του Μάριου Ροζάκου

Στο 1,9% προβλέπει η ετήσια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) ότι θα περιοριστεί η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας φέτος, παραμένοντας στα περυσινά επίπεδα και πολύ χαμηλότερα από την προηγούμενη πρόβλεψη της κεντρικής τράπεζας. Στην έκθεση, που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας καυτηριάζει την υπερφορολόγηση, που έχει οδηγήσει στη «φορολογική εξάντληση των πολιτών», και την αυξημένη αβεβαιότητα για την πορεία των μεταρρυθμίσεων, διαμηνύει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού, ενώ αναδεικνύει για άλλη μια φορά τους δημοσιονομικούς κινδύνους από τις δικαστικές αποφάσεις σχετικά με τις μνημονιακές περικοπές στις συντάξεις.

Στα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου η ενδιάμεση έκθεση της ΤτΕ για την ελληνική οικονομία έκανε λόγο για ανάπτυξη 2,3% το 2019, ενώ ο κρατικός προϋπολογισμός του 2019 προβλέπει ανάπτυξη 2,5% και η Κομισιόν στις χειμερινές προβλέψεις της έκανε λόγο για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,2% φέτος. Μέσα σε τρεις μήνες η κεντρική τράπεζα υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει επί τα χείρω την πρόβλεψή της, καθώς τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ έδειξαν ότι η ανάπτυξη συγκρατήθηκε κάτω από το 2% πέρυσι (για την ακρίβεια ανήλθε στο 1,9%), ενώ τα πρώτα μηνύματα για την πορεία της ελληνικής και της ευρωπαϊκής οικονομίας το τρέχον έτος δεν είναι ενθαρρυντικά.

«Το 2019 αποτελεί έτος σημαντικών προκλήσεων για την ελληνική οικονομία. Στο διεθνές περιβάλλον, η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου λόγω του εντεινόμενου εμπορικού προστατευτισμού ενδέχεται να επιδράσει αρνητικά στην άνοδο των ελληνικών εξαγωγών. Στο εγχώριο περιβάλλον, η αυξημένη αβεβαιότητα για την πορεία των μεταρρυθμίσεων και οι περιορισμοί από την πλευρά της χρηματοδότησης επηρεάζουν αρνητικά τις επενδύσεις. Η υψηλή φορολόγηση τα τελευταία χρόνια περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, μειώνει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, συγκρατεί τη βελτίωση της εμπιστοσύνης και δημιουργεί φορολογική κόπωση, με συρρίκνωση της φορολογικής βάσης και εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών», παρατηρεί ο κ. Στουρνάρας στην ετήσια έκθεσή του για το έτος 2018.

Ανάπτυξη 1,9% με αστερίσκους φέτος

Η αναθεωρημένη επί τα χείρω πρόβλεψη για ανάπτυξη 1,9% φέτος στηρίζεται στις εξαγωγές και στην ιδιωτική κατανάλωση και τελεί υπό τρεις προϋποθέσεις:

1. Την απρόσκοπτη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων

2. Την εφαρμογή του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων χωρίς καθυστερήσεις και

3. Την ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων.

«Οι προϋποθέσεις αυτές έχουν πρωταρχική σημασία για την ολοκλήρωση της επιτυχούς μετάβασης σε ένα βιώσιμο και εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης», αναφέρει ο κ. Στουρνάρας.

Στην έκθεση, που δόθηκε στη δημοσιότητα στο πλαίσιο της 86ης ετήσιας τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ΤτΕ, ο κεντρικός τραπεζίτης τονίζει ότι «το 2019 σηματοδοτεί την απαρχή μιας νέας πορείας της ελληνικής οικονομίας» και επισημαίνει ότι «όλοι μας, ιδιώτες, επιχειρήσεις, πολιτικοί και θεσμικοί παράγοντες, καλούμεθα να αποδείξουμε ότι τα μαθήματα από την κρίση έχουν γίνει κτήμα μας».

Για το 2018 ο κεντρικός τραπεζίτης σημειώνει ότι η ελληνική οικονομία κατέγραψε ρυθμό ανάπτυξης 1,9%, κυρίως χάρη στη συμβολή των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών και στην ιδιωτική κατανάλωση. «Η απασχόληση συνέχισε να αυξάνεται, συμβάλλοντας στην περαιτέρω υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας», συμπληρώνει.

