Να κάνουμε μια κοινή παραδοχή για να αποτυπώσουμε ορισμένες σκέψεις για τα περίφημα κόκκινα δάνεια και την προστασία της πρώτης κατοικίας. Οταν μια χώρα περνάει έναν δεκαετή κύκλο ύφεσης, που φτάνει στην πρωτοφανή μείωση του 25% του παραγόμενου προϊόντος της (όσο περίπου δηλαδή και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), είναι λογικό να ανατραπούν τα πάντα.

Να χαθούν περιουσίες, να διαλυθούν δουλειές, να μειωθούν μισθοί και εντέλει να μην μπορεί πολύς κόσμος να πληρώσει τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις του. Το πρώτο μνημόνιο έκοβε δαπάνες (μισθούς και συντάξεις), το δεύτερο έκανε κάτι μεταξύ μειώσεων κρατικών δαπανών περισσότερο και λιγότερο αυξήσεων φόρων. Το τρίτο και φαρμακερό μνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ μάς τάραξε στους φόρους και τις εισφορές. Ολα μαζί ισοπέδωσαν τα πάντα, αλλά φυσικά είχαν ως αποτέλεσμα να μη βουλιάξει το καράβι, δηλαδή να χρεοκοπήσει η χώρα. Οι απώλειες όμως -ας συμφωνήσουμε- ήταν βαρύτατες.

Ολα αυτά έτσι είναι και γι’ αυτό οι Ευρωπαίοι εταίροι έδειξαν μια ανοχή στα κόκκινα δάνεια και ειδικά σε όσα αφορούν πτωχεύσαντες πολίτες που είχαν πάρει ένα σπίτι με στεγαστικό δάνειο για να μείνουν αυτοί και οι οικογένειές τους.

Πάμε τώρα στη σημερινή εικόνα. Πρώτα απ’ όλα να ξεκαθαρίσουμε το εξής, σκληρή πραγματικότητα, αλλά έτσι είναι. Στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης -και όχι μόνο- δεν υπάρχει η έννοια προστασία πρώτης κατοικίας, βασικά δεν προστατεύεται τίποτα. Είναι ευθύνη του δανειολήπτη να εξοφλήσει το δάνειό του, ό,τι κι αν είναι αυτό.

Ναι, ασφαλώς και γίνονται διευκολύνσεις, κουρέματα, αξιολογήσεις και φυσικά ισχύουν -λόγω καλύτερης κατάστασης των οικονομιών τους- πολύ χαμηλότερα επιτόκια. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, χώρα με πολλά δικαιώματα για τους πολίτες (η τελευταία «σοσιαλιστική χώρα της Ευρώπης», όπως την αποκαλούν), η χορήγηση στεγαστικού δανείου είναι ολόκληρη περιπέτεια. Ο δανειολήπτης θα απολαύσει ένα τέτοιο δάνειο με επιτόκιο μόλις 0,9%, αλλά θα τον περάσουν ακόμα και από τεστ κόπωσης σε κρατικό νοσοκομείο για να δουν τη φυσική του κατάσταση ώστε να πειστούν ότι θα μπορεί να δουλεύει για να τους γυρίσει το δάνειο πίσω.

Σήμερα, για να επανέλθουμε στην Ελλάδα, μετράμε δέκα χρόνια από την αρχή της κρίσης (2010), που σημαίνει ότι ο δανειολήπτης έχει γνώση, κρίση και ως λογικός άνθρωπος θα πρέπει να έχει προσαρμοστεί. Να πληρώνει δηλαδή κάτι, ειδικά όταν πρόκειται για ένα σπίτι μεσαίας αξίας, 130.000-250.000 ευρώ, με μηνιαία δόση περί τα 800 ευρώ.

Τρόποι βοήθειας από το κράτος υπάρχουν, ας βελτιώσει τα κριτήρια επιδότησης και ας αυξήσει την επιδότηση της δόσης από τον κρατικό προϋπολογισμό. Ας κάνει τα 150 εκατ. ευρώ ετησίως 300 εκατ. και ας βρει τους 30.000-40.000 πραγματικά ανήμπορους να πληρώσουν το ένα και μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που έχουν για να μένουν κι ας τους χαρίσει (διά επιδοτήσεως) τη μισή μηνιαία δόση.

Επίσης, μπορεί το κράτος να φτιάξει σωστά την περίφημη υπόθεση «δεύτερης ευκαιρίας» για τους επιχειρηματίες που χρεοκόπησαν. Οποιος χρεοκόπησε, ειδικά μέσα στην κρίση, δεν είναι ούτε απατεώνας ούτε για πέταμα, ιδίως όταν πρόκειται για νέους ανθρώπους που απλώς ρίσκαραν και πέφτοντας πάνω στη δεκαετή ύφεση… διαλύθηκαν και αυτοί και οι οικογένειές τους.

Το κράτος δεν μπορεί να είναι ανίκανο να ξεχωρίσει τον μπαταχτσή από τον άτυχο στη ζωή αλλά έντιμο πολίτη. Και επειδή έχουν περάσει δέκα χρόνια και οι τράπεζες ξέρουν (μετά τους μνημονιακούς νόμους) μέχρι και τι «χρώμα βρακί φοράμε», όπως λέει ο λαός, δηλαδή γνωρίζουν και ελέγχουν όλα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, ας τελειώνουμε.

Οποιος έχει να πληρώσει, ας πληρώσει όσο αντέχει. Αλλά αν αντέχει να πληρώσει (έστω και κάτι), θα πρέπει να λήξει το θέμα της γενικής ασυλίας γιατί είναι και ηθικά σωστό (για όλους όσοι πληρώνουν) και απαραίτητο να εξυγιανθούν οι τράπεζες. Αλλιώς, οικονομία και ανάπτυξη θα καρκινοβατούν.