Του Κωστή Πλάντζου

Μήνυμα πως «μόνον όταν η Ελλάδα βγει στις αγορές, θα βγούμε και από την κρίση» εκπέμπει η Ενδιάμεση Έκθεση του Διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος, την οποία υπέβαλε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής, ο κύριος Γιάννης Στουρνάρας.

Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι αν μειωθούν οι φόροι, θα αυξηθεί το ΑΕΠ και θα ευνοήσει την Ανάπτυξη. Αντιθέτως, υποστηρίζει ότι «η μη εφαρμογή των θεσμοθετημένων περικοπών στις συντάξεις το 2019, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγούν σε προς τα άνω αναθεώρηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, και αποτελούν το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα». Καλεί έτσι την κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το θέμα των δικαστικών ανατροπών και των μαζικών διεκδικήσεων για αναδρομικά από το Δημόσιο.

Προβλέπει επίσης μικρότερη Ανάπτυξη για το 2019 (στο 2,3% του ΑΕΠ αντί 2,5% που προβλέπει ο Προϋπολογισμός που μόλις ψηφίστηκε) και, επιπλέον, καταθέτει μια δεκάδα προτάσεων και μεταρρυθμίσεων στα οποία θα πρέπει να στοχεύσει η κυβέρνηση. «Καμπανάκι» κτυπά όμως για τις δικαστικές αποφάσεις, την υπερβολικά υψηλή φορολογία αλλά και για τα «κόκκινα δάνεια», σημειώνοντας πως απαιτούνται παρεμβάσεις και στα μέτωπα αυτά.

Ειδικότερα, στην έκθεση επισημαίνεται ότι:

– «η σημαντικότερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία στο άμεσο μέλλον είναι η επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις χρηματοπιστωτικές αγορές με βιώσιμους όρους».

– το «μαξιλαράκι» για έξοδο στις αγορές «σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί λόγο εφησυχασμού».

– θα πρέπει να συνεχιστεί με αποφασιστικότητα η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.

– «οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων παραμένουν υψηλές και ευμετάβλητες, λόγω των πρόσφατων αναταράξεων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, ιδιαίτερα στην Ιταλία, αλλά και λόγω της ανησυχίας σχετικά με το ενδεχόμενο ανατροπής ήδη συμφωνημένων και νομοθετημένων μέτρων πολιτικής και μεταρρυθμίσεων».

«Μεγάλη έμφαση» στη φορολογία

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 2,1% το 2018, 2,3% το 2019 και 2,2% το 2020. Θετικά αναμένεται να κινηθούν το 2019 οι οι εξαγωγές, η ανεργία αλλά και η ιδιωτική κατανάλωση.

Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν, ιδιαίτερα από το 2019 και έπειτα, σε συνάρτηση με την ενίσχυση της εμπιστοσύνης και τη σταδιακή αποκατάσταση της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα.

Κίνδυνοι

Ωστόσο, με κομψό τρόπο, η έκθεση επισημαίνει ότι παρά τις θετικές εξελίξεις στο δημοσιονομικό τομέα, η υπερβολική λιτότητα πλήττει την πραγματική Οικονομία. «Η υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου που παρατηρείται τα τελευταία έτη συμβάλλει στη συγκράτηση του δημόσιου χρέους και ενισχύει την εμπιστοσύνη των αγορών (…) Ωστόσο, η δημοσιονομική υπεραπόδοση επιφέρει αρνητική επίδραση στην πραγματική οικονομία, καθώς βασίζεται στην αυξημένη φορολογική επιβάρυνση και στην περικοπή των επενδυτικών δαπανών, με αποτέλεσμα την αποθάρρυνση των επενδύσεων, την αποδυνάμωση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, αλλά και την αύξηση της παραοικονομίας.

Όσον αφορά το δημοσιονομικό πεδίο, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η μη εφαρμογή των θεσμοθετημένων περικοπών στις συντάξεις το 2019, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγούν σε προς τα άνω αναθεώρηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, και αποτελούν το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα.

