Θετικές εκτιμήσεις για την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας το 2020 καταγράφουν οι αναλυτές της Alpha Bank στην έκθεσή τους. Επίσης εξετάζουν ποιες παράμετροι θα την ενισχύσουν την επόμενη χρονιά.

Ττο εβδομαδιαίο δελτίο της τράπεζας αναφέρει:

Η ανακοίνωση από την ΕΛΣΤΑΤ των στοιχείων για την εξέλιξη του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, κατά το πρώτο εννεάμηνο του τρέχοντος έτους, επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η επίδραση της επιβράδυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας στην οικονομική δραστηριότητα στη χώρα μας υπεραντισταθμίστηκε από την ισχυρή δυναμική που υπαγορεύουν οι εγχώριες οικονομικές εξελίξεις. Στο παρόν δελτίο, αναλύουμε τα μακροοικονομικά μεγέθη που διαμορφώνουν την τρέχουσα οικονομική συγκυρία και παράλληλα επιχειρούμε να αξιολογήσουμε τους βασικούς παράγοντες που αναμένεται να στηρίξουν την ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας μεσοπρόθεσμα.

Ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης ανήλθε σε 2,3%, σε ετήσια βάση, το τρίτο τρίμηνο του 2019 (στοιχεία με εποχική και ημερολογιακή διόρθωση), έναντι χαμηλότερης αύξησης 2,0%, το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι (Γράφημα 1). Η αύξηση αυτή προήλθε, πρωτίστως, από τη συμβολή των καθαρών εξαγωγών (+4,3 εκατοστιαίες μονάδες), παρά την επιβράδυνση της οικονομίας της Ευρωζώνης, καθώς οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 9,5%, σε ετήσια βάση, ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές μειώθηκαν κατά 2,9%. Η άνοδος των εξαγωγών στηρίχτηκε, κυρίως, στην ανοδική πορεία του τουρισμού, αφού οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν στο τρίτο τρίμηνο του 2019, κατά 14,5%, σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2018. Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι ότι ο τριμηνιαίος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ διατήρησε θετικό πρόσημο και το τρίτο τρίμηνο του 2019 (+0,6%). Επιπλέον, αναθεωρήθηκαν, επί τα βελτίω, τα στοιχεία του πρώτου και δεύτερου τριμήνου του 2019 (+1,4% από +1,1% και +2,8% από +1,9%, σε ετήσια βάση, αντίστοιχα), με αποτέλεσμα, στο εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2019, η συνολική αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ να ισούται με 2,2%. Η ανοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας κατά τους πρώτους εννέα μήνες του έτους και ιδιαίτερα στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο, συμβαδίζει με τις υψηλές προσδοκίες, όπως αυτές αντανακλώνται στο Δείκτη Οικονομικού Κλίματος.

Εκτιμήσεις για την Αναπτυξιακή Δυναμική της Ελληνικής Οικονομίας το 2020: Προσδιοριστικοί Παράγοντες, Κίνδυνοι και Δυνητικοί Θετικοί Καταλύτες

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Economic Forecast, Autumn 2019), ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 1,8% το 2019 και 2,3% το 2020, ενώ οι αντίστοιχες εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών (Κρατικός Προϋπολογισμός 2020) είναι υψηλότερες (2019: 2,0%, 2020: 2,8%),

Οι βασικοί παράγοντες για την επίτευξη υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης, που θα στηρίξουν τη μεσοπρόθεσμη δυναμική της εγχώριας οικονομίας, είναι οι εξής:

Πρώτον, η μειωμένη αβεβαιότητα, όπως αντανακλάται στους δείκτες καταναλωτικής εμπιστοσύνης και επιχειρηματικού κλίματος, οι οποίοι προσεγγίζουν τα υψηλότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί, από το 2000 και από το 2008, αντίστοιχα. Επιπλέον, το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου έχει μειωθεί εντυπωσιακά, τόσο λόγω των αρνητικών αποδόσεων που επικρατούν στο διεθνές χρηματοοικονομικό περιβάλλον, όσο και της βελτίωσης του prοfile του ελληνικού χρέους (βλ. Εβδομαδιαίο Δελτίο της 11.7.2019).

Δεύτερον, η αλλαγή στη σύνθεση της δημοσιονομικής πολιτικής, με μείωση των φορολογικών συντελεστών σε ακίνητη περιουσία, επιχειρηματικά κέρδη, ασφαλιστικές εισφορές, μερίσματα και τον ΦΠΑ, όπως ενσωματώθηκαν στον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2020.

Τρίτον, οι μεταρρυθμίσεις μέσω του Αναπτυξιακού Νόμου, που περιλαμβάνει σειρά παρεμβάσεων για την απλοποίηση των γραφειοκρατικών διαδικασιών στο επιχειρείν και κίνητρα για επενδύσεις.

Επιπρόσθετα των ανωτέρω παραγόντων, οι θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία δύνανται να ενισχυθούν έτι περαιτέρω από δύο εν δυνάμει ευνοϊκές εξελίξεις:

• Την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας για το ελληνικό Δημόσιο, η οποία θα αναβαθμίσει περαιτέρω το επενδυτικό προφίλ της χώρας μας και θα επιταχύνει την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων.

• Την αξιοποίηση των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους οι κεντρικές τράπεζες και η ΕΚΤ (ANFAs και SMPs), με σκοπό τη χρηματοδότηση επιχειρηματικών επενδύσεων, αντί για την αποπληρωμή του χρέους. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να συμβάλλει σημαντικά στην πραγματοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων και στην πλήρη εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Σύμφωνα με την 4η Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας, η επιστροφή των κερδών από ANFAs και SMPs αναμένεται να διαμορφωθεί στο ύψος περίπου των €1.280 εκατ., ετησίως, μέχρι το 2022. Με βάση την ανωτέρω υπόθεση και λαμβάνοντας υπόψη τις χρονικές υστερήσεις στην υλοποίηση των επενδύσεων, καθώς και την πολλαπλασιαστική επίδραση των δημοσίων επενδύσεων στην οικονομική μεγέθυνση, η ενσωμάτωση των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα δύναται να έχει μια επίπτωση της τάξης του 0,3% του ΑΕΠ, ετησίως, κατά μέσο όρο, την επόμενη διετία (2020-2021).

Οι ευνοϊκές εξελίξεις που προαναφέρθηκαν ενδέχεται να αντισταθμιστούν, εν μέρει, από την κλιμάκωση των εξωτερικών κινδύνων, όπως αυτοί ορίζονται από την πτώση της μεταποίησης -κυρίως της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας- του ρυθμού μεγέθυνσης της Ευρωζώνης και την αυξανόμενη αβεβαιότητα από το Brexit και τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας. Σε αυτές θα πρέπει να συμπεριληφθούν και οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις, όσον αφορά την επιδείνωση των μεταναστευτικών/προσφυγικών ροών και την αύξηση των διεκδικήσεων της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ανάλυση των Συνιστωσών της Ενεργού Ζήτησης

Σύμφωνα με τα τριμηνιαία εποχικά διορθωμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι καθαρές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αποτέλεσαν το βασικό πυλώνα της οικονομικής μεγέθυνσης της χώρας κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2019, όπως και το 2018, παρά την επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας, που είναι ο κύριος εμπορικός εταίρος της Ελλάδας. Η θετική συμβολή των καθαρών εξαγωγών στην αύξηση του ΑΕΠ, στο διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2019, ανήλθε σε 1,1 ποσοστιαίες μονάδες (Γράφημα 2). Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 6,6%, σε ετήσια βάση, ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές αυξήθηκαν με μικρότερο ρυθμό, κατά 3,3%. Η αύξηση των εξαγωγών στηρίχθηκε, κυρίως, στην πολύ καλή επίδοση του τουρισμού, με τις εξαγωγές υπηρεσιών να έχουν αυξηθεί στο πρώτο εννεάμηνο του έτους κατά 10,8%, σε ετήσια βάση, ενώ οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 3,3% (Γράφημα 3).

Σημαντική επίσης ήταν η συμβολή της δημόσιας καταναλωτικής δαπάνης, η οποία σημείωσε ετήσια άνοδο 3% την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2019, συμβάλλοντας θετικά στην αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,6 της εκατοστιαίας μονάδας. Η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε οριακά, κατά 0,2%, σε ετήσια βάση, το πρώτο εννεάμηνο του 2019, συνεισφέροντας κατά 0,1 της μονάδας στη μεταβολή του ΑΕΠ. Η εξέλιξη αυτή συνάδει με την επίσης οριακή αύξηση του όγκου των λιανικών πωλήσεων, η οποία διαμορφώθηκε σε 0,1%, σε ετήσια βάση, στο διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2019, όπως αναλύεται στο τμήμα της Οικονομικής Συγκυρίας του παρόντος δελτίου.

