Καθώς η αντιμετώπιση του καλπάζοντος πληθωρισμού σχεδόν μονοπωλεί τους υπεύθυνους χάραξης νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής και η ακρίβεια τινάζει στον αέρα τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, το μεγαλύτερο πλήγμα φαίνεται να υφίστανται τα νοικοκυριά με μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα €751-€1100.

Τα παραπάνω διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, η Τράπεζα Πειραιώς, η οποία σε ανάλυσή της που έδωσε την Πέμπτη στη δημοσιότητα επιχειρεί να χαρτογραφήσει τις επιπτώσεις των πληθωριστικών πιέσεων όχι μόνο στο διαθέσιμο εισόδημα και την καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών αλλά και στην κερδοφορία των ελληνικών επιχειρήσεων.

Η διαφορά «πλούσιων και φτωχών»

Από την ανάλυση προκύπτει ότι νοικοκυριά με μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα €751-€1100 δαπανούν το 27,1% και 13,6% του εισοδήματός τους για διατροφή και ενέργεια αντίστοιχα. Στον αντίποδα νοικοκυριά με εισοδήματα άνω των €3500 δαπανούν μόνο το 18,7% και 10,5% του εισοδήματος τους στις ίδιες κατηγορίες αγαθών. Συνεπώς, τα χρήματα που ξοδεύουν τα λογότερο εύπορα νοικοκυριά για όλα τα υπόλοιπα αγαθά και υπηρεσίες ανέρχεται στο 59%-63% ενώ των εύπορων στο 70,8%.

Οι διαφορές στα καταναλωτικά πρότυπα, ανάλογα με το εισόδημα, εξηγούν σε μεγάλο βαθμό γιατί τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα πληρώνουν μεγαλύτερο «λογαριασμό» για τον πληθωρισμό. Αυτό γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρο αν συνυπολογίσουμε ότι ο πληθωρισμός που βιώνουμε σήμερα οφείλεται εν πολλοίς στην ενέργεια και στις τιμές αγροτικών προϊόντων.

Η ανάλυση της Πειραιώς αξιοποιεί την ανάλυση δαπανών και εισοδημάτων από την ΕΟΠ, 2020 σε συνδυασμό με τις τιμές αγαθών και υπηρεσιών από το μηνιαίο Δελτίο Τιμών της ΕΛΣΤΑΤ, εκτιμούμε αρχικά τρεις (3) υποδείκτες πληθωρισμού (i) ενέργειας, (ii) διατροφής και (iii) λοιπών αγαθών και υπηρεσιών ανά εισοδηματικό κλιμάκιο.

Από τους δείκτες αυτούς προκύπτει ότι εξαιτίας της διαφορετικής βαρύτητας των τριών αυτών κατηγοριών στις δαπάνες κάθε νοικοκυριού προκύπτει διαφορετικός πληθωρισμός, με ακριβώς τις ίδιες τιμές των αγαθών και υπηρεσιών.

Έτσι στα πολύ φτωχά εισοδήματα τα αγαθά και οι υπηρεσίες ενέργειας πληθωρίζονται κατά 55,5% σε ετήσια βάση ενώ στα πολύ εύπορα κατά 48,2% . Αντίθετα, τα λοιπά αγαθά και υπηρεσίες στα φτωχά νοικοκυριά αυξάνονται κατά 1,4% και στα εύπορα κατά 2,1%. Ο πληθωρισμός για τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα έως €750 είχε ήδη φτάσει τα επίπεδα του 10,6%, στα νοικοκυριά με εισόδημα €751 -€1100 στο 11,1% ενώ σε πιο εύπορα νοικοκυριά με εισοδήματα €2800 – €3500 περιορίζεται στο 9,5% και σε νοικοκυριά με εισόδημα άνω των €3500  στο 8,5%.

Συνεπώς, στην τρέχουσα συγκυρία νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα βιώνουν υψηλότερα επίπεδα πληθωρισμού, τα οποία φθίνουν όσο ανερχόμαστε στην εισοδηματική κλίμακα.

Τέλος, η αναλυτές της Τράπεζας Πειραιώς επιχειρούν να απαντήσουν στο ερώτημα: υπό την προϋπόθεση ότι τα νοικοκυριά επιθυμούν να καταναλώνουν τα ίδια επίπεδα υπηρεσιών ενέργειας και ειδών διατροφής  τότε πόσο μειώνεται το ποσοστό εισοδήματός τους που είναι διαθέσιμο για την αγορά όλων των υπολοίπων αγαθών και υπηρεσιών.

