλεσαν εντύπωση ασυνήθιστες κινήσεις μέλος της συνθέσεως της Ολομέλειας το οποίο μεταπήδησε στο ΣτΕ από το Διοικητικό Εφετείο -όπως έχει δικαίωμα- το οποίο το περασμένο έτος είχε διατυπώσει επισήμως και εγγράφως την αντίθεσή του στην απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματος, υποστηρίζοντας τη συνταγματικότητα των περικοπών των δώρων.

Η εντύπωση που προκλήθηκε στους συμβούλους της Επικρατείας ήταν ότι ο εν λόγω συνάδελφός τους, όλη την περασμένη εβδομάδα, πριν την επίμαχη διάσκεψη, επισκεπτόταν τα γραφεία των συναδέλφων του που συμμετείχαν στην επίμαχη Ολομέλεια, διατυπώνοντας τις απόψεις του περί συνταγματικότητας των περικοπών των δώρων των δημοσίων υπαλλήλων και τους δημοσιονομικούς κινδύνους που θα υπάρξουν εάν χορηγηθούν τα δώρα.

Έτσι, την περασμένη Παρασκευή πραγματοποιήθηκε σε πνεύμα εντάσεων και εκνευρισμού η διάσκεψη της Ολομέλειας του ΣτΕ, κεκλεισμένων των θυρών, με πρόεδρο την κυρία Σακελλαροπούλου.

Η νέα εισηγήτρια που ορίστηκε, η Ελένη Παπαδημητρίου, τάχθηκε με τις θέσεις του ΣΤ΄ Τμήματος, δηλαδή, υπέρ των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι στην προκειμένη περίπτωση που απασχόλησε το δικαστήριο ήταν δικαστικοί υπάλληλοι που υπηρετούν εκτός Αθηνών.

Η κυρία Παπαδημητρίου με την εισήγησή της τάχθηκε υπέρ της αντισυνταγματικότητας των περικοπών των τριών δώρων και της αντίθεσης των περικοπών με το πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), το οποίο προστατεύει την περιουσία στην έννοια της οποία υπάγονται ο μισθός και η σύνταξη. Μάλιστα, η εισηγήτρια επικαλέστηκε και αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως και την Ευρωπαϊκή νομοθεσία.

Σε άλλο σημείο της εισήγησής της η Ελένη Παπαδημητρίου ανέφερε ότι «λόγω της αποτυχίας είσπραξης των προβλεπομένων φορολογικών εσόδων και των ανείσπρακτων οφειλών παρελθόντων ετών και της αδυναμίας προώθησης των διορθωτικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων του προγράμματος προσαρμογής, δεν αρκούν για να καταστήσουν συνταγματικά ανεκτές τις συγκεκριμένες περικοπές».

Και αυτό, συνεχίζει η εισηγήτρια, «γιατί ανεξαρτήτως του ότι το δημόσιο συμφέρον για την εξυπηρέτηση του οποίου επεβλήθησαν οι νέες μειώσεις, δεν ήταν τόσο έντονο όσο εκείνο που δικαιολογούσε την υιοθέτηση των αρχικών μέτρων των νόμων 3833/2010 και 3845/2012 που ελήφθησαν, κατά τις διαπιστώσεις του νομοθέτη, προ του κινδύνου άμεσης χρεωκοπίας και εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη, οι επίμαχες περικοπές συνιστούν μέτρα που λαμβάνονται μεν για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, επιβαρύνουν, όμως και πάλι, κατά παράβαση της κατ΄ άρθρο 25 παράγραφος 4 του Συντάγματος υποχρέωσης όλων των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, την ίδια κατηγορία πολιτών».

Περαιτέρω, σημειώνει η εισηγήτρια, «οι περικοπές αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που παρέχει δέσμη μέτρων για ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, προϋπόθεση, η οποία αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγω περικοπών».

Μάλιστα, η εισηγήτρια επικαλούμενη απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (4327/2014), σημειώνει ότι «η συνταγματικότητα των μέτρων αυτών δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στη μεγαλύτερη της αναμενόμενης ύφεση της Ελληνικής οικονομίας, η οποία κατέστη μεν επιβεβλημένη τη λήψη νέων μέτρων, όχι όμως και αναγκαίως τη εκ νέου περιστολή του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, ούτε στην αυξημένη αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, η οποία ωστόσο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατ΄ επανάληψη επιβάρυνση των ίδιων προσώπων».

Παρ΄ όλα αυτά, κατά τη διάσκεψη της Ολομέλειας του ΣτΕ επιτεύχθηκε πλειοψηφία υπέρ της συνταγματικότητας της κατάργησης των τριών δώρων των δημοσίων υπαλλήλων, με αποτέλεσμα να κλείσει το ζήτημα της αναδρομικής καταβολής τους στους εργαζόμενους στο Δημόσιο τομέα, τους ΟΤΑ, κ.λπ.
Υπενθυμίζεται ότι η Ολομέλεια του ΣτΕ το έτος 2015 με την υπ΄ αριθμ. 2287/2015 απόφασή της είχε κρίνει αντισυνταγματικό το νόμο 4093/2012 με αφορμή τις περικοπές των συντάξεων που είχαν γίνει.