Τέλος, οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 1,0% κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2019, ενώ συμπεριλαμβανομένων των αποθεμάτων, η ετήσια αύξηση ήταν ίση με 3,0%. Η θετική συνεισφορά των επενδύσεων στην αύξηση του ΑΕΠ διαμορφώθηκε σε 0,1 της εκατοστιαίας μονάδας και των αποθεμάτων αντίστοιχα σε 0,2 της μονάδας. Ως προς την ανάλυση των επενδύσεων ανά κατηγορία, οι επενδύσεις σε κατοικίες συνέχισαν να αυξάνονται, για έβδομο κατά σειρά τρίμηνο, καταγράφοντας το πρώτο εννεάμηνο του 2019 ετήσια αύξηση 9,8%. Παράλληλα και οι επενδύσεις σε μεταφορικό εξοπλισμό, καθώς και οι επενδύσεις σε μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό ακολούθησαν ανοδική πορεία κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2019, με τον ετήσιο ρυθμό αύξησης να διαμορφώνεται σε 15,5% και 2,3% αντίστοιχα. Αντίθετα, συρρίκνωση έχουν υποστεί οι επενδύσεις σε κατασκευές -εξαιρουμένων των κατοικιών- οι οποίες μειώθηκαν στο ίδιο διάστημα κατά 15,2%, σε ετήσια βάση.

Θα Αλλάξει η Σύνθεση της Οικονομικής Μεγέθυνσης τη Διετία 2020-2021;

Λαμβάνοντας υπόψη την πορεία των πρόδρομων δεικτών καταναλωτικής ζήτησης, όπως ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης, ο οποίος έχει σημειώσει το τελευταίο τετράμηνο τις καλύτερες επιδόσεις των τελευταίων 19 ετών, αλλά και οι πωλήσεις ΙΧ αυτοκινήτων, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 12,7%, σε ετήσια βάση, στο διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2019, καθώς και τα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα που έχουν τεθεί σε εφαρμογή τόσο πριν, όσο και μετά τις εθνικές εκλογές του Ιουλίου, η κατανάλωση αναμένεται να ανακάμψει στο τελευταίο τρίμηνο του 2019 και το επόμενο έτος. Το τελευταίο συνάδει με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με τις οποίες η ιδιωτική κατανάλωση θα σημειώσει ετήσια άνοδο της τάξης του 0,5% συνολικά το 2019 και 1,5% αντίστοιχα το 2020. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι η συνολική ετήσια αύξηση της δημόσιας καταναλωτικής δαπάνης θα είναι ίση με 3,4% το 2019 και 0,3% το 2020, ενώ η συνολική συνεισφορά της εγχώριας ζήτησης υπολογίζεται σε 2,1 και 2,5 εκατοστιαίες μονάδες, το 2019 και το 2020, αντίστοιχα.

Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, οι πρόσφατες ευνοϊκές φορολογικές μεταρρυθμίσεις, καθώς και οι αναπτυξιακές και κοινωνικές παρεμβάσεις αναμένεται να τονώσουν τις επενδύσεις και την απασχόληση, που θα αποτελέσουν κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής μεγέθυνσης το 2020. Συγκεκριμένα, η εκτιμώμενη ετήσια αύξηση των επενδύσεων αναμένεται να είναι της τάξης του 12,5% το 2020, γεγονός που συνεπάγεται και αύξηση των εισαγωγών κεφαλαιουχικών αγαθών. Ως εκ τούτου, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των εισαγωγών εκτιμάται ότι θα υπερβεί τον αντίστοιχο ρυθμό αύξησης των εξαγωγών, με αποτέλεσμα η συνεισφορά των καθαρών εξαγωγών στην αύξηση του ΑΕΠ να είναι οριακά αρνητική (-0,3 εκατοστιαίες μονάδες). Ωστόσο, οι εξαγωγές δεν αναμένεται να επηρεαστούν αρνητικά από την επιβράδυνση της οικονομίας της Ευρωζώνης, στηριζόμενες στη διατήρηση των μεριδίων αγοράς των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων. Από τα παραπάνω συνεπάγεται ότι το κέντρο βάρους της οικονομικής ανάπτυξης θα μετατοπισθεί, από τη μεγαλύτερη συμβολή των καθαρών εξαγωγών την τελευταία διετία και της δημόσιας κατανάλωσης το 2019, στην ισχυροποίηση της επενδυτικής δραστηριότητας και σε μικρότερο βαθμό της ιδιωτικής κατανάλωσης τα επόμενα έτη.