του Αλέξανδρου Κασιμάτη

Στα βαθιά έχουν μπει τα stress tests των τραπεζών, με την ανησυχία να κορυφώνεται καθώς όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά. Την περασμένη Τρίτη οι τράπεζες παρέδωσαν την τελευταία ομάδα στοιχείων που ζητήθηκαν για τα χαρτοφυλάκιά τους και οι ερωτήσεις που θέτει ο SSM προς τις διοικήσεις μόνο εφησυχασμό δεν επιτρέπουν.  Η πρόθεση των εποπτικών αρχών να υπάρξει πλήρης, αναλυτική και κυρίως αδιαμφισβήτητη εικόνα για την κατάσταση των ελληνικών τραπεζών έχει γίνει φανερή στα τραπεζικά στελέχη που διαχειρίζονται τις απαιτήσεις των ελεγκτών.

Οι τραπεζίτες δεν μπορούν ακόμη να καταλήξουν σε ασφαλή συμπεράσματα για τον τελικό λογαριασμό, καθώς υπάρχουν αντίρροπες δυνάμεις που πρέπει να εξισορροπήσουν, ενώ ρόλο -πιθανόν και  κρίσιμο για το τελικό αποτέλεσμα- θα παίξει και ο πολιτικός παράγοντας. Οπως αναφέρουν έγκυρες πηγές, η Κομισιόν και οι Γερμανοί αξιωματούχοι δεν θέλουν ούτε να συζητούν το ενδεχόμενο τα stress tests των ελληνικών τραπεζών να εξελιχθούν κατά τρόπο που θα υπονομεύσει την έξοδο της χώρας από το μνημόνιο.

Στον αντίποδα βρίσκεται το ΔΝΤ που διατηρεί τις ίδιες απόψεις σχετικά με την ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησης και τα στελέχη του εξακολουθούν να φέρουν βαρέως ότι δεν υποβλήθηκαν και πάλι οι τράπεζες σε έλεγχο ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων (Asset Quality Review).

Στο μέσο της διαμάχης βρίσκεται η ΕΚΤ, που παρακολουθεί την εξέλιξη των stress tests και επιδιώκει να αποφύγει ένα πλήγμα στην αξιοπιστία της, αν μετά τον έλεγχο και εφόσον οι τράπεζες περάσουν επιτυχώς τη δοκιμασία το ΔΝΤ στην επόμενη έκθεσή του επαναλάβει τις παρατηρήσεις του για ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησης. Ταυτόχρονα, η επικεφαλής του SSM Nτανιέλ Νουί στο τέλος του έτους ολοκληρώνει την καριέρα της και προφανώς φροντίζει να την κλείσει χωρίς την παραμικρή υπόνοια ότι αποχώρησε κάνοντας εκπτώσεις στο εποπτικό έργο.

Η σύνθεση όλων των παραπάνω, σε συνδυασμό με τα ευρήματα των stress tests και τις πολιτικές κατευθύνσεις-αποφάσεις για την περίοδο μετά την ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος, θα δια-μορφώσει τον τελικό λογαριασμό. Αν και η διαδικασία έχει προχωρήσει, τα στελέχη των τραπεζών είναι ακόμη στο σκοτάδι σε σχέση με τα αποτελέσματα, ενώ οι παρατηρήσεις και οι ερωτήσεις που δέχονται από τους ελεγκτές προϊδεάζουν για ιδιαίτερα δύσκολη δοκιμασία.

Οι τράπεζες τρέχουν τα τεστ σύμφωνα με τα δικά τους μοντέλα, τα οποία ωστόσο έχουν εγκριθεί από τον SSM, χωρίς όμως να γνωρίζουν αν αυτά θα γίνουν δεκτά ή ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός θα χρησιμοποιήσει δικά του benchmarks καταλήγοντας σε διαφορετικά αποτελέσματα. Οι τραπεζίτες δεν γνωρίζουν ούτε ποια είναι η βάση των ελάχιστων δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, με τους εξειδικευμένους  συμβούλους τους να υποθέτουν ότι είναι το 5,5%, επειδή αυτό ήταν το όριο που είχε τεθεί στα προηγούμενα stress tests.

