Με σημαντικά κέρδη ολοκλήρωσαν την πρώτη συνεδρίαση της εβδομάδας οι δείκτες στη Wall Street μετά και την ανάκαμψη των ομολόγων που φαίνεται ότι καθησυχάζει τους φόβους για επερχόμενη ύφεση.

Σύμφωνα με τους αναλυτές οι δείκτες έλαβαν επιπλέον ώθηση από την ανακοίνωση του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου να επεκτείνει τη προσωρινή περίοδο χάριτος στον κινεζικό τηλεπικοινωνιακό γίγαντα Huawei, αλλά και από τις πληροφορίες ότι η γερμανική κυβέρνηση σχεδιάζει τη λήψη μέτρων δημοσιονομικής τόνωσης ως απάντηση στο ενδεχόμενο ύφεσης και τις προειδοποιήσεις της κεντρικής τράπεζας της χώρας.

Ο Dow Jones σημείωσε άνοδο κατά σχεδόν 250 μονάδες ή 0,96% στις 26.134,91 μονάδες. Ο S&P 500  ενισχύθηκε  κατά 1,21% στις 2.923,55 μονάδες, ενώ ο τεχνολογικός Nasdaq κατέγραψε κέρδη κατά 1,35% στις 8.002,81 μονάδες.

Η μεταστροφή ξεκίνησε την περασμένη εβδομάδα όταν ο Dow Jones κατέγραψε τη χειρότερη συνεδρίαση του 2019. Ο δείκτης έπεσε 800 μονάδες ή 3,1% την Τετάρτη πριν από την ανάκτηση μέρους του χαμένου εδάφους την Πέμπτη και την Παρασκευή. Ο S&P 500 μειώθηκε κατά 3% τον Αύγουστο και εξακολουθεί να βρίσκεται πάνω από 4% μακρυά από το πρόσφατο ρεκόρ του.

Σημειώνεται ότι την περασμένη εβδομάδα η απόδοση του 10ετούς ομολόγου υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδό εδώ και τρία χρόνια φτάνοντας να διαπραγματεύεται χαμηλότερα και από το αντίστοιχο 2ετές. Το γεγονός αυτό που αναφέρεται ως αντιστροφή καμπύλης απόδοσης θεωρείται από τους επενδυτές ως πιθανό σημάδι επερχόμενης ύφεσης.

Ωσόσο, σύμφωνα με άλλους αναλυτές η καμπύλη ανεστραμμένης απόδοσης δεν μπορεί να θεωρείται ακριβής πρόβλεψη της οικονομικής ύφεσης καθώς έχει δώσει στο παρελθόν ψευδή μηνύματα επερχόμενης ύφεσης.

Ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ σχολίασε την Κυριακή τους φόβους για επερχόμενη ύφεση λέγοντας ότι η οικονομία “τα πάει εξαιρετικά καλά.

Υπενθυμίζεται ωστόσο ότι οι φόβοι ύφεσης ανακύπτουν σε μια περίοδο που Η.Π.Α. και Κίνα εμπλέκονται σε εμπορικό πόλεμο, έχοντας επιβάλλει η μία στην άλλη δασμούς δισεκατομμύριων δολαρίων, ενώ οι Η.Π.Α. έχουν βάλει στο στόχαστρο και την κινεζική Huawei, δυσχεραίνοντας τη συνεργασία της με αμερικανικές εταιρείες.