του Μάριου Ροζάκου

Την πιστοποίηση της Eurostat ότι ο περυσινός κρατικός προϋπολογισμός έκλεισε με σημαντική υπέρβαση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα περιμένει σήμερα η κυβέρνηση, «ξεχνώντας» ότι αυτή οφείλεται στην υπεβολική λιτότητα που επέβαλε. Το υπουργείο Οικονομικών έχει προεξοφλήσει από τις 5 Απριλίου (στο τελευταίο οικονομικό δελτίο που εξέδωσε) ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 θα διαμορφωθεί τουλάχιστον στο 3,9% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τον ορισμό της ενισχυμένης εποπτείας, έναντι στόχου 3,5%, παρότι στην εκπνοή του περασμένου έτους διατέθηκαν πάνω από 2 δισ. ευρώ για «κοινωνικό μέρισμα» και αναδρομικά ειδικών μισθολογίων.
 
Τα στοιχεία για το 2018 είναι σημαντικά, διότι επηρεάζουν άμεσα τις προβλέψεις που καλείται να κάνει η κυβέρνηση στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) για την περίοδο 2020-2023. Το τελικό κείμενο του νέου ΜΠΔΣ πρέπει να υποβληθεί στις Βρυξέλλες έως το τέλος του μήνα και να κατατεθεί σε λίγες εβδομάδες στη Βουλή. Παράλληλα, το Μέγαρο Μαξίμου και το οικονομικό επιτελείο σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν τη σημερινή ανακοίνωση της Eurostat ως «πάτημα», για να υποστηρίξουν ότι η δυναμική του 2018 θα επηρεάσει θετικά τη φετινή χρονιά (carry over effect) και ότι οι στόχοι θα ξεπεραστούν και το 2019, δίνοντας περιθώριο (προεκλογικών) φορο-ελαφρύνσεων.
 
Ωστόσο, οι τεχνοκράτες των ευρωπαϊκών θεσμών θεωρούν ότι τα περιθώρια υπέρβασης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ είναι ελάχιστα φέτος. Οικονομικοί αναλυτές επισημαίνουν, εξάλλου, ότι υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι, όπως η διαφαινόμενη διάψευση της κυβερνητικής πρόβλεψης για ανάπτυξη 2,5% φέτος, οι δικαστικές αποφάσεις για τα αναδρομικά κ.λπ.
 
Η κυβέρνηση είχε προβλέψει για το 2018 πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,56% στο ΜΠΔΣ 2019-2022, ενώ αναθεώρησε την πρόβλεψή της προς τα πάνω, στο 3,98%, στον κρατικό προϋπολογισμό του 2019, προτού προχωρήσει στη διανομή του «κοινωνικού μερίσματος». Διευκρινίζεται ότι η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) και η Eurostat υπολογίζουν το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος με βάση το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών (ESA) και όχι σύμφωνα με τον ορισμό της ενισχυμένης εποπτείας (υπάρχουν διαφορές στα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις, από την επιστροφή κερδών των ελληνικών ομολόγων κ.ά.). Έτσι, για παράδειγμα, πέρυσι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2017 υπολογίστηκε από την ΕΛΣΤΑΤ στο 4% του ΑΕΠ, ενώ με όρους μεταμνημονιακής εποπτείας ανήλθε στο 4,2%.
 
Η πρόωρη αποπληρωμή του ΔΝΤ
 
Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος έχει ήδη ρίξει σαν νερό στον μύλο της παροχολογίας τα 150 εκατ. ευρώ που προβλέπεται να εξοικονομηθούν σε διετή βάση από την πρόωρη αποπληρωμή του ακριβότερου μέρους του χρέους προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), δηλώνοντας ότι μπορούν να οδεύσουν σε μειώσεις φόρων και κοινωνική πολιτική. Η διαδικασία για την πρόωρη εξόφληση των 3,7 δισ. ευρώ, τα οποία βαρύνονται με επιτόκιο 5,13%, ξεκίνησε με την αποστολή του σχετικού αιτήματος προς τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) χθες, αλλά δεν αναμένεται να ολοκληρωθεί πριν από τα μέσα έως τέλη Ιουνίου. Η ουσιαστική εξέταση του αιτήματος από τον ESM εκτιμάται ότι θα ξεκινήσει περί τα μέσα Μαΐου. Άλλωστε, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί υπολειτουργούν αυτές τις ημέρες, λόγω του εορτασμού του Καθολικού Πάσχα.
 
Η επίσημη έγκριση του ESM είναι απαραίτητη, διότι οι συμφωνίες με τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης τα οποία προσέφυγαν στη δανειακή βοήθειά του προβλέπουν ότι έχει καθεστώς «προτιμώμενο πιστωτή» (preferred creditor), όπως και το ΔΝΤ. Αυτό σημαίνει πως εάν οι οφειλές μιας χώρας προς το ΔΝΤ προεξοφληθούν χωρίς την έγκριση του ESM, τότε η χώρα θα πρέπει να πληρώσει άμεσα στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό την αντίστοιχη αναλογία του ανεξόφλητου δανείου της. Πρακτικά, δηλαδή, εάν η Ελλάδα αποπλήρωνε τα 3,7 δισ. ευρώ (38% των συνολικών οφειλών της προς το ΔΝΤ) χωρίς το «πράσινο φως» του ESM, τότε θα έπρεπε να καταβάλει στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και στον προκάτοχό του, τον EFSF, 72,5 δισ. ευρώ (το 38% των 190,8 δισ. ευρώ που δάνεισαν στη χώρα).
 
To ελληνικό αίτημα θα πρέπει να υποβληθεί επίσης στο Eurogroup, ώστε να εξεταστεί από ορισμένα κοινοβούλια της ευρωζώνης, όπως το γερμανικό. Το θέμα αναμένεται να συζητηθεί στο προσεχές Euro Working Group της 2ας Μαΐου, προκειμένου να ενταχθεί στην ατζέντα του επόμενου Eurogroup, το οποίο θα πραγματοποιηθεί στις 16 Μαΐου.
 
Σε κάθε περίπτωση, το ΔΝΤ θα παραμείνει σε ρόλο τεχνικού συμβούλου των ευρωπαϊκών θεσμών για την ενισχυμένη μεταπρογραμματική εποπτεία της Ελλάδας έως τον Ιούνιο του 2022 και θα εξακολουθήσει και μετά να εκδίδει τις εκθέσεις του για την ελληνική οικονομία. Άλλωστε, πέρα από τα 3,7 δισ. ευρώ που θα προεξοφληθούν, η χώρα μας οφείλει στον διεθνή οργανισμό άλλα 6 δισ. ευρώ. Από το ποσό αυτό, τα 4 δισ. ευρώ έχουν επιτόκιο 2,13% και τα τελευταία 2 δισ. ευρώ λίγο κάτω από 1%. Με τα σημερινά δεδομένα, η τελευταία δανειακή δόση προς το Ταμείο ανέρχεται στα 300 εκατ. ευρώ και λήγει στις 3 Ιουνίου του 2024.