Επίσης, παρά τις θετικές εξελίξεις και στο χρηματοπιστωτικό τομέα, «το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών παραμένει εξαιρετικά υψηλό. Η ετήσια μεταβολή της τραπεζικής χρηματοδότησης προς το μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα παραμένει αρνητική και το μέσο επιτόκιο των τραπεζικών χορηγήσεων προς τον τομέα αυτό αυξήθηκε ελαφρά τους τέσσερις τελευταίους μήνες».

Επιπλέον, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, λόγω αναταράξεων στις διεθνείς αγορές αλλά και της ανησυχίας σχετικά με το ενδεχόμενο ανατροπής νομοθετημένων μέτρων πολιτικής και μεταρρυθμίσεων. «Τα παραπάνω συνεπάγονται ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν υψηλό κόστος δανεισμού».

Ιδιαίτερα επισημαίνεται οι μεγάλες προκλήσεις είναι:

– το υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, του οποίου η βιωσιμότητα έχει διασφαλιστεί μεσοπρόθεσμα,

– το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων,

– το μεγάλο ποσοστό ανεργίας,

– η μετανάστευση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης,

– το μεγάλο επενδυτικό κενό

– το υψηλό ποσοστό φτώχειας στον πληθυσμό

– η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα που έχει μάλιστα υποχωρήσει τα τελευταία δύο χρόνια.

– η προβλεπόμενη μείωση του πληθυσμού (λόγω της δημογραφικής γήρανσης) που θα ασκήσει καθοδική πίεση στη δυνητική ανάπτυξη

– η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο, που συνιστά κίνδυνο στην βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, καθώς η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι κάτι τέτοιο θα επιβραδύνει την ανάπτυξη.

– η περιοριστική επίδραση των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων θα είναι σημαντικά εντονότερη αν συνοδεύεται από υψηλή φορολογία.

Επίσης διακρίνει και εξωτερικούς κινδύνους ή αβεβαιότητες για το 2019, όπως:

1. ενδεχόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας

2. αναταράξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ιδιαίτερα στην Ιταλία, και στις αγορές συναλλάγματος διεθνώς,

3. εμπλοκή στη συμφωνία για αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ.

Τράπεζες

Η κερδοφορία των τραπεζών πριν από φόρους παρέμεινε αδύναμη και σημαντικά χαμηλότερη από ό,τι την αντίστοιχη περίοδο του 2017, ενώ, μετά από φόρους και μη επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες, το εννεάμηνο του 2018 καταγράφονται ζημίες μεγαλύτερες από ό,τι την αντίστοιχη περίοδο του 2017.

Το τραπεζικό σύστημα έχει ικανοποιητική κεφαλαιακή επάρκεια (Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών– CET1) και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παραμένουν σε ικανοποιητικό επίπεδο (15,6% και 16,2% αντίστοιχα στο τέλος Σεπτεμβρίου 2018). Το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) των τραπεζών υποχωρεί σταδιακά – χρειάζονται όμως πιο φιλόδοξες λύσεις για την ταχύτερη αποκλιμάκωσή του

Ωστόσο, συστήνει ότι «θα πρέπει να εξεταστούν και άλλες λύσεις που θα διευκόλυναν τη μεταφορά των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από τους ισολογισμούς των τραπεζών σε άλλες οντότητες, για παράδειγμα σε μια κεντρική εταιρία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, χωρίς να δημιουργηθούν πρόσθετοι δημοσιονομικοί κίνδυνοι και αφού έχουν ληφθεί υπόψη οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στην κεφαλαιακή βάση των τραπεζών».

Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος, στην πρόσφατη Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, παρουσίασε την πρότασή της για τη δημιουργία Εταιρίας Ειδικού Σκοπού (Special Purpose Vehicle) που θα απορροφήσει μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους 40 δισεκ. ευρώ περίπου, με την παράλληλη χρήση αναβαλλόμενου φόρου ύψους 7,5 δισ. ευρώ.

