Η ελληνική αγορά ενέργειας τα τελευταία χρόνια έχει προσελκύσει σημαντικό αριθμό ξένων funds, κάτι που οδήγησε να κλείσουν επιχειρηματικά deals και να ολοκληρωθούν συναλλαγές σε διαρκώς υψηλότερες αποτιμήσεις. Σε αντίθεση με το σχετικά πρόσφατο παρελθόν, όταν δηλαδή πολλά funds και όχι μόνο λειτουργούσαν ως έναν βαθμό βραχυπρόθεσμα, εξασφάλιζαν δηλαδή ένα χαρτοφυλάκιο αδειών τις οποίες στη συνέχεια μεταπουλούσαν για να καταγράψουν υπεραξίες, εδώ και λίγα χρόνια η εικόνα έχει διαφοροποιηθεί θεαματικά.

Η είσοδος μεγάλων και γνωστών παικτών, σε συνδυασμό με τις σοβαρές επενδύσεις που υλοποιούν σταθερά οι εγχώριοι επιχειρηματικοί όμιλοι, «ανέβασε κατηγορία» την Ελλάδα στη διεθνή ενεργειακή αγορά. Κοιτώντας τη μεγάλη εικόνα, σε αυτό συνέτεινε ένα καθοριστικό γεγονός που ευνόησε την Ελλάδα. Η επανάσταση της καθαρής ή πράσινης ενέργειας σε παγκόσμια κλίμακα έφερε στο προσκήνιο και την Ελλάδα, δεδομένου ότι, παρά τις αγκυλώσεις και τα εμπόδια δεκαετιών, λόγω ανέμου και ήλιου, συγκαταλέγεται στις πλέον προνομιούχες περιοχές διεθνώς.

Ταυτόχρονα, υπήρξαν δύο καταλυτικές συγκυρίες. Πρώτον, η επανάσταση της «καθαρής ενέργειας» συνέπεσε με την αλλαγή πολιτικού σκηνικού, η οποία έβγαλε την Ελλάδα από μια πολιτική και οικονομική στενωπό και απομάκρυνε το country risk δημιουργώντας σαφώς ελκυστικότερες επενδύσεις. Ως αποτέλεσμα αυτού, οι ξένες τράπεζες ξεκίνησαν να παρέχουν χρηματοδότηση σε διεθνείς ομίλους για projects στη χώρα μας. Συγχρόνως, κομβικό ρόλο είχε η μείωση των τιμών για εξοπλισμό (για ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά κ.λπ.), οι καλές τιμές ανά μεγαβατώρα σε σχέση με την ώριμη ενεργειακά Ευρώπη και, βέβαια, η στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης να αναδείξει την αγορά της ενέργειας στην Ελλάδα, οι χειρισμοί στην υπόθεση της ΔΕΗ που τα προηγούμενα χρόνια κινδύνευσε ακόμη και με πτώχευση, καθώς και μια σειρά θεσμικών παρεμβάσεων για την προσέλκυση επενδυτών και την άρση γραφειοκρατικών εμποδίων.

Δεύτερον, σε παγκόσμιο επίπεδο υπήρξε appetite (λόγω και της αυξημένης ρευστότητας που υπήρχε προ του πολέμου στην Ουκρανία) για ενεργειακές υποδομές και επενδύσεις, κάτι που οδήγησε στο να πραγματοποιούνται εξαγορές και επιχειρηματικές συμφωνίες σε διαρκώς υψηλότερες αποτιμήσεις. Η ενέργεια έγινε «σέξι» διεθνώς, τα μεγάλα επενδυτικά σπίτια αναζητούσαν ενεργειακά assets, υποδομές και ευκαιρίες, κάτι που μαζί με όλους τους παραπάνω λόγους έφερε στο προσκήνιο και την Ελλάδα.

