Αμετάβλητη διατήρησε την αξιολόγηση και το outlook της ελληνικής οικονομίας ο καναδικός οίκος DBRS σε σημερινή του έκθεση. Συγκεκριμένα, ο οίκος αξιολογεί με ΒΒΒ (low) το ελληνικό αξιόχρεο και σταθερές τις προοπτικές του.

Σημειώνεται ότι η τρέχουσα αξιολόγηση των ελληνικών ομολόγων τα κατατάσσει σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας και ο καναδικός οίκος ήταν ο πρώτος από τους 4 αναγνωρισμένους από την ΕΚΤ οίκους που προέβη στην αναβάθμισή τους πριν 6 μήνες, σηματοδοτώντας την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές μετά από 13 χρόνια.

Η σημερινή, δεύτερη αξιολόγηση της χρονιάς μετά εκείνη της Scope Ratings (που στις 26 Ιανουαρίου επίσης είχε διατηρήσει αμετάβλητη την ίδια αξιολόγηση), δεν επεφύλασσε εκπλήξεις καθώς είχε εν πολλοίς προεξοφληθεί και από πρόσφατο report της DBRS στο οποίο ο οίκος υπογράμμιζε την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας. Συγκεκριμένα ο οίκος υπογράμμιζε αφενός το γεγονός ότι η χώρα μας είναι μέλος της ΕΕ και της ευρωζώνης και αφετέρου την εφαρμογή των προηγούμενων οικονομικών μεταρρυθμίσεων.

Όπως σημειώνει στην έκθεσή του ο οίκος «η σταθερή τάση αντανακλά την εκτίμηση της Morningstar DBRS ότι οι κίνδυνοι για τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας είναι ισορροπημένοι. Οι υγιείς οικονομικές επιδόσεις μαζί με την αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων θα βοηθήσουν τον λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ να παραμείνει σε ισχυρά πτωτική τροχιά στο μέλλον.

Μετά την ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ κατά 5,6% το 2022, η οικονομική δραστηριότητα της Ελλάδας μετριάζεται σε περίπου 2% και αναμένεται να παραμείνει πάνω από αυτό το επίπεδο την περίοδο 2024-2025. Η αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, που προβλέπονται πάνω από 2% του ΑΕΠ την ίδια περίοδο, από 1,1% το 2023, θα βοηθήσει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ να μειωθεί κάτω από το 150% του ΑΕΠ το 2025, μετά το εκτιμώμενο 160% του ΑΕΠ πέρυσι .

Επιπλέον, η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων έχει αποκτήσει ισχυρή δυναμική, η οποία μαζί με υψηλότερες επενδύσεις, που υποστηρίζονται από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αναμένεται να αυξήσουν τη δυναμική του ΑΕΠ.

Ωστόσο, οι αυξανόμενοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι που επηρεάζουν το εμπόριο και οι πιο σοβαρές από τις αναμενόμενες επιπτώσεις στην οικονομία που απορρέουν από τις τρέχουσες στενές συνθήκες χρηματοδότησης, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε βραδύτερη ανάπτυξη και ασθενέστερα δημόσια οικονομικά.

Ο οίκος αιτιολογεί την αξιολόγηση της Ελλάδας BBB (low) επικαλούμενος τη συμμετοχή της χώρας μας στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ αλλά και την εφαρμογή προηγούμενων οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας. Όπως αναφέρει η χώρα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο στην εκτέλεση του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP ή Ελλάδα 2.0), το οποίο περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις που θα τονώσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις χωρίς αποκλεισμούς, μειώνοντας έτσι το επενδυτικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των ομολόγων της στη ζώνη του ευρώ.