Με απλά λόγια η αύξηση των τιμών ενέργειας και τροφίμων περιορίζει κατά 8,2% το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε όλες τις λοιπές καταναλωτικές τους ανάγκες στο κάτω άκρο της κατανομής των εισοδημάτων αλλά μόνο 5,7% στο άνω άκρο των πιο ευπορών νοικοκυριών.

Ο αντίκτυπος στην κερδοφορία των επιχειρήσεων

Τέλος, οι αναλυτές προσπαθούν να ρίξουν φως στις επιπτώσεις των πληθωριστικών πιέσεων και της ακρίβειας στα κέρδη των επιχειρήσεων.

Με δεδομένο ότι ο ο τρέχων πληθωρισμός είναι εξωγενής, αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι όλοι οι κλάδοι και οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα θα επηρεαστούν αρνητικά. Ωστόσο, η ιστορική εμπειρία οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα.

Η εμπειρία του παρελθόντος

Η τελευταία περίοδος στην προ-κρίσης Ελλάδα, δηλαδή προ του 2010, κατά την οποία καταγράφηκε απότομα αύξηση των διεθνών τιμών ενέργειας ήταν το 2008, όταν η τιμή του πετρελαίου κορυφώθηκε στα μέσα του έτους στα 147 δολάρια το βαρέλι από 51 δολάρια στις αρχές του 2007.

Προκειμένου λοιπόν να προσεγγίσει την επίδραση αυτής της εξωγενούς αύξησης των τιμών ενέργειας στην κερδοφορία των ελληνικών επιχειρήσεων συγκρίνει το λειτουργικό περιθώριο κέρδους των βασικών κλάδων της ελληνικής οικονομίας το 2008 σε σχέση με το μέσο όρο του λειτουργικού κέρδους των ίδιων κλάδων την προηγούμενη τριετία 2005-2007.

Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι, ενώ συνολικά η κερδοφορία παρουσίασε οριακή πτώση κατά 0,7%, υπήρξε ένας σημαντικός αριθμός κλάδων και μάλιστα πολύ ενεργοβόρων, όπως η διύλιση πετρελαίου και οι αερομεταφορές, οι οποίοι ευνοήθηκαν από την αύξηση των τιμών ενέργειας. Οι κλάδοι αυτοί κατά γενική ομολογία ήταν σε θέση να υπερασπιστούν τα περιθώρια κέρδους τους «μετακυλίοντας» τις αυξήσεις στο αγοραστικό κοινό τους.

Ταυτόχρονα, υπήρξαν κλάδοι, όπως το real estate, οι διοικητικές και υποστηρικτικές υπηρεσίες και η εστίαση, οι οποίοι ευνοήθηκαν από το γενικότερο πληθωριστικό περιβάλλον που δημιουργήθηκε στην ευρύτερη οικονομία. Στον αντίποδα υπήρξαν φυσικά και κλάδοι, όπως, η παραγωγή ηλεκτρισμού, οι κατασκευές, οι μεταφορές εκτός των αερομεταφορών, η μεταλλουργία και η φαρμακοβιομηχανία, οι οποίοι αδυνατούσαν να μετακυλήσουν τις αυξήσεις των τιμών στους πελάτες τους και στους τελικούς καταναλωτές, με αποτέλεσμα να καταγράψουν μείωση της κερδοφορίας τους έως και διψήφιο ποσοστό.

Ο κλάδος της ενέργειας

Οι συνθήκες που επικρατούν τόσο θεσμικά όσο και επιχειρηματικά, έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά σε σχέση με την περίοδο 2005-2008. Το φυσικό αέριο έχει πλέον υψηλότερη διείσδυση στο ενεργειακό μίγμα έναντι του λιγνίτη, ως καύσιμο «γέφυρα» για την πράσινη ενεργειακή μετάβαση και ο βαθμός ενεργειακής εξάρτησης της χώρας από το εξωτερικό έχει αυξηθεί. Όλα τα παραπάνω εντείνουν την αβεβαιότητα για την κατεύθυνση της πληθωριστικής επίπτωσης στο περιθώριο κέρδους του κλάδου, το οποίο ενδεχομένως να μην επηρεαστεί στον ίδιο βαθμό όπως στο παρελθόν, καταλήγει η τράπεζα.

Μπορείτε να δείτε ολόκληρη την ανάλυση πατώντας εδώ