Ο νέος νόμος Κατσέλη

Ο κ. Στουρνάρας χαρακτηρίζει την ψήφιση του νέου πλαισίου για την προστασία της πρώτης κατοικίας ως βήμα που συμβάλλει προς την επανασύνδεση της χώρας με τις αγορές. Όπως παρατηρεί, «η εφαρμογή της νέας ρύθμισης, η οποία περιέχει συγκεκριμένες προϋποθέσεις επιλεξιμότητας και δικλίδες ασφαλείας, αποσκοπεί στην προστασία των πλέον ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, στην αποφυγή δημιουργίας ηθικού κινδύνου έναντι των συνεπών οφειλετών και στην ελεγχόμενη επίπτωση στα κεφάλαια των τραπεζών».

Προβληματισμός για τις αποδόσεις των ομολόγων

Ο κεντρικός τραπεζίτης εκφράζει τον προβληματισμό του για το γεγονός ότι «οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων παραμένουν υψηλές και ευμετάβλητες», παρουσιάζοντας «υψηλό βαθμό ευαισθησίας σε πιθανές αναταράξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές» και επηρεαζόμενες «από την αβεβαιότητα σχετικά με τη διατήρηση της μεταρρυθμιστικής κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής». Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, «είναι χαρακτηριστικό ότι το περιθώριο απόδοσης (spread) των ελληνικών δεκαετών ομολόγων ακόμη παραμένει λίγο κάτω από τις 400 μονάδες βάσης, παρά την πρόσφατη αποκλιμάκωση των αποδόσεών τους. Αυτό το επίμονο φαινόμενο πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά».

Τα «στοιχήματα» για τις τράπεζες

Αναφορικά με τις μεγάλες προκλήσεις στον τραπεζικό τομέα, ο κεντρικός τραπεζίτης σημειώνει ότι «παρά τις θετικές εξελίξεις, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας συνεχίζει να βρίσκεται αντιμέτωπος με τις εξής αλληλένδετες προκλήσεις:

– Μείωση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων

– Αποκατάσταση του διαμεσολαβητικού ρόλου του και

– Διαμόρφωση ενός βιώσιμου μοντέλου λειτουργίας.

Αν και ο ρυθμός μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων εμφανίζεται βελτιωμένος, δεν είναι ικανός ώστε να επιτευχθεί σύντομα σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματός τους. Προς αυτή την κατεύθυνση, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει από καιρό προτείνει μια συστημική λύση, η οποία προβλέπει τη μεταβίβαση σε Εταιρίες Ειδικού Σκοπού σημαντικού μέρους των μη εξυπηρετούμενων δανείων μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που είναι εγγεγραμμένη στους ισολογισμούς των τραπεζών».

Η έκθεση αναφέρει ότι το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε στο τέλος Δεκεμβρίου του 2018 σε 81,8 δισ. ευρώ ή 45,4% του συνόλου των δανείων, από 107,2 δισ. ευρώ στην κορύφωσή τους τον Μάρτιο του 2016. Ωστόσο, τα επίπεδα αυτά παραμένουν πολύ υψηλά και πρέπει να αποκλιμακωθούν το συντομότερο δυνατό.

Οι 5+2 κίνδυνοι για την ανάπτυξη

Τα χαμηλά επίπεδα των επενδύσεων, η ανεπαρκής εγχώρια αποταμίευση, το υψηλό − αν και μειούμενο − απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η μεγάλη απώλεια υλικού και ανθρώπινου κεφαλαίου κατά τα χρόνια της ύφεσης, καθώς και οι διαγραφόμενες χαμηλές προσδοκίες για την πορεία του δυνητικού προϊόντος μεσομακροπρόθεσμα λόγω των ισχνών δημογραφικών εξελίξεων και της βραδείας ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία, είναι παράγοντες που δρουν ανασταλτικά στην αναπτυξιακή δυναμική, όπως υπογραμμίζει ο κ. Στουρνάρας.

Σύμφωνα με τον ίδιο, ο σημαντικότερος δημοσιονομικός κίνδυνος στο άμεσο μέλλον είναι «η ενδεχόμενη εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων των συνταξιούχων». Όπως εξηγεί, «η πρόσθετη δαπάνη δρα επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγεί στην αναθεώρηση προς τα άνω της συνταξιοδοτικής δαπάνης και τροφοδοτεί αβεβαιότητα για τη δημοσιονομική πολιτική και την οικονομική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος».

