Του Στέλιου Μορφίδη

Να σταματήσουν οι περικοπές στον πολύπαθο χώρο της Υγείας και η μεταρρυθμιστική πολιτική να επικεντρωθεί περισσότερο στην καλύτερη στόχευση και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών υγείας, ζητά η ΤτΕ κρούοντας καμπανάκι κινδύνου στην πρώτη έρευνα που έχει γίνει γύρω απ’ τον αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης στις δομές αλλά και στην ίδια την υγεία των Ελλήνων πολιτών.

Η ειδική έρευνα, που συμπεριλαμβάνεται στην ετήσια έκθεση για τη νομισματική πολιτική, καταγράφει ανησυχητικά στοιχεία σχεδόν σε όλα τα επίπεδα και προειδοποιεί για μακροχρόνια χειροτέρευση της γενικής, σωματικής και ψυχικής, υγείας του πληθυσμού, αναστροφή της ανοδικής τάσης στο προσδόκιμο ζωής με αντίστοιχη επιβάρυνση των ασφαλιστικών Ταμείων αλλά και της ίδιας της οικονομίας.

«Αυτό που πρέπει να διασφαλιστεί είναι η βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας και η πλήρης κάλυψη του πληθυσμού, ιδιαιτέρως των ανασφάλιστων και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων που έχουν πληγεί περισσότερο από την οικονομική κρίση όπως προβλέπεται και στον Ν. 4368/2016. Περαιτέρω παρεμβάσεις στο σύστημα υγείας θα πρέπει να ενισχύσουν την πρόληψη και έγκαιρη ανίχνευση των ασθενειών, προκειμένου να περιοριστεί αφενός το αυξημένο μελλοντικό κόστος στο σύστημα υγείας και αφετέρου η υποβάθμιση της γενικής υγείας του πληθυσμού», επισημαίνει μεταξύ άλλων η έρευνα.

Τα στοιχεία

Όπως σημειώνει, αν και απαιτούνται αρκετά χρόνια ώστε να αποκαλυφθούν οι πλήρεις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην υγεία του πληθυσμού, στην Ελλάδα αρκετοί δείκτες υγείας έχουν αρχίσει να επιδεινώνονται. Πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν ότι τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης μειώθηκε το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει “καλή” ή “πολύ καλή” αυτοαξιολογούμενη υγεία (self-rated health), από 71% το 2006 σε 68,8% το 2011.

Σύμφωνα όμως με νεότερα στοιχεία (ΕΛΣΤΑΤ 2015), το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει “καλή” ή “πολύ καλή” υγεία έχει παραμείνει σταθερό μεταξύ 2009 και 2014.
Ωστόσο, στην ίδια έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφεται σημαντική αύξηση (κατά 24,2%) στον πληθυσμό ηλικίας 15 ετών και άνω (15+) που δηλώνει ότι πάσχει από κάποιο χρόνιο πρόβλημα υγείας ή χρόνια πάθηση (τα περιστατικά χρόνιας νοσηρότητας αυξήθηκαν από 39,7% το 2009 σε 49,3% το 2014).20 Επίσης, την περίοδο της κρίσης αυξήθηκε το ποσοστό του πληθυσμού (15+) που περιόρισε τις δραστηριότητές του λόγω προβλημάτων υγείας (δείκτης Global Activity Limitation Indicator) από 22,8% το 2009 σε 29,8% το 2014. Η ανοδική τάση στη χρόνια νοσηρότητα του πληθυσμού δύναται να επιδράσει αυξητικά στις μελλοντικές δαπάνες υγείας και να επιβαρύνει τα ασφαλιστικά ταμεία ενώ ενδέχεται να οδηγήσει σε υποχώρηση της παραγωγικότητας της εργασίας.