Αναλυτικότερα:

Βελτίωση μεν στα δημόσια οικονομικά, κίνδυνος δε η υπερφορολόγηση

Θετικές καταγράφονται οι εξελίξεις στο δημοσιονομικό τομέα. Το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης το 2017, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τον ορισμό του προγράμματος, διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα 4,1% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας σημαντικά το στόχο για πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ, για τρίτο συνεχές έτος. Η υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου που παρατηρείται τα τελευταία έτη συμβάλλει στη συγκράτηση του δημόσιου χρέους και ενισχύει την εμπιστοσύνη των αγορών, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής διαχείρισης αλλά και την αποφασιστικότητα των ελληνικών αρχών να επιτύχουν τους καθορισμένους δημοσιονομικούς στόχους. Ωστόσο, η δημοσιονομική υπεραπόδοση επιφέρει αρνητική επίδραση στην πραγματική οικονομία, καθώς βασίζεται στην αυξημένη φορολογική επιβάρυνση και στην περικοπή των επενδυτικών δαπανών, με αποτέλεσμα την αποθάρρυνση των επενδύσεων, την αποδυνάμωση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, αλλά και την αύξηση της παραοικονομίας.

Υποχωρεί σταδιακά αλλά όχι αρκετά το απόθεμα των NPEs

Στο κεφάλαιο για τις τράπεζες, η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος επισημαίνει ότι το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) των τραπεζών υποχωρεί σταδιακά – χρειάζονται όμως πιο φιλόδοξες λύσεις για την ταχύτερη αποκλιμάκωσή του.

Όπως σημειώνεται, οι τράπεζες σημείωσαν αξιόλογη πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ) ανήλθαν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2018 σε 84,7 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 9,7 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2017 και κατά περίπου 22,5 δισεκ. ευρώ (δηλ. περισσότερο από 20%) έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΑ. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του 2018 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές (4,4 δισεκ. ευρώ) και πωλήσεις (5,2 δισεκ. ευρώ) μη εξυπηρετούμενων δανείων. Βελτίωση εμφανίζουν και οι εισπράξεις από ρευστοποιήσεις, καθώς οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί παράγουν τα πρώτα αποτελέσματα. Ωστόσο, το συνολικό ποσό που ανακτήθηκε από τις τράπεζες με αυτόν τον τρόπο παραμένει χαμηλό. Συνολικά, παρά τις βελτιώσεις στο οικονομικό και θεσμικό περιβάλλον, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης των ΜΕΑ παραμένουν περιορισμένες. Επιπροσθέτως, οι νέες ροές μη εξυπηρετούμενων δανείων που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του εννεαμήνου εξακολουθούν να υπερβαίνουν τις πιστώσεις που επιστρέφουν σε τακτική εξυπηρέτηση.

Συνολικά, και με βάση τις τάσεις που παρατηρούνται τα τελευταία δύο τουλάχιστον χρόνια, ο ρυθμός μείωσης των ΜΕΑ, αν και εμφανίζεται βελτιωμένος, δεν είναι ικανός ώστε να επιτευχθεί σύντομα μία σημαντική αποκλιμάκωση του υπολοίπου τους. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη υποβάλει αναθεωρημένους επιχειρησιακούς στόχους για τα ΜΕΑ, οι οποίοι καλύπτουν το διάστημα μέχρι το 2021. Κατά την προσεχή περίοδο, αυξημένη συμβολή στη μείωση των ΜΕΑ αναμένεται να έχουν οι πωλήσεις δανείων, οι εισπράξεις δανείων, η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και οι επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων, ούτως ώστε το ποσοστό των ΜΕΑ στο σύνολο των ανοιγμάτων να υποχωρήσει σε περίπου 20% ή χαμηλότερα μέχρι το 2021. Στη βάση αυτή θα πρέπει να εξεταστούν και άλλες λύσεις που θα διευκόλυναν τη μεταφορά των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από τους ισολογισμούς των τραπεζών σε άλλες οντότητες, για παράδειγμα σε μια κεντρική εταιρία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, χωρίς να δημιουργηθούν πρόσθετοι δημοσιονομικοί κίνδυνοι και αφού έχουν ληφθεί υπόψη οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στην κεφαλαιακή βάση των τραπεζών. Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος, στην πρόσφατη Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, παρουσίασε την πρότασή της για τη δημιουργία Εταιρίας Ειδικού Σκοπού (Special Purpose Vehicle) που θα απορροφήσει μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους 40 δισεκ. ευρώ περίπου, με την παράλληλη χρήση αναβαλλόμενου φόρου ύψους 7,5 δισεκ. Ευρώ.

