Στα επιτόκια και τον πληθωρισμό στρέφεται και πάλι το ενδιαφέρον διεθνώς, καθώς αναμένονται τις επόμενες ημέρες οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης και των ΗΠΑ για τη νομισματική πολιτική.

Στις μεν ΗΠΑ είναι πιθανόν η ομοσπονδιακή τράπεζα (FED) να σταματήσει τις αυξήσεις επιτοκίων και να τα διατηρήσει στο 5-5,25%, αλλά στην ευρωζώνη είναι πολύ πιθανόν η ΕΚΤ να προχωρήσει σε νέα αύξηση κατά 0,25 της μονάδας, ανεβάζοντας στο 3,75% το επιτόκιο «βαρόμετρο» με το οποίο αποδέχεται καταθέσεις από τις εμπορικές τράπεζες.

Η αγορά προεξοφλεί ακόμη ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει και σε δεύτερη αύξηση, κατά 0,25 της μονάδας τον Ιούλιο, παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία έδειξαν ότι η οικονομία της ευρωζώνης μπήκε σε ύφεση (-0,1% μεταβολή του ΑΕΠ) το πρώτο τρίμηνο, αφού η εκτίμηση είναι ότι η εξέλιξη θα είναι παροδική.

Η ΕΚΤ φαίνεται ότι επιμένει στις αυξήσεις επιτοκίων, για δύο λόγους, ο ένας οικονομικός και ο άλλος πολιτικός.

Ο οικονομικός λόγος είναι ότι ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη υποχώρησε μεν στο 6,1% τον περασμένο Μάιο (από 10,6% που ήταν τον περασμένο Οκτώβριο), αλλά βρίσκεται ακόμα υψηλότερα από ότι στις ΗΠΑ, όπου έχει πέσει στο 4,9%. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι ο λεγόμενος «πυρήνας» του πληθωρισμού ή και «δομικός πληθωρισμός» υποχώρησε μεν στο 5,3% από 5,6% τον Απρίλιο, αλλά βρίσκεται ακόμα σε επίπεδο που δείχνει ότι οι πληθωριστικές πιέσεις δεν έχουν υποχωρήσει,

Ο δομικός πληθωρισμός δείχνει το ρυθμό αύξησης των τιμών χωρίς τα καύσιμα και τα τρόφιμα, και το γεγονός ότι βρίσκεται στο 5,3% δείχνει ότι οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές έχουν διαχυθεί στην αγορά και δεν εξαρτώνται πλέον από την ακριβή ενέργεια.

Μετά δηλαδή το κύμα ανατιμήσεων που προκάλεσε η ακριβή ενέργεια, η αγορά έχει προσαρμοστεί, οι επιχειρήσεις ανεβάζουν τις τιμές τους και οι εργαζόμενοι διεκδικούν υψηλότερες αμοιβές, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας δεύτερος κύκλος πληθωριστικών πιέσεων, ο οποίος, από ότι φαίνεται βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.

Το φαινόμενο αυτό δίνει επιχειρήματα στα μέλη εκείνα του συμβουλίου της ΕΚΤ που υποστηρίζουν την σκληρή γραμμή, τα λεγόμενα «γεράκια», όπως κατ΄εξοχήν ο πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας Γιοακίμ Νάγκελ ο οποίος με κάθε ευκαιρία ζητά να μην σταματήσουν οι αυξήσεις επιτοκίων.

Το ζήτημα, βέβαια, είναι κατ΄εξοχήν πολιτικό και εκεί βρίσκεται και ο δεύτερος λόγος πίσω από τις αυξήσεις επιτοκίων.

Η ΕΚΤ και κυρίως η πρόεδρός της Κριστίν Λαγκάρντ κατηγορούνται ότι καθυστέρησαν να αντιληφθούν το πρόβλημα του πληθωρισμού και να αντιδράσουν. Το ίδιο βέβαια συνέβη και στις ΗΠΑ, αλλά η Κριστίν Λαγκάρντ μέχρι και πριν ένα χρόνο επέμενε ότι η άνοδος των τιμών ήταν παροδική, αλλά και ότι η αύξηση των επιτοκίων δεν θα είχε αποτέλεσμα, καθώς δεν θα έλυνε το πρόβλημα των ακριβών καυσίμων.

Οι δηλώσεις αυτές αποδείχθηκαν τελείως άστοχες και είναι πιθανόν ότι η Κριστίν Λαγκάρντ αλλάζει τώρα τη στάση της, υιοθετώντας τη σκληρή γραμμή για να αντισταθμίσει τα προηγούμενα λάθη.

Η κατάσταση αυτή έχει αρχίσει να τροφοδοτεί κριτική για την ΕΚΤ και τον βαθμό ανεξαρτησίας της από πολιτικές πιέσεις, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή του καταστατικού της.

Το γεγονός είναι ότι η αύξηση των επιτοκίων είναι ένα επώδυνο και αντιδημοφιλές «φάρμακο» για τα επιτόκια, αφού η αύξησή τους περιορίζει τη ρευστότητα, συμπιέζει την οικονομική δραστηριότητα και προκαλεί αύξηση της ανεργίας και μείωση των επιχειρηματικών κερδών. Επομένως, η απόφαση να μην αυξηθούν πιο νωρίς τα επιτόκια, πιθανώς να είχε και πολιτικά ελατήρια, όπως υποστηρίζουν κάποιοι αναλυτές.

H κριτική αυτή κατά καιρούς απευθύνεται ειδικά στην Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία έχει χαρακτηριστεί πιο «πολιτική» και λιγότερο τεχνοκρατική από τον προκάτοχό της Μάριο Ντράγκι. Κατά καιρούς, μάλιστα, κυκλοφορούν και φήμες για ενδιαφέρον της κυρίας Λαγκάρντ για την γαλλική πολιτική και για πιθανή διεκδίκηση της γαλλικής προεδρίας μετά τον Εμανουέλ Μακρόν.

Κάποιοι επιδοκιμάζουν τις θέσεις που έχει διατυπώσει κατά καιρούς η κυρία Λαγκάρντ ότι η ΕΚΤ πρέπει να έρθει πιο κοντά στους πολίτες, οι οποίοι αισθάνονται αποκομμένοι από τις αποφάσεις της.

Κάποιοι άλλοι, όμως, υποστηρίζουν ότι η κυρία Λαγκάρντ, όντας νομικός η ίδια, δεν έχει το απαραίτητο τεχνοκρατικό υπόβαθρο ώστε να συμμετάσχει στη διαμόρφωση της νομισματικής πολιτικής αλλά και για να την «περάσει» προς τα έξω επικοινωνώντας με τις αγορές.

Διαβάστε ακόμη

«Ταύροι» στην Wall Street, «αρκούδες» στην οικονομία – Το απίθανο σενάριο που έγινε πραγματικότητα

Έρχεται ο νέος σταθμός υπεραστικών λεωφορείων στον Ελαιώνα και θα μοιάζει με μικρό αεροδρόμιο

O πόλεμος των φαρμακευτικών για το αδυνάτισμα: Eli Lilly εναντίον J&J

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