Επιπλέον «καθώς η χώρα εισέρχεται στον εκλογικό κύκλο, ενισχύονται οι κίνδυνοι επιβράδυνσης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας και δημοσιονομικής χαλάρωσης, με αποτέλεσμα να επιτείνεται η οικονομική αβεβαιότητα. Ελλοχεύει συνεπώς ο κίνδυνος ανατροπής της σημαντικής προόδου που έχει συντελεστεί μέχρι σήμερα».

Η αύξηση του κατώτατου μισθού απειλή για την απασχόληση

Η έκθεση εκτιμά επίσης ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 10,9% θα έχει μεσοπρόθεσμη αρνητική επίπτωση στην απασχόληση, ιδίως των νέων: «Η αύξηση του κατώτατου μισθού που νομοθετήθηκε τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, παρότι εκτιμάται ότι θα αποφέρει βραχυχρόνια οφέλη όσον αφορά την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος και κατ’ επέκταση της ιδιωτικής κατανάλωσης, μεσοπρόθεσμα αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την απασχόληση, κυρίως των νέων, καθώς και την ανταγωνιστικότητα. Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση του μέσου μισθού πρέπει να συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, ώστε να διασφαλιστούν τα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας και απασχόλησης από την επίπονη μεταρρυθμιστική προσπάθεια από το 2010 μέχρι σήμερα».

Κίτρινη κάρτα για τις περικοπές του ΠΔΕ

Ο κ. Στουρνάρας επικρίνει ακόμα τη διαχρονική υποεκτέλεση και τις μειώσεις του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ): «Ανασταλτικά στην αναπτυξιακή δυναμική δρα η συνεχιζόμενη περικοπή του ΠΔΕ».

Οι προκλήσεις για την ανάπτυξη

Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, «η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια διπλή πρόκληση: αφενός να επιτύχει ισχυρούς και διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης και αφετέρου να εξασφαλίσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για την εκπλήρωση των δημοσιονομικών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει, όπως αυτές προσδιορίζονται στην απόφαση του Eurogroup του Ιουνίου 2018 και από το ευρύτερο πλαίσιο των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων».

Οι προκλήσεις που εντοπίζει ο κ. Στουρνάρας για την ανάπτυξη και οι οποίες πρέπει να διορθωθούν είναι:

– Η μόνιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές με βιώσιμους όρους αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση στο άμεσο μέλλον. Η ύπαρξη ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, αν και χρήσιμη, είναι προσωρινό μέσο αναχρηματοδότησης των δανειακών αναγκών του Δημοσίου και με περιορισμένη αποτελεσματικότητα σε περίπτωση μελλοντικών αναταράξεων στις διεθνείς αγορές. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη εξόδου στις αγορές σε τακτά χρονικά διαστήματα και με βιώσιμους όρους.

– Το υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνει το κόστος δανεισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική. Παρότι η βιωσιμότητα του χρέους έχει βελτιωθεί σημαντικά με τα μέτρα που υιοθέτησε το Eurogroup, από το 2012 μέχρι και τα πλέον πρόσφατα του Ιουνίου 2018, η αποκλιμάκωση του χρέους εξαρτάται αφενός από τη δυνατότητα επίτευξης των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων και αφετέρου από την προσήλωση στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια ώστε να εξασφαλιστεί υψηλή αύξηση του ΑΕΠ.

– Η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων για μια παρατεταμένη περίοδο (3,5% του ΑΕΠ ετησίως μέχρι το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2023-2060), όταν μάλιστα συνοδεύεται από υψηλή φορολογία, επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη και κατ’ επέκταση στη βιωσιμότητα του χρέους.

– Το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών αποτελεί τροχοπέδη στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, αφού δεσμεύει τραπεζικά κεφάλαια και χρηματοδοτικούς πόρους σε μη παραγωγικές δραστηριότητες. Η επιτυχής αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού είναι απολύτως αναγκαία προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών, γεγονός που θα ενισχύσει την πρόσβαση της υγιούς επιχειρηματικότητας στην τραπεζική χρηματοδότηση.

– Το ποσοστό ανεργίας παραμένει υψηλό και είναι το υψηλότερο μεταξύ όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η υψηλή ανεργία, ιδίως των νέων και των μακροχρόνια ανέργων, δημιουργεί ανισότητες που απειλούν την κοινωνική συνοχή, απαξιώνει το ανθρώπινο κεφάλαιο, αποδυναμώνει κάθε κίνητρο για καλύτερης ποιότητας εκπαίδευση και εργασία και αυξάνει το κύμα εξερχόμενης μετανάστευσης.