Αξιοσημείωτο είναι το εύρημα ότι η σωματική υγεία των παιδιών έχει επηρεαστεί αρνητικά από την οικονομική κρίση. Όπως αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία (βλ. Economou et al. 2014), το ποσοστό των γεννήσεων παιδιών χαμηλού βάρους (κάτω από 2,5 κιλά) στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 19% την περίοδο 2008-2010, γεγονός που συνδέεται με μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία και την ανάπτυξη των παιδιών.

Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ, έχει ανακοπεί η μακροχρόνια τάση μείωσης της παιδικής θνησιμότητας (θάνατοι βρεφών έως ενός έτους ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων). Συγκεκριμένα, η παιδική θνησιμότητα αυξήθηκε από 2,65 το 2008 σε 3,75 το 2014. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται αφενός στην αύξηση κατά περίπου 10% των θανάτων βρεφών κάτω του ενός έτους και αφετέρου στην υποχώρηση των γεννήσεων κατά 22,1% την προαναφερθείσα περίοδο. Συγκεκριμένα, καταγράφηκαν 92.149 γεννήσεις το 2014, έναντι 118.302 το 2008 (που ήταν η υψηλότερη τιμή της περιόδου 1985-2014). Παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν άμεσα να αποδοθούν στην οικονομική κρίση, η αναστροφή των προηγούμενων τάσεων αποτελεί ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόμενο.

Ψυχική υγεία

Τέλος, οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην ψυχική υγεία του πληθυσμού είναι σημαντικές και εμφανείς. Για παράδειγμα, δραματική αύξηση παρουσιάζει το ποσοστό του πληθυσμού με συμπτώματα μείζονος κατάθλιψης κατά την περίοδο της κρίσης (βλ. Kentikelenis et al. 2014, Simou and Koutsogeorgou 2014). Το εύρημα επιβεβαιώνεται από επιδημιολογικές έρευνες, σύμφωνα με τις οποίες καταγράφεται ραγδαία αύξηση της μείζονος κατάθλιψης από 3,3% το 2008 σε 6,8% το 2009, 8,2% το 2011 και 12,3% το 2013. Όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία της έρευνας υγείας της ΕΛΣΤΑΤ, το 2014 το 4,7% του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω δήλωσε ότι είχε κατάθλιψη, έναντι 2,6% το 2009.

Σημειώνεται ότι το μεγαλύτερο τμήμα της σχετικής βιβλιογραφίας καταγράφει θετική συσχέτιση μεταξύ της οικονομικής ύφεσης και του ποσοστού αυτοκτονιών (διαΝΕΟσις 2016). Ωστόσο, υπάρχουν μελέτες που υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει συστηματική και αυτόνομη σχέση μεταξύ ανεργίας, ρυθμού ανάπτυξης και ποσοστού αυτοκτονιών. Όπως επισημαίνεται, ο κίνδυνος αυτοκτονικής συμπεριφοράς αυξάνεται όταν υφίστανται οι λεγόμενοι πρωτογενείς παράγοντες κινδύνου (ψυχιατρικές-ιατρικές καταστάσεις), ενώ οι δευτερογενείς (οικονομική κατάσταση) και τριτογενείς (ηλικία, φύλο) παράγοντες επηρεάζουν τον κίνδυνο αυτοκτονίας, μόνο όμως εφόσον προϋπάρχουν πρωτογενείς παράγοντες κινδύνου (διαΝΕΟσις 2016).

Πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας

Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ (OECD 2015) για το 2013, μόνο το 79% του πληθυσμού στην Ελλάδα είχε ιατροφαρμακευτική κάλυψη. Το ποσοστό του υγειονομικά ανασφάλιστου πληθυσμού ήταν το υψηλότερο στον ΟΟΣΑ και οφειλόταν στο υψηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας και στην οικονομική αδυναμία αρκετών αυτοαπασχολουμένων να καλύψουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές. Μάλιστα, παρά τις προσπάθειες παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στον ανασφάλιστο πληθυσμό, έχει αυξηθεί το ποσοστό του πληθυσμού (ειδικά των ηλικιωμένων) που δηλώνουν αδυναμία ικανοποίησης των ιατρικών και φαρμακευτικών αναγκών λόγω οικονομικών προβλημάτων (Kentikelenis et al. 2014, διαΝΕΟσις 2016). Για παράδειγμα, 1 στα 6 άτομα χαμηλού εισοδήματος το 2013 δήλωναν αδυναμία ικανοποίησης των ιατρικών τους αναγκών λόγω οικονομικών προβλημάτων (OECD 2015).