Συρρίκνωση της κερδοφορίας των τραπεζών

Σημειώνεται επίσης ότι η κερδοφορία των τραπεζών πριν από φόρους παρέμεινε αδύναμη και σημαντικά χαμηλότερη από ό,τι την αντίστοιχη περίοδο του 2017, ενώ, μετά από φόρους και μη επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες, το εννεάμηνο του 2018 καταγράφονται ζημίες μεγαλύτερες από ό,τι την αντίστοιχη περίοδο του 2017.

Ικανοποιητική κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού συστήματος

Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παραμένουν σε ικανοποιητικό επίπεδο (15,6% και 16,2% αντίστοιχα στο τέλος Σεπτεμβρίου 2018). Στο πλαίσιο της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που διενεργήθηκε στις αρχές του έτους, δεν εντοπίστηκε κεφαλαιακό έλλειμμα στις τέσσερις σημαντικές ελληνικές τράπεζες. Τα αποτελέσματα ανά τράπεζα συνεκτιμώνται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό μέσω της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης, στο πλαίσιο των απαιτήσεων του Πυλώνα ΙΙ. Σκοπός της άσκησης ήταν να αξιολογηθεί η ανθεκτικότητα των τραπεζών σε οικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές για την τριετία 2018-2020, με σημείο αναφοράς τα μεγέθη της 31ης Δεκεμβρίου 2017, αναμορφωμένα για την επίπτωση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (ΔΠΧΠ 9).

Οι σημαντικότερες προκλήσεις της οικονομίας

Οι κυριότερες προκλήσεις για την ελληνική οικονομία είναι το υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, του οποίου η βιωσιμότητα έχει διασφαλιστεί μεσοπρόθεσμα, το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, το μεγάλο ποσοστό ανεργίας, η μετανάστευση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης, το μεγάλο επενδυτικό κενό και το σχετικά υψηλό ποσοστό φτώχειας στον πληθυσμό. Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλή σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και έχει μάλιστα υποχωρήσει τα τελευταία δύο χρόνια.

Κίνδυνος από τη μη περικοπή των συντάξεων

Όσον αφορά το δημοσιονομικό πεδίο, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η μη εφαρμογή των θεσμοθετημένων περικοπών στις συντάξεις το 2019, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγούν σε προς τα άνω αναθεώρηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, και αποτελούν το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα.

Προτάσεις πολιτικής για την ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής

Οι παραπάνω προκλήσεις θα πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα, προκειμένου να επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας και να αυξηθεί η ανθεκτικότητά της σε εξωτερικούς κινδύνους. Προς το σκοπό αυτό, προτείνονται οι ακόλουθες παρεμβάσεις πολιτικής:

1ον Μείωση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων ασκεί αρνητική επίδραση στην προσφορά πιστώσεων, δεσμεύοντας τραπεζικά κεφάλαια και χρηματοδοτικούς πόρους σε μη παραγωγικές τοποθετήσεις. Επιπλέον, η ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό είναι ασθενέστερη, κυρίως επειδή η έλλειψη τραπεζικών πιστώσεων επηρεάζει τις επενδύσεις. Για να επιτευχθεί ταχύτερη αποκλιμάκωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, θα πρέπει να εξεταστούν και πρόσθετες, πέραν των προσπαθειών των ίδιων των τραπεζών, συστημικές λύσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος παρουσίασε την πρότασή της για τη δημιουργία Εταιρίας Ειδικού Σκοπού (Special Purpose Vehicle) για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με χρήση μέρους των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.

2ον Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής. Η υπερβολική εξάρτηση της δημοσιονομικής προσαρμογής από τους φόρους συνιστά αντικίνητρο τόσο για την εργασία όσο και για τις επενδύσεις, διογκώνοντας παράλληλα και την παραοικονομία. Επίσης, η υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων τα δύο τελευταία χρόνια επηρεάζει το ύψος των επενδύσεων σε υποδομές και τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική. Αντίθετα, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στην υλοποίηση εκείνων των μεταρρυθμίσεων που θα επιτρέψουν την αναδιάταξη του δημοσιονομικού μίγματος προς την κατεύθυνση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της ανακατανομής της δημόσιας δαπάνης προς εκείνες τις κατηγορίες που επιφέρουν μόνιμο αναπτυξιακό αποτέλεσμα.