– Η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, με τάση μάλιστα υποχώρησης.

– Ο ρυθμός μεταβολής των επενδύσεων παραμένει αρνητικός και υστερεί σημαντικά σε σύγκριση με τις ανάγκες ενίσχυσης του κεφαλαιακού αποθέματος της χώρας, ύστερα μάλιστα από μια παρατεταμένη περίοδο αποεπένδυσης. Εξάλλου, η συνεχιζόμενη περικοπή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων δυσχεραίνει την επιτάχυνση της ανάπτυξης, αφού μειώνει τη συνολική ενεργό ζήτηση, αποδυναμώνει την ποιότητα των δημόσιων υποδομών και αυξάνει το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων.

– Οι χαμηλές εγχώριες αποταμιεύσεις. Η αύξηση του κατά κεφαλήν ονομαστικού διαθέσιμου εισοδήματος, ιδίως των χαμηλότερων εισοδηματικών κλιμακίων, η οποία υποστηρίχθηκε από την αύξηση της απασχόλησης κυρίως των νέων και των εργαζομένων με συμβάσεις μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, διοχετεύθηκε από τα νοικοκυριά στην κατανάλωση, με αποτέλεσμα το ποσοστό της αποταμίευσης στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών να παραμένει σε αρνητικό έδαφος.

– Η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης. Σύμφωνα με το δείκτη αποτελεσματικής επίλυσης εμπορικών διαφορών της έκθεσης Doing Business για το 2019 της Παγκόσμιας Τράπεζας, απαιτείται τριπλάσιος χρόνος για την εκδίκαση μιας υπόθεσης και την εκτέλεση της απόφασης, καθώς και διπλάσιος χρόνος για την ολοκλήρωση της πτωχευτικής διαδικασίας, σε σύγκριση με το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Ως εκ τούτου, η γρήγορη και αξιόπιστη επίλυση των δικαστικών διαφορών εντός ενός διαφανούς και σταθερού νομικού πλαισίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ισχυροποίηση του κράτους δικαίου και κατ’ επέκταση την ενίσχυση της επενδυτικής εμπιστοσύνης.

– Η ποιότητα των θεσμών και ο σεβασμός στις ανεξάρτητες αρχές. Χώρες με αδύναμους θεσμούς διακρίνονται από μικρότερο βαθμό ευελιξίας και προσαρμοστικότητας, ο οποίος εκδηλώνεται με υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης οικονομικών διαταραχών και μεγαλύτερη δυσκολία απορρόφησής τους.

– Οι δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις. Την τελευταία δεκαετία παρατηρείται δραματική επιδείνωση των δημογραφικών δεδομένων της Ελλάδος, με κύρια χαρακτηριστικά τη μείωση του πληθυσμού της, την ταχεία γήρανσή του και τον εξαιρετικά χαμηλό δείκτη γονιμότητας. Η διαχρονική αλλαγή των ποσοτικών και ποιοτικών πληθυσμιακών δεδομένων επιταχύνθηκε από το μαζικό πρόσφατο κύμα εξερχόμενης μετανάστευσης τμήματος του πληθυσμού σε ηλικία αναπαραγωγής. Η δημογραφική κρίση είναι μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική κοινωνία και οικονομία στο άμεσο μέλλον, καθώς η ταχεία συρρίκνωση του πληθυσμού και η ραγδαία γήρανσή του επηρεάζουν δυσμενώς μεσομακροπρόθεσμα το δυνητικό προϊόν και το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης.

– Ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας. Με βάση το Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI), η Ελλάδα για το 2018 κατατάσσεται προτελευταία μεταξύ των 28 χωρών της ΕΕ, το οποίο σημαίνει ότι ο ρυθμός ψηφιακού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας παραμένει αργός, με αποτέλεσμα η χώρα να χαρακτηρίζεται ψηφιακά ανώριμη. Κατά συνέπεια, είναι απολύτως αναγκαία η ανάληψη δράσεων πολιτικής για την αποτροπή του κινδύνου της τεχνολογικής υστέρησης και του χαμηλού ψηφιακού αλφαβητισμού.

– Η κλιματική αλλαγή και η πρόκληση της βιώσιμης ανάπτυξης. Ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας της ανάπτυξης σε ένα πλαίσιο βιωσιμότητας με την υιοθέτηση της “κυκλικής” (circular) οικονομίας είναι κρίσιμος για την πορεία μας στο μέλλον. Σύμφωνα με την έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για το 2019, από τους πέντε σοβαρότερους κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία, οι τρεις είναι περιβαλλοντικοί και όλοι σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή.