Από την έρευνα υγείας για το 2014 της ΕΛΣΤΑΤ (2015) προκύπτει ότι χρειάστηκε και δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να λάβει: α) ιατρική φροντίδα ή θεραπεία το 13,9% του πληθυσμού ηλικίας 15+, β) οδοντιατρική φροντίδα ή θεραπεία το 15,4% του πληθυσμού 15+, γ) υπηρεσίες φροντίδας ψυχικής υγείας το 4,3% του πληθυσμού 15+ και δ) τα φάρμακα που του είχε συστήσει ο γιατρός το 11,2% του πληθυσμού 15+.

Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η αδυναμία κάλυψης των ιατρικών και φαρμακευτικών αναγκών των πιο ευαίσθητων ομάδων του πληθυσμού (την περίοδο της κρίσης), έχει αυξηθεί η παρουσία εθελοντικών κοινωνικών ιατρείων σε πολλά αστικά κέντρα (π.χ. Γιατροί του Κόσμου), τα οποία την προ κρίσης περίοδο κάλυπταν κατά κύριο λόγο τις ανάγκες ανασφάλιστων μεταναστών (Kentikelenis et al. 2014, Simou and Koutsogeorgou 2014). Ωστόσο, με τον Ν. 4368/2016 (άρθρο 33) προβλέπεται η ιατροφαρμακευτική κάλυψη των ανασφάλιστων και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων μέσω του Εθνικού Συστήματος Υγείας.

Το βάρος στα δημόσια νοσοκομεία

Παράλληλα έχει παρατηρηθεί μείωση στις εισαγωγές σε ιδιωτικά νοσοκομεία και αντίστοιχη αύξηση των εισαγωγών στα δημόσια νοσοκομεία, εξαιτίας της αδυναμίας κάλυψης των ιδιωτικών δαπανών και λόγω ελλιπούς οργάνωσης της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (οι εισαγωγές σε δημόσια νοσοκομεία διαμορφώθηκαν σε 2,5 εκατ. το 2014 από 1,6 εκατ. το 2009).

Ως συνέπεια, παρατηρήθηκε αύξηση των καθυστερήσεων στην παροχή δημόσιων υπηρεσιών υγείας, η οποία ενισχύθηκε από την έλλειψη κατάλληλων ιατρικών ειδικοτήτων. Όπως προκύπτει από την έρευνα υγείας της ΕΛΣΤΑΤ (2015) για το 2014, χρειάστηκε να λάβει ιατρονοσηλευτική φροντίδα και καθυστέρησε να τη λάβει ή δεν την έλαβε καθόλου α) το 13,1% του πληθυσμού (15+) λόγω μεγάλης λίστας αναμονής, β) το 6,1% του πληθυσμού λόγω μεγάλης απόστασης ή προβλημάτων στη μεταφορά και γ) το 9,4% του πληθυσμού λόγω έλλειψης ειδικοτήτων ιατρών και επαγγελματιών υγείας.