Ο διαγωνισμός για τον ΔΕΔΔΗΕ

Προς επίρρωσιν όλων αυτών, έμπειρο στέλεχος της ενεργειακής αγοράς αναφέρει τον διαγωνισμό για την πώληση του 49% του Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ) από τη ΔΕΗ. Στη δεύτερη φάση του διαγωνισμού το «παρών» έδωσαν τεράστιου μεγέθους funds και πολύ ισχυροί ενεργειακοί παίκτες και συγκεκριμένα οι Adrian (103 δισ. δολάρια υπό διαχείριση), η British Columbia Investment Management Corporation (199 δισ. δολάρια υπό διαχείριση), η BlackRock (διαχειρίζεται κεφάλαια 9 τρισ. δολαρίων), το CVC Capital Partners (123 δισ. δολάρια σε διαχείριση), η F2i (5 δισ. δολάρια), η First Sentier Investors (180 δισ. δολάρια), το KKR (471 δισ. δολάρια), η Macquarie (συνολικά κεφάλαια στο χαρτοφυλάκιο ύψους 420 δισ. δολαρίων) και το Oak Hill (57 δισ. δολάρια).

Τα 2,1 δισ. (σε όρους enterprise value) που προσέφερε ο κολοσσός των ενεργειακών υποδομών Macquarie για να αποκτήσει το 49% του ΔΕΔΔΗΕ, εκτός του ότι αποτελεί τη μεγαλύτερη αποκρατικοποίηση που έχει γίνει ποτέ στη χώρα μας, παράλληλα ήταν την περίοδο εκείνη η υψηλότερη αποτίμηση για μειοψηφικό πακέτο δικτύου ενέργειας στην Ευρώπη. Το αυστραλιανό fund επικράτησε πολύ μεγάλων ονομάτων, όπως το CVC Capital, το KKR και η First Sentier, που επίσης είχαν καταθέσει δεσμευτικές προσφορές για το ΔΕΔΔΗΕ.

Η Macquarie είναι μία από τις 10 μεγαλύτερες εταιρείες της Αυστραλίας, εισηγμένη στο Χρηματιστήριο του Σίδνεϊ με κεφαλαιοποίηση 48 δισ. ευρώ. Ιδρύθηκε το 1969, απασχολεί πάνω από 16.000 υπαλλήλους σε 32 χώρες και αποτελεί τον μεγαλύτερο διαχειριστή παγίων υποδομών σε ολόκληρο τον κόσμο.
Εχει τοποθετηθεί σε ενεργειακά δίκτυα στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Φιλανδία, στη Γερμανία και την Ισπανία, ενώ πέραν του ΔΕΔΔΗΕ στην Ελλάδα έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για το Διεθνές Αεροδρόμιο Αθηνών, τη ΔΕΠΑ Υποδομών και την Αττική οδό.

Στην εγχώρια ενεργειακή αγορά έχει εισέλθει και η CVC Capital Partners, το γνωστό fund που αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους ξένους επενδυτές στη χώρα μας. Το CVC συμμετείχε στην ΑΜΚ της ΔΕΗ και δαπάνησε 343,8 εκατ. ευρώ για να αποκτήσει το 10% της Επιχείρησης. Οι επενδύσεις του CVC στην ελληνική αγορά ξεπερνούν το 1,5 δισ. ευρώ, έχοντας στρατηγικά τοποθετηθεί στους κλάδους της υγείας, των ασφαλειών, των τροφίμων, του ηλεκτρονικού εμπορίου και του τουρισμού.