Η Morningstar DBRS θεωρεί ότι οι πόροι της ΕΕ θα συνεχίσουν να παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, ενώ υποστηρίζει την ανάπτυξη των επενδύσεων με κεφάλαια που διοχετεύονται επίσης μέσω του ενισχυμένου τραπεζικού συστήματος. Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας περιορίζονται από τις οικονομικές «κληρονομιές» της παρατεταμένης κρίση της Ελλάδας, δηλαδή τον πολύ υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το ακόμη σημαντικό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και το υψηλό, αν και πλησιάζει πλέον στο μονοψήφιο, ποσοστό ανεργίας.

Παράγοντες πιθανής αναβάθμισης και υποβάθμισης

Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν εάν συμβεί ένα ή συνδυασμός των παρακάτω: (1) συνεχιζόμενη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και (2) διαρκής δέσμευση για δημοσιονομική υπευθυνότητα, που θα έχει ως αποτέλεσμα τη διαρκή μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους.

Στους παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πιθανή υποβάθμιση ο οίκος περιλαμάνει τους ακόλουθους: (1) παρατεταμένη αποδυνάμωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας που θα έθετα τον δείκτη του δημόσιου χρέους σε διαρκή ανοδική τάση, (2) ανατροπή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και (3) ανανεωμένη αστάθεια του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και δημοσιονομική πειθαρχία

Αιτιολογώντας την αξιολόγησή του ο οίκος επικαλείται την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και τη δημοσιονομική πειθαρχία.

Συγκεκριμένα όπως αναφέρει οι οικονομικές επιδόσεις μετά την πανδημία ήταν αξιοσημείωτες στην Ελλάδα. Η οικονομική δραστηριότητα της χώρας υπερβαίνει τις επιδόσεις του μέσου όρου της ευρωζώνης από το 2021. Παρά την αναμενόμενη επιβράδυνση, αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί στο μέλλον. Μετά από μια ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ κατά 5,6% το 2022, η απόδοση του ΑΕΠ της Ελλάδας εκτιμάται ότι μετριάστηκε στο 2,0% πέρυσι, ξεπερνώντας κατά πολύ το εκτιμώμενο 0,6% της ευρωζώνης. Παρά τον υψηλό πληθωρισμό, τις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης και την ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση, η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα, υποστηριζόμενη από την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Ενώ οι ισχυρές πλημμύρες του περασμένου έτους είχαν σημαντικό αντίκτυπο σε γεωργικές εκτάσεις, ζωικό κεφάλαιο και υποδομές στην περιοχή της Θεσσαλίας, ο συνολικός αντίκτυπος στην ελληνική οικονομία περιορίστηκε λόγω της μικρής συνεισφοράς της περιοχής στο ΑΕΠ και των δημόσιων πόρων που διατέθηκαν για την ανασυγκρότηση. Φέτος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (EC) αναμένει ανάπτυξη 2,3%, με περαιτέρω πρόοδο στην εφαρμογή του Greece 2.0.

Οι επενδύσεις έχουν αυξηθεί σε ένα εκτιμώμενο 14,1% του ΑΕΠ στο τέλος του 2023 από 10,7% το 2019. Επιπλέον, το απόθεμα κεφαλαίου που μειώνονταν από το 2009, έγινε θετικό το 2022 και αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται. Μέχρι στιγμής, η Ελλάδα έχει λάβει 7,59 δισ. ευρώ επιχορηγήσεων και δάνεια 7,29 δισ. ευρώ ενώ το συνολικό κονδύλι είναι σχεδόν 36 δισ. ευρώ (16% του ΑΕΠ) για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις. Η διάθεση κονδυλίων της ΕΕ σε συνδυασμό με την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, πιθανότατα θα βελτιώσει τις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας.

Η δημοσιονομική πειθαρχία παραμένει, με στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2,1% το 2024

Οι δημοσιονομικοί λογαριασμοί της Ελλάδας, μετά την επιδείνωση λόγω των μέτρων που εφαρμόστηκαν για τον μετριασμό των επιπτώσεων πανδημίας και ενεργειακής κρίσης, βελτιώνονται με ταχείς ρυθμούς. Αφού κορυφώθηκε στο 9,7% του ΑΕΠ το 2020, το έλλειμμα εκτιμάται τώρα ότι έχει μειωθεί στο 2,1% το 2023.

