Σημαντική αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,2% το 2021 και 5,3% το 2022 «βλέπει» η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), εκτιμώντας πως, τόσο η εξωτερική, όσο και η εγχώρια ζήτηση θα ανακάμψουν από το β’ εξάμηνο του 2021, μεταξύ άλλων, με τη συμβολή και των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU).

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας του Ιουνίου του 2021, ο ρυθμός της ανάκαμψης εξαρτάται και από την ταχύτητα επίτευξης ανοσίας του πληθυσμού και την εξέλιξη της επιδημιολογικής κατάστασης, η οποία θα καθορίσει και την πορεία των τουριστικών εισπράξεων. Αρνητικά ενδέχεται να επιδράσουν τυχόν καθυστερήσεις στην απορρόφηση πόρων από το NGEU. Αντίθετα, ταχύτερη του αναμενομένου ρυθμού απορρόφηση πόρων, αλλά και ανάκαμψη της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, θα επιταχύνει και τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, τόσο το 2021, όσο και τα επόμενα χρόνια.

Όσον αφορά στον τραπεζικό τομέα η ΤτΕ σημειώνει πως αυτός καλείται να προσαρμοστεί άμεσα στο νέο αυτό περιβάλλον, προκειμένου να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει, ούτως ώστε να διασφαλιστεί, τόσο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, όσο και η ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας στη μετά την πανδημία περίοδο. «Όσον αφορά τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την κερδοφορία, αυτές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την εξέλιξη της πανδημίας και τις επιπτώσεις της στην πραγματική οικονομία.

Το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων ασκεί πίεση στα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών, αναδεικνύοντας την ανάγκη αναζήτησης εναλλακτικών πηγών εσόδων και περαιτέρω εξορθολογισμού του κόστους.

Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων, με την πελατεία τους να εμφανίζεται πιο δεκτική στην αλλαγή αυτή κατά τη διάρκεια της πανδημίας», τονίζεται χαρακτηριστικά και προστίθεται: «Ωστόσο, η αναμενόμενη αύξηση του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών εξαιτίας της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης επιχειρήσεων και νοικοκυριών θα οδηγήσει στην ανάγκη σχηματισμού αυξημένων προβλέψεων, περιορίζοντας περαιτέρω τη δυνατότητά τους για εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου βραχυπρόθεσμα.

Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη ενός διατηρήσιμου επιχειρηματικού μοντέλου που θα επιτρέπει την επίτευξη ενός ικανοποιητικού επιπέδου οργανικής κερδοφορίας αποτελεί μια από τις προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την ΤτΕ, χρήζει προσοχής το ζήτημα της υψηλής και συνεχώς αυξανόμενης διασύνδεσης του τραπεζικού συστήματος με την κεντρική κυβέρνηση. Τον Ιούνιο του 2018 η διασύνδεση ανερχόταν σε 13,8%5 ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού και 18,4% ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ με στοιχεία τέλους έτους 2020 έχει πλέον διαμορφωθεί σε 21,4% ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού και 36,5% ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Με δεδομένα τα ποσοστά διακράτησης τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου από τις τράπεζες και τις αποτιμήσεις των ομολόγων που παραμένουν υψηλές, μια απότομη προσαρμογή στις τιμές τους λόγω μιας μη αναμενόμενης επιδείνωσης των μακροοικονομικών δεδομένων και σύσφιξης στις συνθήκες χρηματοδότησης θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της μεταβλητότητας και μείωση της ρευστότητας της αγοράς.

Συνολικά, τα ανοίγματα των ελληνικών σημαντικών τραπεζών σε χρεωστικούς τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου εκτιμάται ότι θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα και, κατά συνέπεια, ο κίνδυνος από τις μεταβολές στην αποτίμηση των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου θα παραμείνει. Ομοίως, η διασύνδεση των σημαντικών τραπεζών με την κεντρική κυβέρνηση μέσω της ύπαρξης της οριστικής και εκκαθαρισμένης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC), η οποία με στοιχεία τέλους 2020 ανέρχεται σε 53% των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών, αναμένεται επίσης να αυξηθεί εάν δεν ληφθούν μέτρα.

Ο λόγος είναι ότι κατά την υλοποίηση των τιτλοποιήσεων με σκοπό την ελάφρυνση των ισολογισμών από τα ΜΕΔ χρησιμοποιούνται κεφάλαια για την κάλυψη των ζημιών, με αποτέλεσμα να ενισχύεται συνολικά το ποσοστό της φορολογικής απαίτησης ως ποσοστό των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών.

Τέλος, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός, πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ αναμένεται η καταγραφή νέων ΜΕΔ με τη σταδιακή άρση των μέτρων προστασίας των δανειοληπτών και των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης κατά τη διάρκεια του 2021. «Συμπερασματικά, καθίσταται σαφές ότι ενέργειες και πρωτοβουλίες για τη θωράκιση του τραπεζικού συστήματος, που περιλαμβάνουν τον άμεσο υπολογισμό των επιπτώσεων της πανδημίας στους ισολογισμούς των τραπεζών, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις των εποπτικών αρχών, την ανάπτυξη και εφαρμογή στρατηγικών για την αποτελεσματική διαχείριση των νέων ΜΕΔ, καθώς και αποφάσεις ενίσχυσης των κεφαλαίων, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.

Η γρήγορη επαναφορά σε μία νέα κανονικότητα στη μετά την πανδημία εποχή απαιτεί την ενεργό συνδρομή του τραπεζικού συστήματος, το οποίο θα πρέπει να είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει ομαλά την πραγματική οικονομία, επιτελώντας τη διαμεσολαβητική του λειτουργία», καταλήγει η εποπτική αρχή.

Διαβάστε ακόμη: 

Φον ντερ Λάιεν σε Μητσοτάκη: Γράφουμε μαζί ιστορία, η δική σας επιτυχία είναι επιτυχία της Ευρώπης 

Απόστολος Τσιτσιπάς: Ο ακλόνητος «βράχος» πίσω από τον μυθικό Στέφανο

Γεωργιάδης: Κατατέθηκε η εγγυητική επιστολή για την επένδυση της Αφάντου στην Ρόδο