Οι προϋποθέσεις διατηρήσιμης ανάπτυξης

Καταλήγοντας, ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας προσδιορίζει 5 προϋποθέσεις για τη διασφάλιση διατηρήσιμης ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία:

1. Συνέχιση και ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων προκειμένου να διαφυλαχθούν τα ως τώρα οικονομικά επιτεύγματα, να ενισχυθεί η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και να βελτιωθεί περαιτέρω η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, ώστε να καταστεί δυνατή η μόνιμη επιστροφή της στις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους. Στο πλαίσιο αυτό, υψηλή προτεραιότητα πρέπει να δοθεί σε μεταρρυθμίσεις που αφορούν την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, την ασφάλεια δικαίου, ιδιαιτέρως στις χρήσεις γης, και την επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης.

2. Μείωση του υψηλού ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να απελευθερωθούν κεφάλαια για υγιείς επενδύσεις, να διευκολυνθεί η διαδικασία αναδιάρθρωσης του επιχειρηματικού τομέα και να ενισχυθεί ο υγιής ανταγωνισμός. Παράλληλα, οι συντελούμενες αλλαγές στο νομικό πλαίσιο οφείλουν να προάγουν πρότυπα ηθικής συναλλακτικής συμπεριφοράς.

3. Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της μείωσης των υπέρμετρα υψηλών φορολογικών συντελεστών, του περαιτέρω εξορθολογισμού των δημόσιων δαπανών και της ενίσχυσης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Θα ήταν μάλιστα ευκταίο να συνδυαστεί η αλλαγή αυτή με ρεαλιστικότερους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων, δεδομένου ότι με το δημόσιο χρέος κοντά στο 170% του ΑΕΠ, μία επιπλέον ποσοστιαία μονάδα αύξησης του ΑΕΠ είναι 1,7 φορές πιο πολύτιμη για τη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ από ό,τι μία επιπλέον ποσοστιαία μονάδα πρωτογενούς πλεονάσματος.

4. Συνέχιση με μεγαλύτερη ένταση της προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας, οι οποίες βοηθούν στην ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών, στην ενίσχυση των εξαγωγικών επιδόσεων της χώρας και στην αξιοποίηση του ανενεργού ανθρώπινου δυναμικού της, με τελικό αποτέλεσμα την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει να συνεχιστούν οι ιδιωτικοποιήσεις με ενίσχυση των συμπράξεων ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, καθώς και να αρθούν σημαντικά αντικίνητρα για τους επενδυτές.

5. Ενδυνάμωση του τριγώνου της γνώσης (εκπαίδευση, έρευνα, καινοτομία). Σύμφωνα με τις νέες παγκόσμιες τάσεις, στις σύγχρονες προσπάθειες συμβιβασμού μεταξύ της λειτουργίας της ελεύθερης οικονομίας, δηλαδή του καπιταλισμού, και της δημοκρατίας, η επένδυση στη γνώση και η δυνατότητα πρόσβασης όλων σε αυτήν είναι καταλυτικής σημασίας τόσο για την οικονομική ανάπτυξη όσο και για την κοινωνική δικαιοσύνη. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, αν και δημιουργεί μια μεγάλη δεξαμενή υψηλά καταρτισμένων ανθρώπων, αδυνατεί να τους εφοδιάσει με εκείνες τις δεξιότητες που είναι αναγκαίες στο νέο ψηφιακό κόσμο. Οι νέες τεχνολογίες δημιουργούν πολλές ευκαιρίες απασχόλησης υπό την προϋπόθεση της ταχείας προσαρμογής της εργασίας σε ένα ανθρωποκεντρικό εργασιακό περιβάλλον στο οποίο κυριαρχούν η γνώση, οι δεξιότητες, η ατομική πρωτοβουλία, η κινητικότητα, η ευελιξία και η συνεργασία. Η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο και η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας είναι στρατηγικές καίριας σημασίας για την επιτυχή προσαρμογή της αγοράς εργασίας. Αναγκαίος επομένως είναι ο επανασχεδιασμός του εκπαιδευτικού συστήματος όλων των βαθμίδων προς την κατεύθυνση της καλλιέργειας εκείνων των δεξιοτήτων που είναι απαραίτητες στη σύγχρονη αγορά εργασίας. Η στενότερη συνεργασία της εκπαίδευσης με την παραγωγική διαδικασία συμβάλλει στην επίτευξη του στόχου αυτού.