Αυτό αντανακλά όχι μόνο τον αντίκτυπο του πληθωρισμού, αλλά και τα κυβερνητικά μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, τα οποία οδηγούν τη δημοσιονομική υπεραπόδοση. Το πρωτογενές ισοζύγιο επέστρεψε σε πλεόνασμα το 2022 (0,1% του ΑΕΠ) και προβλέπεται ότι έχει αυξηθεί στο 1,1% του ΑΕΠ πέρυσι.

Αυτή η βελτίωση έρχεται παρά το δημοσιονομικό κόστος που σχετίζεται με τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες. Το 2023, η ελληνική κυβέρνηση υιοθέτησε διάφορα μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών των φυσικών καταστροφών καθώς και μέτρα για τη βελτίωση της ετοιμότητάς της σε τέτοια γεγονότα. Η κυβέρνηση υπέβαλε συμπληρωματικό προϋπολογισμό 600 εκατ. ευρώ (0,3% του ΑΕΠ) με πακέτο που περιλάμβανε έκτακτη βοήθεια για νοικοκυριά και επιχειρήσεις που επλήγησαν από τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες και βοήθεια για επισκευές, συντήρηση και βελτιώσεις υποδομών.

Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2024, η κυβέρνηση προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ φέτος, βελτίωση κατά 1 ποσοστιαία μονάδα από το 2023, η οποία οφείλεται κυρίως στη σταδιακή κατάργηση των μέτρων ενεργειακής στήριξης και στις εφάπαξ αυξήσεις των δαπανών που σχετίζονται με τις φυσικές καταστροφές το 2023. Οι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν και σχετίζονται με βραδύτερη ανάπτυξη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ασθενέστερα δημοσιονομικά έσοδα, ανανεωμένη πίεση στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων που θα απαιτούσε πρόσθετα μέτρα στήριξης καθώς και ακραία γεγονότα που σχετίζονται με το κλίμα. Από την άλλη πλευρά, μια ισχυρή βελτίωση των δημοσιονομικών εσόδων χάρη στα κυβερνητικά μέτρα για την αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης μπορεί να αποφέρει καλύτερα από τα αναμενόμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το μερίδιο της άτυπης οικονομίας έχει μειωθεί σημαντικά από περίπου 30% το 2013 σε 16% το 2021, και αυτό ενισχύει τη μελλοντική δημοσιονομική ικανότητα της χώρας.

Υψηλό χρέος αλλά με ευνοϊκή δομή

Ο δείκτης του ελληνικού δημόσιου χρέους αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται, χάρη στην αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, τα μέτρια επιτόκια και την υψηλή ονομαστική ανάπτυξη.

Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδας κορυφώθηκε στο 206,3% του ΑΕΠ το 2020 πριν υποχωρήσει σε περίπου 160,3% το 2023. Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2024, η κυβέρνηση προέβλεψε ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους θα συνέχιζε την πτωτική του τάση, πέφτοντας στο 153% του ΑΕΠ. και αυτό σημαίνει πτώση 54 ποσοστιαίων μονάδων σε τέσσερα χρόνια.

Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων συνεχίζουν να επωφελούνται από την ευνοϊκή ζήτηση, με το 10ετές spread έναντι στα γερμανικά ομόλογα περίπου στις 100 μονάδες βάσης. Κατά την άποψη της Morningstar DBRS, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μετριάζονται από διάφορους παράγοντες.

