του Κωστή Πλάντζου

Στην αλλαγή του Συντάγματος και τον περιορισμό του δικαιώματος των δικαστηρίων να ανατρέπουν με αποφάσεις τους την ασκούμενη οικονομική πολιτική αναζητεί λύση η κυβέρνηση απέναντι στο πρόβλημα με τα υπέρογκα αναδρομικά που πρέπει να επιστρέψει το Δημόσιο σε εκατομμύρια συνταξιούχους ή και όσους άλλους δικαιώνονται μαζικά στα δικαστήρια.

Θρυαλλίδα των εξελίξεων θα αποτελέσει η δημοσίευση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας (αναμένεται τον Δεκέμβριο ή στις αρχές του 2019), που θα κρίνει εάν και κατά πόσο είναι συνταγματικά ανεκτός ο νόμος Κατρούγκαλου (ν. 4387/2016). Σε περίπτωση που καταπέσει και το συνταγματικό ανάχωμα του επανυπολογισμού των συντάξεων (το οποίο έθεσε πριν από 2,5 χρόνια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ), τότε θα ξεσπάσει ένα άνευ προηγουμένου ντόμινο δικαστικών διεκδικήσεων αναδρομικών, που θα απειλεί να καταπιεί ολόκληρη την ελληνική οικονομία!

Βόμβα οι αποφάσεις

Προς το παρόν κανένας πολιτικός φορέας δεν έχει θέσει επισήμως στην ατζέντα της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης από την επόμενη Βουλή ζήτημα περιορισμού της δικαστικής εξουσίας σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής. Το θέμα είναι ευαίσθητο πολιτικά και δύσκολο επικοινωνιακά στον χειρισμό του, ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία όπου η κυβέρνηση έχει κάνει σημαία της πολιτικής της ότι δεν θα περικοπούν 2,065 δισ. ευρώ από τους παλαιούς συνταξιούχους το 2019 – στηριζόμενη όμως στα υπερπλεονάσματα από περικοπές 4,5 δισ. ετησίως στις παλαιές συντάξεις, που έχουν κριθεί από το 2015 ήδη αντισυνταγματικές!

Ωστόσο η σκέψη να μπουν όρια -ειδικά για το ζήτημα της αναδρομικής ισχύος των αποφάσεων των δικαστηρίων- αρχίζει ήδη να συζητείται και να κερδίζει έδαφος στο στρατηγείο της κυβέρνησης. Οπως έλεγε σημαίνον πρόσωπο του οικονομικού επιτελείου σχολιάζοντας το κόστος των ήδη δεδικασμένων αναδρομικών, «αν έπρεπε να πληρωθούν, τότε οι συντάξεις έχουν ήδη κοπεί και η χώρα μπαίνει από τώρα σε νέο μνημόνιο και δεν το ξέρουμε»!

Και την Πέμπτη στην έκθεσή της η Κομισιόν τονίζει ότι οι δικαστικές εκκρεμότητες «θα μπορούσαν να προκαλέσουν μερική αντιστροφή προηγούμενων μεταρρυθμίσεων και να αυξήσουν τη δημοσιονομική αβεβαιότητα»

Μαρτύριο του Σίσυφου

Μεθόδευση της κυβέρνησης φαίνεται πως ήταν εξαρχής να καλύπτει το πρόβλημα των αναδρομικών αγνοώντας τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, για να το μεταφέρει στην επόμενη Βουλή και κυβέρνηση. Ωστόσο, ο κίνδυνος να καταρρεύσει στα δικαστήρια ο νόμος Κατρούγκαλου αναγκάζει τους αρμόδιους να αναζητήσουν λύσεις από τώρα, εν όψει και της συνταγματικής αναθεώρησης.

«Το μαρτύριο του Σίσυφου πρέπει να σταματήσει», λένε νομικοί κύκλοι στην κυβέρνηση. «Κάθε νόμος που βγαίνει προσπαθεί να θεραπεύσει και να αντιμετωπίσει τα προβλήματα του προηγούμενου. Κάθε φορά γυρίζουμε στα ίδια! Ακόμα και αν βρεθεί ο “τέλειος τρόπος” όμως και εντέλει νομοθετηθεί, το πρόβλημα παραμένει ότι είναι δημοσιονομικά αδύνατον να ικανοποιηθούν τα δεδικασμένα αναδρομικά που αφορούν τους προηγούμενους νόμους».

Ακόμα και στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (δηλαδή οι συνήγοροι του Δημοσίου στις δίκες για τις προσφυγές) αναγνωρίζουν πως η μάχη των αναδρομικών έχει χαθεί (όπως έκρινε και η Τριμελής Επιτροπή του ΝΣΚ για τον ΕΦΚΑ), αλλά «ακόμα και ο νόμος Κατρούγκαλου πάσχει γιατί παίρνει ως βάση τις περικοπές που έγιναν το 2012, αλλά κρίθηκαν ήδη αντισυνταγματικές από το 2015».

