Τη χαρτογράφηση της φορολόγησης των εταιρειών κατά τη δεκαετία 2008 – 2018 περιέχει η «Tax Foundation» του ΟΟΣΑ.

Όπως γράφει η «Καθημερινή», η έκθεση αποκαλύπτει ότι σχεδόν παντού στην Ευρώπη καταγράφεται μείωση των επιβαρύνσεων και μόνο στην Ελλάδα οι επιχειρήσεις βρέθηκαν «στο κόκκινο», αφού στη δεκαετία 2008-2018 ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής αυξήθηκε κατά 5,8%.

Εκτός από την Κύπρο (+2,4%) σχεδόν σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι φόροι επιχειρήσεων μειώνονταν.

Η Ελλάδα κατατάσσεται στην τελευταία θέση (31η) μεταξύ των κρατών – μελών του ΟΟΣΑ, με τη χειρότερη για τις επιχειρήσεις επίδοση. Η διαπίστωση αυτή δικαιολογεί την αγωνία της κυβέρνησης να περιλάβει στο φορολογικό νομοσχέδιο τη μείωση του φορολογικού συντελεστή από 28% σε 20% και άμεσα, το 2020.

Στον αντίποδα, η μεγαλύτερη μείωση του πραγματικού φορολογικού βάρους στις επιχειρήσεις καταγράφεται στην Ουγγαρία (-8,4%), όπου σημειώθηκε μείωση κατά 10,5 ποσοστιαίες μονάδες και στον ονομαστικό συντελεστή.

Σημαντικές μειώσεις καταγράφονται, επίσης, σε Μάλτα, Ηνωμένο Βασίλειο, Φινλανδία. Παράγοντες της αγοράς αναφέρουν ότι με τους σημερινούς συντελεστές δεν συμφέρει να επενδύσει κάποιος στην Ελλάδα, καθώς ο επενδυτής θα διαπιστώσει ότι περισσότερο από το 55% των κερδών πηγαίνει στο ελληνικό κράτος.

Την ίδια ώρα οι φορολογικοί συντελεστές σε Ιρλανδία, Κύπρο, Λετονία και Σλοβενία κυμαίνονται από 10% έως 19%, ενώ σε Αυστρία, Εσθονία, Ισπανία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Σλοβακία και Φινλανδία είναι από 20% έως 25%.

Η χώρα μας μαζί με τη Γερμανία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο έχουν συντελεστές που κυμαίνονται μεταξύ 26%-30%. Ωστόσο, στις ανωτέρω χώρες είναι σημαντικά μικρότερος ο φόρος διανομής.

Την ίδια ώρα, στο πλαίσιο της έκθεσης του Άρθρου 4 για την οικονομία της ευρωζώνης, το ΔΝΤ αποτιμά αρνητικά την οπισθοχώρηση στις μεταρρυθμίσεις από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στο α΄εξάμηνο του 2019, στέλνοντας μήνυμα ανησυχίας στις αγορές. Όπως γράφει χαρακτηριστικά η έκθεση, οι βασικές μεταρρυθμίσεις του 2011 αντιστράφηκαν τον Αύγουστο του 2018, με την αύξηση του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του υποκατώτατου για τους εργαζομένους κάτω των 25 ετών. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, αυτές οι αλλαγές αυξάνουν τους κινδύνους για την ανάκαμψη της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας.