Η ώρα φτάνει ή σχεδόν έφτασε για τις εκλογές και τα σενάρια πληθαίνουν για τον σχηματισμό κυβέρνησης, με βάση πάντοτε το γεγονός ότι η πρώτη κάλπη θα στηθεί με την απλή αναλογική, άρα υπάρχει έδαφος για άπειρη… πολιτική φιλολογία

Και αυτό γιατί, αν πάρουμε ως βάση τις τρεις τελευταίες δημοσκοπήσεις, οι πιθανότητες αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος με απλή αναλογική απλά δεν υπάρχουν, γι’ αυτό άλλωστε και την είχε ψηφίσει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Πρώτα απ’ όλα, ένα γενικό συμπέρασμα από όλες τις δημοσκοπήσεις, ανεξαρτήτως εταιρείας ή έστω «πολιτικής απόχρωσης δημοσκόπων» – αν και προσωπικά θεωρώ άδικο για τους περισσότερους εξ αυτών να τους χρεώνουν πολιτικά παιχνίδια.

Κόμμα που δεν έχει βγει πρώτο ή έστω δεύτερο με λιγότερο από πέντε μονάδες από το πρώτο σε όλες τις δημοσκοπήσεις από το 2019 που έγιναν εκλογές και μετά, δεν πρόκειται να βγει πρώτο ούτε στις κανονικές εκλογές. Γι’ αυτό και στην παράσταση νίκης των δύο κομμάτων η διαφορά είναι χαώδης, κάτι μεταξύ 60%-75% για τη Ν.Δ. και 15%-20% για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Αν όμως η πρώτη κάλπη έχει την απροσπέλαστη δυσκολία λόγω απλής αναλογικής να σχηματιστεί αυτοδύναμη κυβέρνηση, η δεύτερη κάλπη εμπεριέχει μια επίσης δύσκολη εξίσωση -διόλου απίθανη βεβαίως-, να πάρει το πρώτο κόμμα κάτι μεταξύ 37%-38,5% για να κυβερνήσει μόνο του.

Και εδώ ερχόμαστε στις συμμαχίες και τις συγκυβερνήσεις, που είναι και το θέμα των ημερών στα πολιτικά, στα επιχειρηματικά και (ασφαλώς) στα δημοσιογραφικά γραφεία.

Αν λοιπόν πάρει κανείς ως βάση συζήτησης το πιο πρόσφατο γκάλοπ της Metron Analysis του Φαναρά για το MEGA, δημοσκόπο με εμπειρία και κύρος που… μάλλον δεν τον λες και Νεοδημοκράτη, το κυβερνών κόμμα και κοντά στο 37% να πάρει από την πρώτη Κυριακή δεν συγκεντρώνει πάνω από 117-118 βουλευτές. Ενώ και στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση με τον υφιστάμενο εκλογικό νόμο πάλι θα υπολείπεται 7-8 βουλευτών για να σχηματίσει μια άκρως οριακή κυβέρνηση 151-153 βουλευτών, κάτι βέβαια που εξαρτάται και από το ποσοστό του υπόλοιπου αθροίσματος των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής.

Αν λοιπόν το ΠΑΣΟΚ -και με δεδομένο ότι ήδη ο πρωθυπουργός δήλωσε την προηγούμενη Κυριακή στο «Πρώτο Θέμα» ότι δεν συγκυβερνά με τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Βελόπουλο- πάρει πάνω από 10%, καθίσταται ο αναγκαστικός εταίρος της Ν.Δ., εκτός αν πάμε σε μια κυβέρνηση-«κουρελού» με ένα συνονθύλευμα προσώπων από διαφορετικές παρατάξεις.

Ειδικά λοιπόν αν το άθροισμα Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ βγάζει κάτι διακριτά βιώσιμο σε έδρες από την πρώτη κάλπη, π.χ. 154-157 βουλευτές, τότε θεωρώ ότι ο Ανδρουλάκης θα θέσει θέμα συγκυβέρνησης. Οχι γιατί κόπτεται ιδιαιτέρως για το πολιτικό αδιέξοδο διακυβέρνησης της χώρας, αλλά για το δικό του μέλλον και φυσικά του ΠΑΣΟΚ. Αν πει «όχι», απλά στην επόμενη κάλπη, τρεις Κυριακές μετά, θα χάσει πόντους και βουλευτές, περίπου 5 με 7 έδρες. Δεν ξέρω τι θα κάνει, αλλά εκτιμώ ότι το απολύτως λογικό είναι ότι θα πάει με τον Μητσοτάκη.

Τώρα ό,τι ακριβώς ισχύει για τον Ανδρουλάκη, μάλλον… ισχύει το αντίθετο για τον Μητσοτάκη. Ο πρωθυπουργός σαφώς και προτιμάει να πάει σε μια δεύτερη κάλπη, ειδικά αν θέλει ένα 2%-3% επιπλέον να πάρει την αυτοδυναμία και να κυβερνήσει κανονικά και μόνος του. Και όχι με καμιά 35αριά βουλευτές του ΠΑΣΟΚ που δεν ξέρει «σε τι Θεό πιστεύουν» ο καθένας, αλλά και με έναν αρχηγό, τον Ανδρουλάκη, που μοιάζει κάθε εβδομάδα ν’ αλλάζει κατεύθυνση όσον αφορά τη Ν.Δ. ή τον ΣΥΡΙΖΑ.

Βλέποντας όλη την εικόνα, υποθέτω ότι ο Τσίπρας προτιμάει μια πιο αδύναμη λύση, όπως η συγκυβέρνηση Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ, για να έχει μόνος του όλο το πεδίο της αντιπολίτευσης. Πιο εύκολη δουλειά είναι γι’ αυτόν να παίζει μόνος του στην αντιπολίτευση. Θεωρώ ότι το μόνο θέμα που έχει είναι το πώς θα αντιμετωπίσει ένα ενδεχόμενο -που πάντα υπάρχει- να ξαναχάσει με μεγάλη διαφορά τις εκλογές, όπως εκείνες του 2019. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα, για την ώρα.

Γι’ αυτό και οι πιο κρίσιμες εκλογές μπορεί να μοιάζει ότι είναι οι δεύτερες, αλλά στην ουσία είναι οι πρώτες, αφού αυτές θα καθορίσουν αν η χώρα δεν θα μπει σε μια ατέρμονη περιπέτεια κομματικών παζαριών, εξωθεσμικών συνεννοήσεων και εντέλει μιας αδύναμης κυβέρνησης με σύντομο και προβληματικό βίο.