Aργά το απόγευμα η ΕΚΤ και ο SSM θα στείλει το δεύτερο κύμα παρατηρήσεων στις ελληνικές τράπεζες με βάση τα στοιχεία που έχουν δοθεί για τα stress tests. Συγκεκριμένα, η τράπεζα και οι ελεγκτές θα πρέπει να συμφωνήσουν για τις διαφορές που καταγράφουν τα μοντέλα που χρησιμοποίησε η κάθε πλευρά. Είναι πιθανόν οι διαφορές να γεφυρωθούν κάπου στη μέση. Για το τελικό αποτέλεσμα η κάθε τράπεζα δεν αξιολογείται με ενδείξεις «pass» ή «fail», αλλά κατά περίπτωση και ανάλογα με τα ευρήματα.

Την Παρασκευή 20 Απριλίου οι διοικήσεις των τραπεζών θα μεταβούν στη Φρανκφούρτη, όπου η κάθε διοίκηση ξεχωριστά θα ενημερωθεί για τα αποτελέσματα -τα οποία επισήμως θα ανακοινωθούν αρχές Μαΐου- προκειμένου να έχουν χρόνο να διαχειριστούν την κατάσταση. Οι τραπεζίτες δεν έχουν πληροφόρηση, καθώς οι ελεγκτές απλώς αντλούν στοιχεία. Από τις ερωτήσεις, τις διευκρινίσεις και τα συμπληρωματικά στοιχεία που ζητούνται προσπαθούν να καταλήξουν σε συμπεράσματα. Τα τεστ διεξάγονται ασύμμετρα με διαφορετικές απαιτήσεις σε κάθε τράπεζα, καθώς η ίδια κατηγορία δανείων σε μια τράπεζα ελέγχεται εξονυχιστικά και στο σύνολό της και σε άλλη δειγματοληπτικά. Οι εκτιμήσεις των στελεχών είναι ότι θα αρχίσουν να έχουν μια σχετικά ασφαλή εικόνα για την εξέλιξη των stress tests ανά τράπεζα αμέσως μετά το Πάσχα.

Ανάλογα με το αποτέλεσμα, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός θα παραδώσει στην κάθε τράπεζα έναν φάκελο ο οποίος, εκτός από την εικόνα των αποτελεσμάτων, θα περιλαμβάνει και συγκεκριμένες υποδείξεις για χειρισμούς και ενέργειες που πρέπει να γίνουν. Σε περίπτωση που ανακύπτουν κεφαλαιακές ανάγκες, οι διοικήσεις εντός 60 ημερών πρέπει να καταθέσουν νέα κεφαλαιακά πλάνα. Εναπόκειται στον SSM να προσδιορίσει το χρονοδιάγραμμα εντός του οποίου πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες για τις οποίες θα δεσμευτούν στα κεφαλαιακά πλάνα.   

Οι αναλυτές γενικότερα πιστεύουν ότι οι τράπεζες θα περάσουν με επιτυχία την άσκηση. Ορισμένοι από αυτούς διατυπώνουν επιφυλάξεις για τις επιδόσεις μίας ή δύο τραπεζών μόνο στο δυσμενές σενάριο. Εκτιμούν ότι δεν θα υπάρξει τράπεζα που θα παρουσιάσει δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας  μικρότερο από το κατώτατο όριο που θα τεθεί από τον SSM στα τεστ. Στην περίπτωση όμως που ο δείκτης προσεγγίσει το κατώτατο όριο, θα χρειαστεί σε εύλογο χρονικό διάστημα να γίνει αύξηση κεφαλαίου.

Γενικότερα, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν τη δοκιμασία αντοχής έχοντας ως όπλο τους υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας CET1.  Συγκεκριμένα, η Alpha Bank έχει δείκτη CET1 στο 18,3%, η Εθνική Τράπεζα στο 16,7%, η Τράπεζα Πειραιώς στο 15,4% και η Eurobank στο 15,3%.
Επιπλέον, τα φετινά τεστ διεξάγονται με την οικονομία να κινείται σε θετική τροχιά οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο, η ανάγκη να συμβιβαστούν οι απόψεις διαφορετικών και ισχυρών φορέων, όπως και το γεγονός ότι κάθε τράπεζα θα κριθεί κατά περίπτωση ανάλογα με τις επιδόσεις της στα τεστ, δημιουργούν αβεβαιότητα.