Πρώτον, η δομή του χρέους της Ελλάδας είναι πολύ ευνοϊκή με το 100% του χρέους σε σταθερά επιτόκια μετά τα swaps. Επιπλέον, η μέση σταθμισμένη διάρκεια είναι πολύ μεγάλη, ελαφρώς κάτω από τα 20 έτη στο τέλος του 2023, και περισσότερο από το 70% του χρέους κατέχεται από τον επίσημο τομέα, γεγονός που καθιστά το χρέος λιγότερο επιρρεπές στην αστάθεια της αγοράς.

Δεύτερον, ο Ελληνικός Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) κατάφερε να υπερ-αντισταθμίσει προσωρινά το χαρτοφυλάκιό του χρέους, μετριάζοντας τον αντίκτυπο της αύξησης του κόστους από τους τόκους. Το 2024, το μέσο πραγματικό επιτόκιο του μεσοπρόθεσμου έως μακροπρόθεσμου χρέους αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,3%.

Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας επωφελείται επίσης από μια προληπτική στρατηγική διαχείρισης του χρέους με πρόωρες αποπληρωμές που μείωσαν το βραχυπρόθεσμο χρέος και εξομάλυνσαν το προφίλ εξόφλησης. Για παράδειγμα, ο ΟΔΔΗΧ αποπλήρωσε πλήρως τα δάνειά προς το ΔΝΤ και προπλήρωσε 2,6 δισ. ευρώ και 5,3 δισ. ευρώ από τα δάνεια GLF το 2022 και το 2023, αντίστοιχα. Σε περίπτωση που το πρωτογενές πλεόνασμα παραμείνει κοντά στο στόχο, οι χρηματοδοτικές ανάγκες αναμένεται να παραμείνουν συγκρατημένες τα επόμενα χρόνια, μειώνοντας τους κινδύνους αναχρηματοδότησης.

Τα σημαντικά ταμειακά αποθέματα περίπου 33,6 δισεκατομμυρίων ευρώ (15% του ΑΕΠ ή τρία χρόνια ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών) στο τέλος του 2023 συνεχίζουν να χρησιμεύουν ως απόθεμα ρευστότητας και να ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά μειώνοντας τον κίνδυνο αναχρηματοδότησης και επιτοκίου.

Αυτά τα αποθεματικά, σε συνδυασμό με την προληπτική στρατηγική διαχείρισης του χρέους για την επίτευξη του χαμηλότερου δυνατού κόστους επιτοκίου, μειώνουν σημαντικά τους κινδύνους αποπληρωμής. Ωστόσο, παρά το ευνοϊκό προφίλ χρέους, η Morningstar DBRS σημειώνει ότι η βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας βασίζεται κυρίως στην ικανότητά της να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα και σταθερούς ρυθμούς αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, καθώς μακροπρόθεσμα το χρέος του επίσημου τομέα θα αντικατασταθεί με χρέος χρηματοδοτούμενο από την αγορά που θα εκθέσει τη χώρα στην αυξημένη αστάθεια της.

Τα κόκκινα δάνεια

Έχει γίνει σημαντική προσπάθεια για την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα της Ελλάδας, ο οποίος, χάρη στη βελτίωση της πιστωτικής ποιότητας, είναι πλέον πιο ανθεκτικός από ό,τι στο παρελθόν.

Οι τράπεζες είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες, έχουν καλύτερη ρευστότητα και έχουν αυξήσει την κερδοφορία τους, με την υποστήριξη της αύξησης του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου. Επιπλέον, η βελτίωση της λειτουργικής αποτελεσματικότητας μετά από μια βαθιά διαδικασία αναδιάρθρωσης και η μείωση του πιστωτικού κόστους σε συνάρτηση με τη βελτίωση του προφίλ κινδύνου ενίσχυσαν περαιτέρω το τραπεζικό σύστημα.

Ο συνολικός δείκτης ακαθάριστων μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν 7,9% το τρίτο τρίμηνο του 2023, μειωμένος κατά περισσότερο από 40 ποσοστιαίες μονάδες από την κορύφωση τον Ιούνιο του 2017. Αυτή η μείωση οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τις τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής».

