Στους κλάδους με τις υψηλότερες χρηματοδοτήσεις περιλαμβάνονται ο τουρισμός αλλά και τα ακίνητα, απορροφώντας 1 στα 4 ευρώ νέων χρηματοδοτήσεων, πέραν φυσικά των κλάδων της ενέργειας και των μεταφορών όπου κατευθύνεται το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων από τις τράπεζες.

Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος, στην ανάκαμψη της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις κατά την περίοδο Αυγούστου 2018- Οκτωβρίου 2019 έχουν συμβάλει περισσότερο οι κλάδοι της α) ενέργειας, β) των μεταφορών (πλην ναυτιλίας), γ) του τουρισμού και δ) των δραστηριοτήτων οι οποίες σχετίζονται με τη διαχείριση ακινήτων.

Αναλυτικότερα, η σωρευτική καθαρή ροή χρηματοδότησης προς το σύνολο των επιχειρήσεων κατά την προαναφερθείσα περίοδο ήταν 2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 1.060 εκατ. ευρώ, δηλαδή το 52%, διοχετεύθηκαν από τις τράπεζες προς τις επιχειρήσεις που ανήκουν στον κλάδο της ενέργειας, 581 εκατ. ευρώ (29%) προς τον κλάδο των μεταφορών πλην ναυτιλίας, 302 εκατ. ευρώ (15%) προς τον κλάδο των δραστηριοτήτων οι οποίες σχετίζονται με τον τουρισμό και 223 εκατ. ευρώ (11%) προς τον κλάδο δραστηριοτήτων σχετικών με τη διαχείριση ακίνητης περιουσίας.

Οι θετικές επιδόσεις κατά τη διάρκεια της τελευταίας επταετίας για τον τουριστικό κλάδο, ο οποίος έχει “τροφοδοτήσει” σε μεγάλο βαθμό και την άνοδο στα ακίνητα το προηγούμενο διάστημα (σ.σ. κυρίως μέσα από τις βραχυπρόθεσμες τουριστικές μισθώσεις, οι οποίες φαίνεται ότι τώρα -ως ένα βαθμό- έχουν αρχίσει να φρενάρουν), έχει διατηρήσει σε υψηλά επίπεδα τις χρηματοδοτήσεις ειδικά των μεγαλύτερων επιχειρήσεων του τομέα, στην προσπάθειά τους για ποιοτικότερο τουριστικό προϊόν.

Χρηματοδότηση συγκεκριμένων τουριστικών projects υπήρξε ακόμη και κατά τη διάρκεια της κρίσης, σύμφωνα με τα στελέχη των τραπεζών, «για επενδύσεις από υγιείς επιχειρήσεις που είχαν λεπτομερές business plan», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η ΤτΕ υπογραμμίζει ιδιαίτερα το γεγονός των αυξημένων επενδύσεων για αύξηση των διαθέσιμων κλινών την περίοδο 2010-2019 και την αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος με τη σημαντική αύξηση των κλινών των πολυτελών ξενοδοχείων (5 και 4 αστέρων).

Αύξηση 10% στις κλίνες, +20% στις πολυτελείς

Από το 2019 η χώρα μας διαθέτει πλέον 9.917 ξενοδοχειακές μονάδες συνολικής δυναμικότητας 430.402 δωματίων και 847.610 κλινών (+10 από τις 763.407 κλίνες του 2010). Από αυτές, οι 178.847 αφορούν πλεόν μονάδες 5 αστέρων (+75% σε σχέση με τις 102.429 κλίνες του 2010) και οι 235.698 κλίνες ξενοδοχεία 4 αστέρων (+20% έναντι των 196.862 κλινών του 2010).

«Οι ευνοϊκές αυτές τάσεις της παροχής πιστώσεων προς ορισμένους τομείς φαίνεται να αιτιολογούνται από τη θετική εξέλιξη των αντίστοιχων δεικτών οικονομικής δραστηριότητας: π.χ. στην περίπτωση του τουρισμού και των μεταφορών η πορεία των δεικτών κύκλου εργασιών το 2018 και το εννεάμηνο του 2019 ήταν ανοδική», αναφέρει η ΤτΕ. «Η επέκταση και ποιοτική αναβάθμιση του ξενοδοχειακού δυναμικού και η σχετικά συντηρητική τιμολογιακή πολιτική τα τελευταία χρόνια συντείνουν στην εκτίμηση ότι ο τουριστικός κλάδος είναι σε θέση, υπό προϋποθέσεις, να διευρύνει περαιτέρω την ανταγωνιστικότητά του στην αγορά της Μεσογείου».

Τα «κόκκινα» ξενοδοχεία

Από την άλλη πλευρά, οι τραπεζίτες, εφιστούν παράλληλα την προσοχή ώστε να μη δημιουργηθεί νέα γενιά «κόκκινων» ξενοδόχων:

Αφορμή η μεγάλη ξενοδοχειακή ανάπτυξη της Αθήνας, με ιδιώτες επενδυτές που δε γνωρίζουν σε βάθος την ξενοδοχειακή δραστηριότητα. Υπενθυμίζεται εδώ ότι με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, επί του συνόλου των επιχειρηματικών δανείων (124,9 δισ. ευρώ στο τέλος του 2018), τα δάνεια σε καταλύματα είναι περί τα 7,5 δισ. ευρώ και από αυτά το 35,2% χαρακτηρίζονται ως μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (περιλαμβάνονται και οφειλές με αυξημένες πιθανότητες καθυστερήσεων).

Το νούμερο είναι κατά πολύ χαμηλότερο σε σχέση με μία τριετία πριν, όταν το ήμισυ των δανείων των καταλυμάτων χαρακτηριζόταν ως «μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα», ωστόσο τους τραπεζίτες τους προβληματίζει το γεγονός ότι ο κλάδος του τουρισμού παρουσιάζει υψηλό ποσοστό ΜΕΔ, παρά τον εξωστρεφή χαρακτήρα και την ανοδική του πορεία και τη συμβολή του στο ΑΕΠ».