Μια γρήγορη και χαοτική ενεργειακή μετάβαση θα προκαλέσει στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες οικονομικό κίνδυνο συγκρίσιμο με την κρίση που αντιμετώπισαν οι αμερικάνικες τράπεζες το 2008, όπως αναφέρει το Bloomberg.

Οι 11 μεγαλύτερες τράπεζες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των BNP Paribas SA, Deutsche Bank AG και UniCredit SpA, έχουν 532 δισεκατομμύρια ευρώ (648 δισεκατομμύρια δολάρια) σε επενδύσεις και δάνεια χρηματοδοτώντας τα πάντα, από την εξόρυξη έως τη μεταφορά ορυκτών καυσίμων, ποσό που αντιστοιχεί στο 95% του συνολικού κεφαλαίου CET1, σύμφωνα με μια έκθεση από μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, όπως τα Τhink tank Rousseau Institute, Friends of the Earth France και άλλοι. Μια ξαφνική πτώση της αξίας αυτών των «περιουσιακών στοιχείων ορυκτών καυσίμων» θα μειώσει την ικανότητα των τραπεζών να απορροφήσουν τις απώλειες και θα μπορούσε ακόμη και να τις καταστήσει ευάλωτες σε πτώχευση, ανέφεραν οι ερευνητές.

Ενώ το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο άνθρακας τροφοδότησαν την οικονομική ανάπτυξη από τη βιομηχανική επανάσταση, το επίπεδο διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα είναι σε επίπεδα ρεκόρ. Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι για να αποφευχθούν οι καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και να επιτευχθεί ο στόχος της Συμφωνίας του Παρισιού για τη διατήρηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου, οι εκπομπές θα πρέπει να μειωθούν στο μισό έως το τέλος αυτής της δεκαετίας και να φτάσουν στο μηδέν έως το 2050.

Για τις τράπεζες, ο κίνδυνος είναι ότι τα περιουσιακά στοιχεία που συνδέονται με τα ορυκτά καύσιμα πέφτουν σε αξία και πιθανώς στερούνται ρευστότητας, καθώς οι επιχειρηματικές δραστηριότητες που δε συμμορφώνονται με τους κλιματικούς στόχους εγκαταλείπονται. «Η υποτίμηση αυτών των περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν οι τράπεζες, μετά την αναπόφευκτη οικολογική μετάβαση, θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντική αναταραχή ή ακόμη και να δημιουργήσει μια νέα οικονομική κρίση», σύμφωνα με την έκθεση. «Η απώλεια αξίας, ανεξάρτητα από την ταχύτητα, θα μπορούσε να θέσει τις τράπεζες σε κατάσταση πτώχευσης».

Έτσι, τα λεγόμενα λανθάνοντα περιουσιακά στοιχεία «αντικατοπτρίζουν την κρίση στεγαστικών δανείων του 2008», κατά την έκθεση. Εάν τα περιουσιακά στοιχεία ορυκτών καυσίμων έχαναν το 80% της αξίας τους, όπως συνέβη με την τιμή των ενυπόθηκων ομολόγων που τιτλοποιούσαν τα σπίτια χαμηλής ποιότητας κατά την τελευταία οικονομική κρίση, η Credit Agricole SA και η Societe Generale SA της Γαλλίας δεν θα είχαν επαρκή ίδια κεφάλαια για να καλύψουν τις απώλειές τους, ενώ τα ίδια κεφάλαια της Γερμανικής Deutsche Bank AG και της Commerzbank AG θα είχαν σχεδόν εξαντληθεί, αναφέρει η έκθεση.

Τα περιουσιακά στοιχεία ορυκτών καυσίμων αντιστοιχούν στο 131% του κεφαλαίου CET1 της Credit Agricole, στο 109% της Deutsche Bank και στο 68% της ισπανικής Banco Santander SA, σύμφωνα με την έρευνα. Και αυτό είναι μόνο η «κορυφή του γιγαντιαίου παγόβουνου» όταν πρόκειται για την πιθανή έκθεση των τραπεζών στον κίνδυνο μετάβασης από άλλες βιομηχανίες.

Όλες οι κορυφαίες τράπεζες της Ευρώπης έχουν δεσμευτεί να επιτύχουν καθαρές εκπομπές ρύπων στις δραστηριότητές τους και έχουν αυξήσει τις πράσινες επενδύσεις τους. Για τους συντάκτες της έκθεσης, αυτό δεν αρκεί. Ο τραπεζικός τομέας είναι απίθανο να κινηθεί αρκετά γρήγορα ώστε να εγκαταλείψει τον άνθρακα χωρίς κινητοποίηση από κυβερνήσεις και χρηματοοικονομικές ρυθμιστικές αρχές, δήλωσαν.

Η έκθεση ζητά κανονισμούς που να στοχεύουν στην απαγόρευση των τραπεζών να κάνουν νέες επενδύσεις σε άνθρακα, πετρέλαιο και φυσικό αέριο, στον τερματισμό της νομισματικής πολιτικής που υποστηρίζει τα ορυκτά καύσιμα, στην ανάπτυξη εθνικών και πανευρωπαϊκών κανονισμών που θα υποχρεώνουν τις τράπεζες να ευθυγραμμίσουν τις δραστηριότητές τους με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού, και στη σύσταση μιας «bad bank» ορυκτών καυσίμων που θα αφαιρέσει τα λανθάνοντα περιουσιακά στοιχεία από τους ισολογισμούς τους.

«Αν προσπαθήσουν να κρυφτούν πίσω από την ανάπτυξη μιας λεγόμενης βιώσιμης χρηματοδότησης που μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε ‘πράσινη απάτη’, δεν θα εξαφανιστούν μαγικά οι εκπομπές ορυκτών καυσίμων ούτε ο οικονομικός κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν», δήλωσε ο Paul Schreiber, από το Reclaim Finance. «Η ισχυρή δημοσιονομική ρύθμιση είναι απαραίτητη τόσο για την ενεργειακή μετάβαση όσο και την αντιμετώπιση των κλιματικών κινδύνων».