Η εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων Copenhagen Infrastructure Partners (CIP) περιλαμβάνεται επίσης στα πολύ μεγάλα ονόματα ξένων επενδυτών που έχουν επεκτείνει την παρουσία τους στην Ελλάδα. Η CIP ειδικεύεται σε επενδύσεις σε ενεργειακές υποδομές και ιδιαίτερα στις ανανεώσιμες πηγές και στον τομέα της πράσινης ανάπτυξης. Στην Ελλάδα συνεργάζεται με τη MYTILINEOS με στόχο την ανάπτυξη υπεράκτιων αιολικών πάρκων σε θαλάσσιες περιοχές της χώρας. Η CIP συνδέεται με την Copenhagen Offshore Partners (COP), η οποία θα είναι ο κύριος κατασκευαστής για όλα τα έργα που θα αναπτυχθούν στο πλαίσιο της συνεργασίας με τη MYTILINEOS. Στα υπεράκτια αιολικά πάρκα έχουμε επίσης την παρουσία της Ocean Winds (σύμπραξη της πορτογαλικής EP Renewables και της γαλλικής Engie) που έχει υπογράψει συμφωνία με την ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή.

Παρουσία που διαρκώς ενισχύεται έχει και ο επενδυτικός όμιλος Aquila Capital, με έδρα στο Αμβούργο που επικεντρώνεται στην ανάπτυξη και διαχείριση ΑΠΕ και έργων βιώσιμων υποδομών και ο οποίος σκανάρει την Ελλάδα και τις επόμενες μέρες αναμένεται να έχει συναντήσεις στην Αθήνα με μεγάλο ενεργειακό όμιλο. Διαθέτει υπό διαχείριση κεφάλαια ύψους 13,3 δισ. ευρώ, παρουσία σε 13 χώρες και χαρτοφυλάκιο ενεργειακών projects (αιολικά, φωτοβολταϊκά, υδροηλεκτρικά κ.ά.) με συνολική ισχύ άνω των 13 GW. Επιπλέον, έχει σε φάση λειτουργίας, κατασκευής ή ανάπτυξης βιώσιμα ακίνητα και πράσινα logistics 1,8 εκατομμυρίων τετραγωνικών μέτρων. Η Aquila Capital ιδρύθηκε το 2001 από τους Ντίτερ Ρεντς και Ρόμαν Ρόσλενμπροϊχ, ενώ το 2019 η ιαπωνική επενδυτική τράπεζα Daiwa Securities απέκτησε το 40%.

Από τα πρώτα funds που αναζήτησαν επενδυτικές ευκαιρίες στην ελληνική ενεργειακή αγορά ήταν και το Fortress που πλέον ανήκει στον ιαπωνικό γίγαντα Softbank. Προ τετραετίας (μαζί με τη Nostira του Λουκά Λαζαράκη, πρώην επικεφαλής της EDF Hellas) είχε αποκτήσει το χαρτοφυλάκιο σε ΑΠΕ της Libra και προ ενός έτους περίπου είχε προχωρήσει σε πώλησή τους. Μάλιστα γι’ αυτό το χαρτοφυλάκιο ενδιαφέρον είχε επιδείξει και το καναδικό fund Cubico, ένα ακόμη γνωστό όνομα που «βλέπει» Ελλάδα. Managing Partner του Fortress που σήμερα έχει υπό διαχείριση κεφάλαια 55 δισ. δολαρίων είναι ο ελληνικής καταγωγής Ντιν Ντακόλιας, ο οποίος έχει χειριστεί σημαντικές επενδυτικές συμφωνίες στην Ελλάδα.

Ενεργειακή επένδυση αναζητά και η BC Partners, ένα από τα μεγαλύτερα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια παγκοσμίως, με υπό διαχείριση κεφάλαια άνω των 25 δισ. ευρώ και επενδύσεις σε 18 χώρες και 124 εταιρείες η αξία των οποίων υπερβαίνει τα 161 δισ. ευρώ. Το BC Partners, στο οποίο επικεφαλής είναι ο κ. Νίκος Σταθόπουλος, τα τελευταία 15 χρόνια έχει επενδύσει στην Ελλάδα πάνω από 4 δισ. ευρώ. Όπως έχει αναφέρει το newmoney, σε εξέλιξη βρίσκονται οι συζητήσεις με την Intrakat, με αντικείμενο τη δραστηριότητα των ΑΠΕ της ελληνικής εταιρείας. Στην ίδια κατεύθυνση είναι και η First Sentier, το αυστραλιανό fund με μέτοχο τη Mitsubishi UFJ Trust and Banking Corporation, που διαθέτει συμμετοχές αξίας 180 δισ. δολαρίων σε υποδομές όπως το δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρισμού και διανομής φυσικού αερίου στη Σουηδία, τα ενεργειακά δίκτυα της Φινλανδίας και της Γερμανίας, αλλά και σε εταιρεία ύδρευσης στη Μεγάλη Βρετανία.