Την τελευταία δεκαετία, η αύξηση των δανείων ήταν υποτονική. Ωστόσο, η Morningstar DBRS σημειώνει ότι η αποτελεσματική διαχείριση και η κατανομή των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης από τις τράπεζες, σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση των NPEs που έχει σημειωθεί, τοποθετεί τις τράπεζες σε καλή θέση για να αυξήσουν την παροχή πιστώσεων στις επιχειρήσεις, υποστηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάπτυξη.

Ωστόσο, βασική πρόκληση παραμένει η επίλυση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που μεταφέρθηκαν από τους ισολογισμούς των τραπεζών στην πραγματική οικονομία και πλέον βρίσκονται υπό διαχείριση από τους servicers.

Ταυτόχρονα, η οικονομική επιβράδυνση και το περιβάλλον των υψηλών επιτοκίων θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς τα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών και να οδηγήσουν σε νέες εισροές NPEs

Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών

Το παρατεταμένο έλλειμμα της Ελλάδας στο ισοζύγιο αγαθών και η αυξημένη αρνητική Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση (NIIP) επιβαρύνουν την εξωτερική θέση της χώρας και τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας. Στο μέλλον, αυτές οι ευπάθειες είναι πιθανό να μειωθούν με το εμπορικό έλλειμμα να περιορίζεται σταδιακά, ενώ το εξωτερικό χρέος μειώνεται ως αποτέλεσμα των καθαρών αποπληρωμών.

Η Morningstar DBRS θεωρεί την εξωτερική θέση της Ελλάδας ως πιο ανθεκτική από ό,τι στο παρελθόν. Η χώρα έχει βελτιώσει την εξωτερική της ανταγωνιστικότητα, έχει γίνει μια πιο ανοιχτή οικονομία και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών σε όρους ΑΕΠ έχουν αυξηθεί ελαφρώς κάτω από 50% το 2022 από 22% το 2010. Επιπλέον, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, μετά από προσωρινή διεύρυνση το 2022 πάνω από το 10% του ΑΕΠ, μειώθηκε σε περίπου 6,4% το 2023.

Το έλλειμμα επωφελήθηκε από την ομαλοποίηση των τιμών της ενέργειας και την ισχυρή ανάκαμψη των εσόδων από τον τουρισμό, τώρα 13% πάνω από το επίπεδο του 2019.

Η «σκληρή» Moody’s  και οι επόμενες αξιολογήσεις

Πλέον από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης μόνο η Moody’s δεν έχει αποδώσει καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας στη χώρα μας, γεγονός που ίσως αλλάξει την επόμενη Παρασκευή 15 Μαρτίου όταν θα ανακοινώσει τη δική της αξιολόγηση και για αυτό και συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Οι επόμενες αξιολογήσεις για την Ελλάδα

Scope: 12 Ιουλίου 2024 και 6 Δεκεμβρίου 2024 – Βαθμολογία BBB-
DBRS: 6 Σεπτεμβρίου 2024 – Βαθμολογία BBB Low
Moody’s: 15 Μαρτίου 2024 και 13 Σεπτεμβρίου 2024 – Βαθμολογία Ba1
Standard and Poor’s: 19 Απριλίου 2024 και 18 Οκτωβρίου 2024 – Βαθμολογία BBB-
Fitch: 31 Μαΐου 2024 και 22 Νοεμβρίου 2024 – Βαθμολογία BBB-.

Διαβάστε ακόμη

Νέο ιστορικό υψηλό για το Bitcoin – Ξεπέρασε τις $70.000

«Little Athens» – Η νέα γειτονιά στο «The Ellinikon»: Πάνω από 1.100 σπίτια βγαίνουν σταδιακά στην αγορά

ΗΠΑ: Το χάπι αδυνατίσματος της Novo Nordisk εγκρίνεται και για καρδιακές παθήσεις

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