Tον μακρύ δρόμο που έχουν ακόμα να διανύσουν οι ελληνικές τράπεζες, ώσπου να χρηματοδοτήσουν αποτελεσματικά την πραγματική οικονομία και να επουλώσουν τις πληγές στην καταθετική βάση τους, αναδεικνύουν τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου που δημοσιοποίησε χθες η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) για την τραπεζική χρηματοδότηση και τις καταθέσεις. Όπως προκύπτει από αυτά, ο ρυθμός αύξησης τόσο των δανείων όσο και των καταθέσεων εξακολουθεί να είναι αναιμικός, ενώ η στρόφιγγα της παροχής ρευστότητας προς νοικοκυριά και ελεύθερους επαγγελματίες παραμένει ουσιαστικά κλειστή, την ίδια ώρα που οι καταθέσεις των ιδιωτών και των επιχειρήσεων έκαναν βουτιά τον πρώτο μήνα του φθινοπώρου σε σύγκριση με τον Αύγουστο.

Τα κυριότερα στοιχεία της ΤτΕ που χτυπάνε «καμπανάκια» για τις μεγάλες προκλήσεις τις οποίες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι τράπεζες είναι τα εξής:

1. Μολονότι το σύνολο των καταθέσεων και των ρέπος αυξήθηκε τον Σεπτέμβριο στα 153,332 δισ. ευρώ και ήταν μεγαλύτερο κατά 1,427 δισ. ευρώ σε σύγκριση με τον Αύγουστο, σε ετήσια βάση η αύξηση περιορίστηκε στο ισχνό ποσοστό του 4%.

2. Οι καταθέσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων έκαναν βουτιά 622 εκατ. ευρώ τον Σεπτέμβριο, υποχωρώντας στα 139,166 δισ. ευρώ από 139,711 δισ. ευρώ τον Αύγουστο. Η μείωση αυτή ήταν αποτέλεσμα της σημαντικής πτώσης των καταθέσεων των επιχειρήσεων κατά 723 εκατ. ευρώ (από τα 25,461 δισ. ευρώ τον Αύγουστο στα 24,746 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο) και της ανεπαίσθητης αύξησης των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά 101 εκατ. ευρώ (από 114,25 δισ. ευρώ τον Αύγουστο σε 144,42 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο).

Η παραπάνω εικόνα εκτιμάται ότι συνδέεται με τις φορολογικές υποχρεώσεις του Σεπτεμβρίου (φόρος εισοδήματος, 1η δόση ΕΝΦΙΑ κ.λπ.), αλλά το σημαντικό είναι ότι συμπιέζει την ετήσια αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων κάτω από το 6% (στο 5,7%) τον Σεπτέμβριο, έναντι 6,2% τον Αύγουστο και 6,5% τον Ιούλιο. Κατόπιν αυτού, δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι το υπουργείο Οικονομικών έχει βάλει χαμηλά τον πήχη στο προσχέδιο προϋπολογισμού του 2020 που έστειλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκτιμώντας ότι οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων θα ανέλθουν φέτος στα 139,7 δισ. ευρώ. Για το 2020 προβλέπει αύξησή τους κατά 10,1 δισ. ευρώ, που ισοδυναμεί με επιστροφή στα επίπεδα του Ιανουαρίου του 2015, προτού ξεκινήσει η εξάμηνη πολυτάραχη διαπραγμάτευση της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τους θεσμούς, η οποία οδήγησε σε φυγή περίπου 30 δισ. ευρώ από τις ελληνικές τράπεζες.

3.  Παρά την αύξηση των καταθέσεων της Γενικής Κυβέρνησης κατά 2,049 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο σε σύγκριση με τον Αύγουστο (διαμορφώθηκαν στα 14,166 δισ. ευρώ, έναντι 12,117 δισ. ευρώ τον τελευταίο μήνα του καλοκαιριού), η ετήσια μεταβολή τους παραμένει έντονα αρνητική, καθώς τα επίπεδα αυτά είναι κατά 10,1% χαμηλότερα από τα επίπεδα του Σεπτεμβρίου του 2018, λίγο μετά την ολοκλήρωση του 3ου Μνημονίου.

4.  Ο συνολικός τραπεζικός δανεισμός αυξάνεται με το σταγονόμετρο, ενώ σε ορισμένες κατηγορίες μειώνεται. Έτσι, τον Σεπτέμβριο ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης της εγχώριας οικονομίας διαμορφώθηκε σε -0,9% από -0,7% τον προηγούμενο μήνα και η μηνιαία καθαρή ροή ήταν θετική κατά 182 εκατ. ευρώ, έναντι αρνητικής καθαρής ροής 555 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα. Ωστόσο, την ίδια ώρα που η μηνιαία καθαρή ροή της χρηματοδότησης προς τη Γενική Κυβέρνηση ήταν θετική κατά 273 εκατ. ευρώ τον Σεπτέμβριο (έναντι αρνητικής καθαρής ροής 154 εκατ. ευρώ τον Αύγουστο), η επίδοση αυτή ήταν χαμηλότερη κατά 3,1% σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2018.

Χαμηλότερη κατά 0,5% σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο της περυσινής χρονιάς ήταν η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα, με τη μηνιαία καθαρή ροή να είναι αρνητική κατά 92 εκατ. ευρώ και το υπόλοιπο χρηματοδότησης να διαμορφώνεται στα 157,279 δισ. ευρώ. Επισημαίνεται ότι στο προσχέδιο προϋπολογισμού του 2020 που στάλθηκε στην Κομισιόν οι χορηγήσεις δανείων προβλέπεται να φθάσουν φέτος τα 159,9 δισ. ευρώ και να αυξηθούν το 2020 στα 167,5 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν όμως στα επίπεδα του περασμένου Φεβρουαρίου, επιβεβαιώνοντας την αδυναμία των τραπεζών να ανοίξουν τις στρόφιγγες του δανεισμού και να στηρίξουν την πραγματική οικονομία προτού αντιμετωπίσουν δραστικά το πρόβλημα των κόκκινων δανείων.

5.  Στασιμότητα καταγράφεται στο κομμάτι της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, όπου το υπόλοιπο χρηματοδότησης περιορίστηκε στα 74,65 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο από 74,911 δισ. ευρώ τον Αύγουστο, η μηνιαία καθαρή ροή ήταν αρνητική κατά 3 εκατ. ευρώ και σε ετήσιο επίπεδο η μεταβολή ανήλθε στο αμελητέο +1,9%.

Τα δεδομένα αυτά δικαιώνουν την εκτίμηση της τελευταίας τριμηνιαίας έκθεσης του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για την ελληνική οικονομία. Στην έκθεση, που παρουσιάστηκε την περασμένη εβδομάδα, αναφερόταν ότι «οι μεγάλες προκλήσεις παραμένουν, καθώς συνεχίζεται για ένατη χρονιά η πιστωτική συρρίκνωση προς νοικοκυριά και ελεύθερους επαγγελματίες, το κόστος νέου δανεισμού των επιχειρήσεων είναι υψηλότερο από άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ οι στόχοι για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κάτω του 20% έως το 2021 μέσα από ένα πιο ποιοτικό μείγμα εργαλείων είναι απαιτητικοί».