Βάσει της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και των διαθέσιμων στατιστικών δεδομένων ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2019 αναμένεται να κινηθεί στα ίδια
επίπεδα με το 2018, αν και υπάρχουν ανησυχίες για τις επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία από την υψηλή φορολόγηση, την αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά και την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος στην «Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος» που δημοσιοποιήθηκε σήμερα.

Ωστόσο, οι κίνδυνοι που περιβάλλουν το βασικό σενάριο προβλψεων της Τράπεζας της Ελλάδος αφορούν τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό περιβάλλον. Στους κινδύνους
του εσωτερικού περιβάλλοντος περιλαμβάνονται το τρέχον μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής για την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, που βασίζεται κυρίως στην
υψηλή φορολογία, οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση των απαραίτητων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η αύξηση του κατώτατου μισθού, που μεσοπρόθεσμα θα επιδράσει αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα της χώρας αν δεν συμβαδίσει με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, και οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων.

Από την άλλη πλευρά, οι κίνδυνοι που προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον σχετίζονται με την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας λόγω της αύξησης του εμπορικού προστατευτισμού και της απόσυρσης των μη συμβατικών μέτρων νομισματικής πολιτικής στις ανεπτυγμένες οικονομίες, καθώς και από το ενδεχόμενο μιας μη συντεταγμένης αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ.

Για το 2019, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος με βάση τα διαθέσιμα μέχρι σήμερα δημοσιονομικά στοιχεία και υπό την προϋπόθεση της πλήρους εκτέλεσης
του σκέλους των δαπανών του προϋπολογισμού, προκύπτει δημοσιονομικό κενό ύψους 0,6% του ΑΕΠ. Ειδικότερα, για το 2019 η πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος με τα
μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία είναι πρωτογενές πλεόνασμα 2,9% του ΑΕΠ έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ (σε όρους ενισχυμένης εποπτείας).

Στην ίδια κατεύθυνση εξάλλου κινείται και η πρόβλεψη του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα , σύμφωνα με την οποία το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2019, συνυπολογίζοντας τις νέες
παρεμβάσεις, προβλέπεται οριακά πλεονασματικό γεγονός που παραπέμπει σε δημοσιονομικό κενό σε όρους ενισχυμένης εποπτείας.

Τα παραπάνω συμπεράσματα συμμερίζεται και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην τρίτη έκθεσή της στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας.  Σύμφωνα με την έκθεση τα νέα μέτρα
θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου το 2019 και τα επόμενα έτη. Αναφέρεται εξάλλου ότι ο δημοσιονομικός χώρος που προβλέπεται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας 2019 οφείλεται στην προϋπόθεση υποεκτέλεσης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων.

Το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών στο τέλος Μαΐου του 2019 και η προσφυγή σε πρόωρες εθνικές εκλογές αμέσως μετά επέφεραν ραγδαία βελτίωση στο κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου.

Η εδραίωση της εμπιστοσύνης των αγορών στις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θεωρείται ο πλέον κρίσιμος παράγοντας για τη διατηρήσιμη επάνοδο στην κανονικότητα. Η διαφύλαξη του κύρους και της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής είναι μονόδρομος προς την κατεύθυνση αυτή. Για την ενίσχυση του σκοπού αυτού, απαραίτητη
προϋπόθεση αποτελεί η διατήρηση των έως τώρα δημοσιονομικών επιτευγμάτων.

Υπό το πρίσμα αυτό, επιτακτική κρίνεται η ανάγκη αναδιάταξης του δημοσιονομικού μίγματος προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας με διατηρήσιμα αποτελέσματα. Η ανακατανομή της δημόσιας δαπάνης προς εκείνες τις κατηγορίες που επιφέρουν μόνιμο αναπτυξιακό αποτέλεσμα, όπως είναι οι δημόσιες επενδύσεις, θεωρείται αναγκαία.

Ειδικότερα, είναι απαραίτητο να ενταθούν οι προσπάθειες καταπολέμησης της παραοικονομίας, της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας, ώστε να διευρυνθεί η φορολογική
βάση και να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, η οποία θα τονώσει την οικονομική δραστηριότητα και θα επιταχύνει
την ανάπτυξη. Η μείωση των φορολογικών συντελεστών, σε συνδυασμό με την ενδυνάμωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, ο εξορθολογισμός και η καλύτερη στόχευση
των δαπανών ώστε να διοχετεύονται οι πόροι σε τομείς με πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία, καθώς και η αποτελεσματική αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας θεωρούνται πρωταρχικοί στόχοι για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων που θα τροφοδοτήσουν έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης.

Προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσαν να συμβάλουν δράσεις σχετικές με:

α) την ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών ως μέσου περιορισμού της φοροδιαφυγής και βελτίωσης της φορολογικής συμμόρφωσης,

β) την εντατικοποίηση των φορολογικών ελέγχων,

γ) την άμεση εφαρμογή του ηλεκτρονικού περιουσιολογίου,

δ) την επέκταση του θεσμού των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) σε τομείς όπως η παιδεία, η υγεία και η κοινωνική ασφάλιση,

ε) την ταχύτερη απορρόφηση των κοινοτικών πόρων στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2014-2020, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων,

στ) την κατάλληλη νομοθεσία για τις χρήσεις γης,

ζ) την υιοθέτηση πολιτικών που ενθαρρύνουν την έρευνα και την καινοτομία, διευκολύνουν τη διάχυση της τεχνολογίας και ενισχύουν
την επιχειρηματικότητα και

η) την αποτελεσματικότερη λειτουργία του Κράτους