Ιδιωτική δαπάνη και φτωχοποίηση

Η πραγματικότητα, σύμφωνα με την έρευνα είναι πως το αποτέλεσμα της προσαρμογής στο χώρο της υγείας είναι να απαιτούνται περισσότερα χρήματα απ’ την τσέπη των πολιτών για λιγότερες παρεχόμενες υπηρεσίες

Σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλείται η συμβολή του ιδιωτικού τομέα στη συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας αυξήθηκε από 29,7% στην αρχή της κρίσης σε 39,0% το 2014. Επίσης, οι δαπάνες υγείας ως ποσοστό των συνολικών δαπανών των νοικοκυριών αυξήθηκαν σε 7,2% το 2014 από 6,5% το 2009. Αύξηση παρουσίασε και το ποσοστό των μηνιαίων δαπανών υγείας των νοικοκυριών για φαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη σε σχέση με τις οδοντιατρικές και ιατρικές υπηρεσίες.
Και αυτό την στιγμή που την περίοδο της οικονομικής κρίσης το ΑΕΠ εμφάνισε σωρευτική υποχώρηση περίπου κατά 26%, ο αριθμός των απασχολουμένων μειώθηκε περίπου κατά 1 εκατομμύριο άτομα, ενώ η ανεργία από 7,8% το 2008 εκτοξεύθηκε σε 27,5% το 2013, ενώ στη συνέχεια υποχώρησε σε 26.5% το 2014 και 24,9% το 2015.7 Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.

Σε αυτό το σημείο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ (2015), σύμφωνα με την οποία καταγράφεται αύξηση κατά 10,6% στο ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω που κατανάλωσε φάρμακα, βότανα ή βιταμίνες χωρίς συνταγή γιατρού σε σχέση με το 2009 (από 24,6% το 2009 σε 27,2% το 2014). Τα εν λόγω στοιχεία συμβαδίζουν αφενός με την αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης και αφετέρου με την υποχώρηση των δαπανών για ιατρικές υπηρεσίες.

Όπως σημειώνει η ΤτΕ σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, η οικονομική κρίση, η συσσώρευση χρεών και η υψηλή και αυξανόμενη ανεργία είναι δυνατόν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική υγεία των πολιτών. Η επίδραση στο γενικό επίπεδο υγείας του πληθυσμού μπορεί να επέλθει είτε μέσω χαμηλότερου ατομικού εισοδήματος, είτε μέσω μικρότερων δημόσιων δαπανών στον τομέα της υγείας. Δηλαδή αφενός μεν η μείωση του ατομικού εισοδήματος και η ανεργία οδηγούν σε μεγαλύτερη νοσηρότητα και μικρότερη χρήση των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, αφετέρου δε ο περιορισμός των δημόσιων δαπανών περιορίζει την προσφερόμενη ποσότητα και υποβαθμίζει την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών υγείας. Τελικώς, από κοινού συμβάλλουν στην υποβάθμιση του επιπέδου υγείας του πληθυσμού.

Όπως αναφέρουν πρόσφατες μελέτες, η ανεργία και το χαμηλό εισόδημα συνδέονται με εμφάνιση ψυχικών διαταραχών, προβλήματα εθισμού και χρήσης ουσιών, κατανάλωση φθηνών τροφών χωρίς υψηλή διατροφική αξία, κάπνισμα, υπερκατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών ή αύξηση των χρόνιων νοσημάτων και, όπως προαναφέρθηκε, συνοδεύονται από ανεπαρκή αντιμετώπιση των ιατρικών περιστατικών, λόγω υποβάθμισης των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας. Συνολικά, η χαμηλότερη κοινωνικοοικονομική κατάσταση ενός ατόμου (socioeconomic status) συνδέεται με κακή κατάσταση υγείας και αυξημένα επίπεδα νοσηρότητας και θνησιμότητας.

