Τα ιταλικά και τα ελληνικά ομόλογα «διαπραγματεύονται σαν να είναι bunds που έχουν πάρει αναβολικά: είναι ασφαλή ομόλογα, αλλά με λίγο περισσότερη απόδοση», σχολιάζει στους FT, ο Antoine Bouvet, αναλυτής της ολλανδικής ING.

Το κόστος δανεισμού και των δύο χωρών έχει κάνει «βουτιά» από την αρχή του έτους, καθώς οι επενδυτές ψάχνουν για εναλλακτικές έναντι του γερμανικού χρέους, οι αποδόσεις του οποίου είναι βαθύτατα αρνητικές.

Η φρενίτιδα φάνηκε στη ζήτηση για νέο χρέος. Η Ιταλία συγκέντρωσε προσφορές που ξεπέρασαν τα 50 δισ. ευρώ, το μεγαλύτερο ποσό που έχει καταγραφεί ποτέ στη χώρα για ομόλογα διάρκειας 16 ετών ύψους 9 δισ. ευρώ. Το 15ετές ομόλογο της Ελλάδας, προσέλκυσε προσφορές 14 δισ. ευρώ στα τέλη Ιανουαρίου, ποσό-ρεκόρ στο βιβλίο προσφορών.

Η κρίση χρέους της ευρωζώνης χώρισε την αγορά ομολόγων στον ασφαλή «πυρήνα» και την υψηλού κινδύνου «περιφέρεια», η οποία απαρτιζόταν από την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιρλανδία, την Ιταλία και την Ελλάδα. Οι αγοραστές στοιχηματίζουν τώρα πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία αγοράζει ομόλογα ύψους 20 δισ. ευρώ κάθε μήνα και σκοπεύει να διατηρήσει τα επιτόκια χαμηλότερα του μηδέν για αρκετό καιρό,  τις προσέχει.

Οι οικονομίες της Ελλάδας και της Ιταλίας βρίσκονται σε πολύ διαφορετικές καταστάσεις σχολιάζει το δημοσίευμα. Η πρώτη έχει αναδυθεί ως μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες της ευρωζώνης, καθώς προσπαθεί να βγει από τη μακρά ύφεση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει η Ελλάδα να εμφανίσει ρυθμό ανάπτυξης 2,4% φέτος, έναντι μόλις 1,4% που θα εμφανίσει συνολικά η ΕΕ.

Εν τω μεταξύ, μεγάλο μέρος του δανεισμού της χώρας, που εξακολουθεί να υπερβαίνει το 180% του ΑΕΠ, είναι υπό τη μορφή φθηνών διμερών δανείων, μετά από μια σειρά διασώσεων. Οι επενδυτές ομολόγων αγοράζουν ευχαρίστως, εν μέρει διότι η Αθήνα δεν βασίζεται σ’ αυτούς για να πληρώσει τους λογαριασμούς της.

Αντιθέτως, η ανάπτυξη στην Ιταλία προβλέπεται να διαμορφωθεί σε μόλις 0,3% το 2020, σύμφωνα με την Κομισιόν. Το χρέος της χώρας, που ξεπερνά το 130% του ΑΕΠ, οφείλεται κυρίως σε επενδυτές, καθιστώντας το τη μεγαλύτερη αγορά ομολόγων της Ευρώπης.

Αυτό που ενώνει τα ομόλογα των δύο χωρών είναι η επιπλέον απόδοσή τους, γνωστή ως spread, έναντι όχι μόνο της Γερμανίας αλλά και των άλλων χωρών της ευρωπεριφέρειας. Σε έναν κόσμο αρνητικών επιτοκίων, η Ελλάδα προσφέρει την προοπτική ενισχυμένων αποδόσεων για τους επενδυτές που δεν περιορίζονται από την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας, η οποία είναι στην κατηγορία junk. Εν τω μεταξύ, η Ιταλία αντιπροσωπεύει περίπου το ήμισυ των κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης, με απόδοση άνω του μηδενός.

Για τους fund managers που μετρούν τις επιδόσεις τους έναντι ενός ομολογιακού δείκτη, η αποφυγή του ιταλικού χρέους μπορεί γρήγορα να τους αφήσει να υστερούν έναντι του δείκτη αναφοράς.

«Υπάρχει μια ανεπάρκεια αποδόσεων στην Ευρώπη», σημείωσε ο Iain Stealey, διεθνής chief investment officer του τμήματος σταθερού εισοδήματος της JP Morgan Asset Management. «Ο κόσμος αναγκάζεται να ψάξει για οτιδήποτε έχει θετική απόδοση».