«Είμαστε ακόμη ζωντανοί!», με αυτόν τον τρόπο ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θ. Φέσσας, θέλησε να υπογραμμίσει την ανάγκη η Ελλάδα, εφόσον, φυσικά, στο αυριανό Eurogroup υπάρξει συμφωνία, να μη χάσει μία τελευταία, αν και δύσκολη ευκαιρία, ούτως ώστε να ξεφύγει της κρίσης.

Σε ομιλία του υπό τον τίτλο «Η Ελλάδα πέρα από την κρίση: Ισχυρή βιομηχανία για καινοτομία, ανάπτυξη και δουλειές», στα πλαίσια του Βιομηχανικού Συνεδρίου, ο κ. Φέσσας, τονίζει ότι παρά τα προβλήματα και τις καθυστερήσεις, τελικώς, η Ελλάδα έχει μία ευκαιρία και μπορεί, αν και δύσκολα, να τα καταφέρει.

Γιατί, όμως, καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα; Ο κ. Φέσσας παραθέτει τέσσερις λόγους:

«Πρώτον: Η ποσοτική χαλάρωση, τα χαμηλά επιτόκια, η πτώση των διεθνών τιμών πρώτων υλών, η υπερπροσφορά διεθνών κεφαλαίων, η οικονομική αποδυνάμωση των BRICS, όλα αυτά δημιουργούν ευκαιρίες επενδύσεων στην Ευρώπη, άρα και στην Ελλάδα.

» Δεύτερον: Μετά την πρωτόγνωρη περιπέτεια της περασμένης χρονιάς, τείνει να επιτευχθεί στη χώρα μας μια ευρύτερη πολιτική αποδοχή και κοινωνική ωρίμανση, ότι δηλαδή η παραμονή στην Ευρωζώνη είναι η μόνη βιώσιμη λύση. Βέβαια αν αυτό είχε γίνει έγκαιρα, θα είχαμε γλυτώσει πολύ οδύνη, χρόνο και χρήμα.

»Τρίτον: Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και ευκαιρίες ανάπτυξης.

» Τέταρτον: Είμαστε ακόμη ζωντανοί! Η βιομηχανία και οι επιχειρήσεις είναι ακόμη εδώ παρά τις πρωτοφανείς δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα τελευταία χρόνια».

Παράλληλα υπογράμμισε ότι η θέση της Ελλάδας είναι μέσα στην Ευρωζώνη, κάτι το οποίο έχει αποδειχθεί περίτρανα τα τελευταία χρόνια, ενώ τόνισε την επιτακτική ανάγκη να δημιουργηθεί ένα κατάλληλο περιβάλλον ώστε να ενισχυθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις.

Φρόντισε, παράλληλα, να ασκήσει κριτική στο μείγμα πολιτικής που επιλέγει η κυβέρνηση προκειμένου να εξέλθει η χώρα από την κρίση, υπογραμμίζοντας ότι: «Στον ΣΕΒ δεν έχουμε πολιτική ατζέντα. Δεν συμμετέχουμε σε κομματικές αντιπαραθέσεις. Ούτε ως σύμμαχοι, ούτε ως αντίπαλοι.
Άλλωστε είναι γνωστό ότι εμείς μένουμε σταθεροί στις απόψεις μας. Επιλέγουμε να τοποθετούμαστε πάντοτε με ρεαλισμό, συνέπεια και υπευθυνότητα έναντι των μακροπρόθεσμων εθνικών συμφερόντων. Πολλές φορές ενάντια ακόμη και σε επιμέρους δικά μας συμφέροντα.

» Το αποδείξαμε με τη στάση μας, όταν συναινέσαμε στην προσωρινή αύξηση των εργοδοτικών εισφορών. Για το κοινό καλό. Παρά την επιβάρυνση του ήδη υψηλού μη μισθολογικού κόστους. Προσδοκώντας ότι έτσι θα έκλεινε η αξιολόγηση τον περασμένο Ιανουάριο.

» Αυτό δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε με το μίγμα πολιτικής που συνοδεύει την περαίωση της πρώτης αξιολόγησης. Για την ακρίβεια διαφωνούμε ριζικά.

» Γιατί αυτό το μίγμα πολιτικής:

– Συμπιέζει εισοδηματικά -μέσω φορολογίας και εισφορών- τις πλέον παραγωγικές δυνάμεις, αυτές που εργάζονται, επιχειρούν, επενδύουν και παράγουν εισόδημα. Αυτές δηλαδή από τις οποίες προσδοκούμε την ανάπτυξη!

– Δεν διευρύνει την φορολογική βάση και δεν χτυπάει την φοροδιαφυγή.

– Δεν περιορίζει περιττές και ανορθολογικές δαπάνες του κράτους.

– Δεν αναλαμβάνει την ιδιοκτησία των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.

– Και δυστυχώς δεν πετυχαίνει την πραγματική στήριξη των ασθενέστερων. Αναδιανομή πόρων από μια πίτα που συνεχώς μικραίνει δεν μπορεί να γίνει. Πραγματική στήριξη δίνεται όταν υπάρχουν καλές δουλειές χαμηλότεροι φόροι, φθηνότερα προϊόντα, καλύτερες υπηρεσίες του κράτους. Για όλους».

Κάλεσε, επίσης, όλους τους εμπλεκόμενους – επιχειρήσεις, εργαζόμενους και Πολιτεία – να καθίσουν σε ένα τραπέζι και «να σχεδιάσουμε μαζί την Ανάπτυξη. Όπως κάνουν όλες οι σοβαρές χώρες».