Πρόσφατη μελέτη των Maruthappu et al. (2016) διαπιστώνει στατιστικά σημαντική σχέση ανάμεσα στην ανεργία, τις δημοσιονομικές περικοπές στον τομέα της υγείας και τη θνησιμότητα από καρκίνο σε δείγμα που περιλαμβάνει πάνω από 70 χώρες και πλέον των δύο δισεκατομμυρίων ατόμων την περίοδο 1990-2010.11 Σύμφωνα με τη μελέτη, μία αύξηση της ανεργίας κατά 1% συνδέεται με επιπλέον 0,37 θανάτους από καρκίνο ανά 100.000 άτομα. Παράλληλα, η περικοπή της δημόσιας υγειονομικής δαπάνης κατά 1% του ΑΕΠ συνδέεται με επιπλέον 0,0053 θανάτους από καρκίνο ανά 100.000 άτομα. Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η οικονομική κρίση του 2008-2010 συνδέεται με επιπλέον 260.000 θανάτους από καρκίνο στις χώρες του ΟΟΣΑ. Επίσης, συμπεραίνουν ότι η γενική υγειονομική κάλυψη (universal health coverage) δύναται να προστατεύσει τον πληθυσμό (ειδικότερα τους άνεργους) σε περιόδους οικονομικής κρίσης εξασθενίζοντας τη θετική συσχέτιση μεταξύ ανεργίας και θανάτων από καρκίνο.

Παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία

Όπως έχει επισημανθεί από τη διεθνή βιβλιογραφία, η οικονομική κρίση συνδέεται με την υιοθέτηση λιγότερο υγιεινού τρόπου ζωής, την κατανάλωση φθηνών τροφών χωρίς υψηλή διατροφική αξία, το κάπνισμα, την υπερκατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών και την έλλειψη σωματικής άσκησης, παράγοντες που επιβαρύνουν την υγεία και συμβάλλουν στην εκδήλωση χρόνιων παθήσεων. Τα διαθέσιμα στοιχεία για την Ελλάδα δεν υποδηλώνουν ωστόσο μια δραματική μεταβολή στη συμπεριφορά και τις διατροφικές συνήθειες μέσα στην κρίση.

Ειδικότερα, η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό ενηλίκων καπνιστών μεταξύ των κρατών μελών του ΟΟΣΑ και παρουσιάζει αυξητική τάση μεταξύ 2000 και 2013 (το ποσοστό αυτών που καπνίζουν καθημερινά ή συστηματικών καπνιστών από 15 ετών και άνω έχει αυξηθεί από 35% σε 39%, OECD 2015). Νεότερα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφουν μείωση κατά 14,4% του ποσοστού των συστηματικών καπνιστών την περίοδο 2009-2014 και αύξηση κατά 13,3% στο ποσοστό όσων καπνίζουν περιστασιακά.

Υποχώρηση καταγράφεται στην κατανάλωση αλκοόλ, από περίπου 8,5 λίτρα ανά άτομο (15+) ετησίως το 2000 σε 7-7,5 λίτρα ανά άτομο το 2013, όταν ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ ήταν 8,9 λίτρα ανά άτομο. Όπως προκύπτει από την πρόσφατη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, μείωση κατά 28,9% σημειώνεται στο ποσοστό του πληθυσμού (15+) που καταναλώνει καθημερινά ή σχεδόν καθημερινά αλκοολούχα ποτά.

Όσον αφορά την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, που αποτελούν τη βάση της υγιεινής διατροφής, η οποία με τη σειρά της συνιστά βασικό παράγοντα πρόληψης χρόνιων παθήσεων, το 2014 παρατηρείται ελαφρά υποχώρηση του ποσοστού του πληθυσμού (15+) που δηλώνει καθημερινή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών σε σχέση με το 2009. Συγκεκριμένα καταγράφεται μείωση 10,0% στον πληθυσμό (15+) που καταναλώνει καθημερινά φρούτα (2014: 54,6%, 2009: 60,7%) και μείωση κατά περίπου 2,8% στην καθημερινή κατανάλωση λαχανικών (2014: 62,0%, 2009: 63,8%).