Οι Αραβες που ψηφίζουν Ελλάδα

Κραταιά θέση μεταξύ των επενδυτών που τοποθετούνται στα ελληνικά ενεργειακά assets έχει και η Mubadala. Πρόκειται για το sovereign fund των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων που διαχειρίζεται assets ύψους περίπου 243 δισ. δολαριών είναι και το δεύτερο σε εμβέλεια κρατικό επενδυτικό ταμείο των Εμιράτων. Το 2018 το Mubadala είχε μπει για πρώτη φορά στην ελληνική αγορά, συμπράττοντας με την Αναπτυξιακή Τράπεζα Επενδύσεων, ενώ στη συνέχεια εξαγόρασε τις Ανδρομέδα, Νηρέα και Σελόντα για να δημιουργήσει ένα μεγάλο ευρωπαϊκό σχήμα στις ιχθυοκαλλιέργειες. Μέσω της Masdar, οι Αραβες είχαν επίσης συμφωνήσει για την ανάπτυξη σε κοινοπραξία με τη φινλανδική Taaleri Energia, ηλιακό φωτοβολταϊκό έργο 65 MW στη Βοιωτία. Το έργο θα υλοποιηθεί από την κοινοπραξία των δύο εταιρειών, Masdar – Taaleri Generation (MTG), που αποτελεί όχημα ανάπτυξης νέων έργων AΠE στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη. Στο project συμμετέχουν επίσης ο όμιλος Κωνσταντακόπουλου και ο όμιλος Βασιλάκη μέσω της Autohellas.

Μόλις πρόσφατα και μετά την επίσκεψη του πρωθυπουργού στα ΗΑΕ και τη συνάντησή του με τον διάδοχο του εμιρατινού θρόνου Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ αλ Ναγιάν, η Masdar συμφώνησε με τη Motor Oil για την πιθανή ανάπτυξη υπεράκτιων πάρκων παραγωγής αιολικής ενέργειας στην Eλλάδα. Σημειωτέον ότι η Motor Oil υπέγραψε και μια στρατηγική συμφωνία-πλαίσιο με την Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου του Aμπού Ντάμπι (ADNOC) για διερεύνηση ευκαιριών παροχής φορτίων υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στην Ελλάδα, η οποία συμπεριλαμβάνει τη μονάδα FSRU της θυγατρικής του ομίλου Διώρυγα Gas στους Aγιους Θεοδώρους.

Στην ελληνική ενεργειακή αγορά με μικρότερες ή μεγαλύτερες τοποθετήσεις το «παρών» έχουν δώσει και άλλα γνωστά funds, μεταξύ των οποίων η Blackstone, το Carlyle, η Bain Capital, το Oaktree Capital Management, η BlackRock, το HIG Capital Management, το Bridgepoint Capital Management, το Polunin, η Hosking Partners, το State Street Global Advisor, η Amiral Gestion, η River & Mercantile κ.ά.

Διαβάστε ακόμη:

YΠΕΝ: Ανασταίνει τον αγωγό East Med – Πρώτη θετική εισήγηση για την προκαταρκτική περιβαλλοντική μελέτη του έργου

Η επιχειρηματίας πίσω από την ελληνική γραβάτα του κυρίου Μπαϊντεν-όπουλου

Λέον Αβιγκάδ (Brown Hotels): «H πλατεία Ομονοίας θα γίνει το νέο Soho» (pics)