3ον Υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να διαφυλαχθούν τα έως τώρα δημοσιονομικά επιτεύγματα και να ενισχυθεί η αξιοπιστία της ασκούμενης πολιτικής η οποία αντανακλάται στη διεθνή πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Παράλληλα, στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας μετά το πρόγραμμα, απαιτείται η έγκαιρη ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων-δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που έχει στην κατοχή του το Ευρωσύστημα (SMP και ANFA). Κάτι τέτοιο θα έχει θετική επίδραση στην προσπάθεια για την έξοδο της χώρας στις αγορές. Η τυχόν ανατροπή συμφωνημένων πολιτικών λειτουργεί προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση.

4ον Επιτάχυνση της υλοποίησης των ιδιωτικοποιήσεων, ειδικά αυτών με υψηλή συμβολική σημασία και αναπτυξιακό αποτέλεσμα (όπως της αξιοποίησης του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού). Κάτι τέτοιο θα έχει θετική επίδραση στη συνολική επενδυτική δαπάνη.

5ον Προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, καθώς οι εγχώριες αποταμιεύσεις δεν επαρκούν για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας. Ως εκ τούτου, πρέπει να δοθεί έμφαση στις πολιτικές που θα καταστήσουν περισσότερο ελκυστική την πραγματοποίηση επενδύσεων στη χώρα. Συγκεκριμένα, αυτές είναι η μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων, η αύξηση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και η μείωση της γραφειοκρατίας.

6ον Η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, η ασφάλεια δικαίου, η σαφήνεια και η σταθερότητα του νομικού πλαισίου αποτελούν θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την ενίσχυση του περί δικαίου αισθήματος των πολιτών, τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης.

7ον Ενδυνάμωση του τριγώνου της γνώσης (εκπαίδευση, έρευνα, καινοτομία) και η ενθάρρυνση της στενής συνεργασίας επιχειρήσεων και ερευνητικών κέντρων. Η συστηματική χρήση καινοτόμων τεχνολογιών και η αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου σε εμπορεύσιμους κλάδους δραστηριότητας μπορούν να συμβάλουν στο μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας προς ένα νέο παραγωγικό πρότυπο βασισμένο στη γνώση και τις εξαγωγές.

8ον Ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Κάτι τέτοιο απαιτεί τη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, ιδιαίτερα στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η ενίσχυση της εξωστρέφειας τομέων της οικονομίας την τελευταία τριετία συνδέεται άμεσα με άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών και με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έλαβαν χώρα τα προηγούμενα χρόνια.

9ον Διατήρηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας. Η οικονομία βρίσκεται σε μία περίοδο που η ανάκαμψη, αν και έχει ξεκινήσει, δεν έχει ακόμη αποκτήσει ισχυρά θεμέλια μέσα από εύρωστους ρυθμούς ανάπτυξης και αύξησης της απασχόλησης. Κατά συνέπεια, κάθε ρυθμιστική παρέμβαση για την προστασία των εργαζομένων πρέπει να διαφυλάσσει την ευελιξία της αγοράς εργασίας, καθώς και τα οφέλη της επίπονης ευρύτερης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας της περιόδου 2010-2017.

10ον Η υπό διαβούλευση πρόταση για αύξηση των κατώτατων μισθών πρέπει να συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, έτσι ώστε να διασφαλίσει τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της ελληνικής οικονομίας εν γένει. Επίσης, μια αύξηση των κατώτατων μισθών πρέπει να συνοδευθεί από στοχευμένες παρεμβάσεις υπέρ εργαζομένων, επιχειρήσεων και κλάδων που αναμένεται να πληγούν περισσότερο, όπως στοχευμένες ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης ή μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, καθώς και από πιο αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς εργασίας, ώστε να περιοριστούν τα περιθώρια κατάχρησης της ευελιξίας που παρέχει το παρόν ρυθμιστικό πλαίσιο και να αποτραπεί η αύξηση της παραοικονομίας.