Στην Ελλάδα το ποσοστό παχυσαρκίας στον πληθυσμό (15+) ήταν 19,6% το 2013, έναντι 19,0% στον ΟΟΣΑ.15 Επίσης, η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ όσον αφορά το ποσοστό των υπέρβαρων παιδιών (περιλαμβανομένων και των παχύσαρκων), ενώ αυξητική είναι η τάση του ποσοστού των υπέρβαρων και παχύσαρκων εφήβων τη δεκαετία του 2000 (OECD 2015).

Τέλος, σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2014), το ποσοστό του πληθυσμού που συμμετέχει τακτικά ή αρκετά τακτικά σε φυσική δραστηριότητα έχει αυξηθεί σε 31% το 2013 από 18% το 2009, ωστόσο υπολείπεται ακόμη του μέσου όρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ-28: 41%).

Συμπεράσματα

Η επί του παρόντος υλοποιηθείσα μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας έχει συμβάλει σημαντικά στην εξοικονόμηση δημόσιων πόρων. Το ζητούμενο πλέον είναι να αξιολογηθεί κατά πόσον οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις ενίσχυσαν την αποτελεσματικότητα του συστήματος υγείας βελτιώνοντας τις προσφερόμενες υπηρεσίες, με δεδομένο τον περιορισμό των διαθέσιμων πόρων.

Συνολικά, οι πλήρεις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, συμπεριλαμβανομένης της περικοπής των δημόσιων δαπανών, στην υγεία του πληθυσμού δεν έχουν διαφανεί πλήρως. Αν και εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν αρκετά έτη έως ότου διαφανούν, αρκετοί δείκτες σωματικής και ψυχικής υγείας έχουν ήδη αρχίσει να επιδεινώνονται από την έναρξη της οικονομικής κρίσης. Τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία συνηγορούν στην πρόβλεψη ότι τα περιστατικά χρόνιων παθήσεων αναμένεται να αυξηθούν εξαιτίας: α) της μικρότερης ζήτησης για ιατρικές υπηρεσίες λόγω χαμηλότερων εισοδημάτων, β) του αυξημένου άγχους, γ) της υιοθέτησης λιγότερο υγιεινού τρόπου ζωής και δ) της πιθανής υποβάθμισης των προσφερόμενων υπηρεσιών υγείας.

Στο βαθμό που το επίπεδο υγείας των πολιτών, όπως σκιαγραφείται από τους σχετικούς δείκτες σωματικής και ψυχικής υγείας, θα εξακολουθήσει να υποβαθμίζεται, οι δαπάνες υγείας αναμένεται να αυξηθούν μελλοντικά, με αντίστοιχη επιβάρυνση των ασφαλιστικών ταμείων. Επιπρόσθετα, η υποβάθμιση του επιπέδου υγείας των πολιτών δύναται να οδηγήσει σε απώλειες ωρών εργασίας και σε κάμψη της παραγωγικότητας της εργασίας. Οι μακροχρόνιες επιπτώσεις θα μπορούσαν να συνδέονται με χειροτέρευση της γενικής υγείας του πληθυσμού και αναστροφή της ανοδικής τάσης στο προσδόκιμο ζωής.

Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι είναι αναγκαίο η μεταρρυθμιστική πολιτική να επικεντρωθεί περισσότερο στην καλύτερη στόχευση και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών υγείας και λιγότερο στην περαιτέρω περικοπή της δημόσιας δαπάνης. Αυτό που πρέπει να διασφαλιστεί είναι η βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας και η πλήρης κάλυψη του πληθυσμού, ιδιαιτέρως των ανασφάλιστων και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων που έχουν πληγεί περισσότερο από την οικονομική κρίση όπως προβλέπεται και στον Ν. 4368/2016. Περαιτέρω παρεμβάσεις στο σύστημα υγείας θα πρέπει να ενισχύσουν την πρόληψη και έγκαιρη ανίχνευση των ασθενειών, προκειμένου να περιοριστεί αφενός το αυξημένο μελλοντικό κόστος στο σύστημα υγείας και αφετέρου η υποβάθμιση της γενικής υγείας του πληθυσμού.