Επιφυλάξεις

Το εγχείρημα πάντως δεν είναι ούτε πολιτικά ούτε οικονομικά ανώδυνο και εκφράζονται ήδη προβληματισμοί για το αν και πώς μπορεί να ανοίξει δημόσια η συζήτηση. Από την άλλη, θα πρέπει να επιδιωχθεί και ευρύτερη πολιτική συναίνεση για να μπορέσει να υπερψηφιστεί και να ισχύσει η όποια αλλαγή προταθεί.

α) Είναι δυνατόν να μην εκδίδονται ή να αγνοούνται αποφάσεις για οικονομικά θέματα από το ΣτΕ ή το Ελεγκτικό Συνέδριο; Προφανέστατα όχι, γιατί θα ισοδυναμούσε με ακύρωση της δικαστικής εξουσίας. Αλλωστε οι αποφάσεις για τις συντάξεις και άλλα μέτρα που έχουν κριθεί αντισυνταγματικά στηρίζονται συχνά στη Συνθήκη και τη νομολογία του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο οποίο θα προσέφευγε κάθε πολίτης εάν έμπαινε φραγμός στην ελληνική Δικαιοσύνη. Αναζητείται όμως αν υπάρχουν τρόποι για να περιοριστεί ως έναν βαθμό η μαζική παραγωγή αποφάσεων για κάθε μέτρο δημοσιονομικού χαρακτήρα (φορολογικά, ασφαλιστικά ή άλλα), π.χ. με τη χρήση ειδικών κριτηρίων ή εκθέσεων, ακόμα και εκδίκαση με ειδική διαδικασία, κριτήρια ή σύνθεση δικαστηρίου – όπως είχε συμβεί παλαιότερα με το Μισθοδικείο.

β) Μπορεί να περιοριστεί ο χρόνος αναζήτησης και επιδίκασης αναδρομικών; Εδώ φαίνεται να είναι ευκολότερα τα πράγματα και σε αυτό το πεδίο στρέφεται κυρίως το ενδιαφέρον των κυβερνώντων, ειδικά στην περίπτωση που ο νόμος Κατρούγκαλου καταπέσει.

Βάσει σχεδίου

Ευαισθησίες και μέριμνα για το δημοσιονομικό κόστος, πάντως, τα ανώτατα δικαστήρια ήδη έχουν επιδείξει σε πολλές περιπτώσεις, και ειδικά στα χρόνια των μνημονίων. Μάλιστα η επίμαχη απόφαση του ΣτΕ τον Ιούνιο του 2015 είχε προφυλάξει το Ελληνικό Δημόσιο -και τη νέα τότε κυβέρνηση- ορίζοντας ότι οι περικοπές των συντάξεων είναι μεν αντισυνταγματικές, αλλά δεν οφείλονται αναδρομικά προ του 2015 «για λόγους δημοσίου συμφέροντος». Παρ’ όλα αυτά, επί τρία χρόνια, η ηγεσία των υπουργείων Οικονομικών και Εργασίας έσπρωχναν προς τα πίσω το πρόβλημα, αποφεύγοντας να εφαρμόσουν τις αποφάσεις του ΣτΕ.

Ακόμα όμως και αν ο νόμος Κατρούγκαλου έλυνε όντως το πρόβλημα της αντισυνταγματικότητας (υπολογίζοντας εξαρχής νέες χαμηλές συντάξεις αντί να περικόπτει τις υψηλότερες παλαιές), αυτός ίσχυσε από 13 Μαΐου 2016. Δηλαδή δεν λύνει το πρόβλημα για τα αναδρομικά της περιόδου «Ιούνιος 2015 (απόφαση ΣτΕ) – Μάιος 2016 (ν. 4387)». Το κενό χρόνου από την καθυστέρηση αυτή κοστίζει έτσι τα αναδρομικά τουλάχιστον ενός έτους (δηλαδή 4-5 δισ. ευρώ).

Πολιτικά, όλα τα κόμματα -ή όσα τουλάχιστον έχουν ασκήσει τη διακυβέρνηση της χώρας- συμφωνούν ότι δεν πρέπει οι δικαστικές αποφάσεις να θέτουν σε κίνδυνο τις δημοσιονομικές αντοχές του κράτους, ούτε τα δικαστήρια να χαράζουν την οικονομική πολιτική της χώρας. Ωστόσο, δείχνουν ότι δυσκολεύονται να συμφωνήσουν στη λήψη ή ανατροπή μέτρων και νόμων ειδικά σε οιονεί προεκλογική περίοδο.

Στην περίπτωση αυτή, «το ένα κόμμα κοιτάει το άλλο» για το ποιος θα κάνει την πρώτη κίνηση προκειμένου να (ετερο)προσδιορίσει τη στάση του. Στην πράξη, πάντως, νομικοί κύκλοι στην κυβέρνηση θεωρούν πως υπάρχει πεδίο συνεννόησης, εφόσον όμως επιδείξουν όλοι διάθεση επίλυσης του προβλήματος και «δεν χαθεί μέσα σε αιτήσεις και προπαγάνδα».