Το πότε θα αρχίσουν να μειώνονται τα επιτόκια είναι μόνο το πρώτο σημείο διαμάχης μεταξύ των υπευθύνων χάραξης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι οποίοι φαίνεται επίσης να διαφωνούν για το πώς ακριβώς θα περιορίσουν την άνευ προηγουμένου περίοδο σύσφιξης της νομισματικής τους πολιτικής.

Οι αξιωματούχοι επί του παρόντος καλούνται να αποφασίσουν το αν θα αρχίσουν τις μειώσεις τον Απρίλιο ή τον Ιούνιο, μια σχετικά απλή απόφαση αν αναλογιστεί κανείς ότι πρέπει επίσης να σταθμίσουν το μέγεθος των βημάτων τους, το πόσο γρήγορα θέλουν να προχωρήσουν και το που θα καταλήξει το κόστος δανεισμού.

Η ενδεχόμενη στρατηγική εξαρτάται από τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του timing της λήψης αποφάσεων. Τα 26 μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου πρέπει επίσης να βρουν έναν τρόπο να σηματοδοτήσουν τις προθέσεις τους χωρίς να αθετήσουν τη δέσμευσή τους πως θα καθοδηγούνται από τα επικαιροποιημένα μακροοικονομικά δεδομένα.

Η όλη προσπάθεια περιπλέκεται από ένα πλήθος εμποδίων, είτε πρόκειται για τις μισθολογικές διαπραγματεύσεις είτε για την προβληματική οικονομία της Ευρωζώνης και την κρίση στην Ερυθρά Θάλασσα, τα οποία θα μπορούσαν να ανακόψουν τη μείωση του πληθωρισμού στο 2%. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η Τράπεζα της Αγγλίας προσθέτουν ακόμα περισσότερη αβεβαιότητα, καθώς και αυτές συζητούν για το πότε και πώς θα αρχίσουν τη χαλάρωση.

«Όλα τα ενδεχόμενα βρίσκονται επί τάπητος όσον αφορά τον ρυθμό μείωσης των επιτοκίων και το μέγεθος των όποιων αποφάσεων», δήλωσε ο οικονομολόγος της Societe Generale, Ανατόλι Ανένκοφ, ο οποίος προβλέπει ότι η ΕΚΤ θα χαλαρώνει τα επιτόκιά της κάθε τρεις μήνες μετά από το γ’ τρίμηνο του 2024. «Πρόκειται για μια συζήτηση που θα γίνει μεταξύ ‘γερακιών’ και ‘περιστεριών’, με βάση τα δεδομένα», προσέθεσε.

Υπήρχαν ευρέως αποκλίνουσες απόψεις σχετικά με το πώς θα μοιάζει η πορεία μείωσης των επιτοκίων μεταξύ των αναλυτών που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση πριν από την συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Ιανουάριο. Αν και ορισμένοι προέβλεπαν μειώσεις σε κάθε συνεδρίαση, άλλοι ανέμεναν χρονοκαθυστερήσεις και μειώσεις σε κάθε δεύτερη συνεδρίαση.

Οι προβλέψεις για το πόσο θα μειωθεί το επιτόκιο καταθέσεων από το σημερινό υψηλό του 4% διέφεραν επίσης σημαντικά. Για τα μέσα του 2025, κυμαίνονται από 1,5% έως 3,25%. Οι οικονομολόγοι της Deutsche Bank αναμένουν πως οι δύο πρώτες μειώσεις θα κυμανθούν στις 50 μονάδες βάσης έκαστη.

Παρ’ όλα αυτά, ενδέχεται να υπάρξει ορισμένη σαφήνεια μετά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 6-7 Μαρτίου, όπου τα επικαιροποιημένα δεδομένα θα βοηθήσουν να διευθετηθεί η διαφωνία μεταξύ των αξιωματούχων.

Οι περισσότεροι αξιωματούχοι φαίνεται πως επιλέγουν τον Ιούνιο ως την πιθανότερη επιλογή για πρώτη μείωση των επιτοκίων. Ο Λετονός Μάρτινς Κάζακς έχει προειδοποιήσει για την πιθανότητα επανάληψης των δεκαετιών του ‘70 και του ’80, όταν τα επιτόκια μειώθηκαν πρόωρα, ο πληθωρισμός επανήλθε και το κόστος δανεισμού αυξήθηκε εκ νέου.

Ο ίδιος και άλλα «γεράκια» υποστηρίζουν πως δεν πρέπει να ληφθούν αποφάσεις για μείωση των επιτοκίων προς το παρόν μέχρι να εξασφαλιστεί πως ο πληθωρισμός βρίσκεται πραγματικά σε καλό δρόμο. Οποιεσδήποτε πιθανές καθυστερήσεις μείωσης των επιτοκίων θα μπορούν να «καλυφθούν» από μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες, μελλοντικές μειώσεις.

«Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να φτάσουμε στο 2%», δήλωσε σε συνέντευξή του στην τηλεόραση του Bloomberg τον Ιανουάριο. «Θα μπορούσαμε να κάνουμε μικρότερα βήματα νωρίτερα ή θα μπορούσαμε να λάβουμε, σχετικά αργότερα, μεγαλύτερα βήματα», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ένας από τους κινδύνους μιας γρηγορότερης μείωσης είναι η πρόκληση πανικού πως η Ευρωζώνη δεν οδεύει προς την ήπια προσγείωση την οποία οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν εκφράσει την πεποίθηση ότι θα επιτύχουν. Από την άλλη, οι αξιωματούχοι θα μπορούσαν επίσης να αντιμετωπίσουν κατηγορίες ότι ενήργησαν και πάλι πολύ αργά.

Τα «περιστέρια» της ΕΚΤ, όπως ο Μάριο Σεντένο της Πορτογαλίας, τάσσονται υπέρ μιας «σταδιακής» διαδικασίας η οποία θα αρχίσει νωρίτερα, ανησυχώντας ότι η όποια καθυστέρηση θα μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα.

«Θα πρέπει να συμβεί κάτι σημαντικό το οποίο θα οδηγήσει την ΕΚΤ σε γρηγορότερη μείωση των επιτοκίων της, όπως μια γρήγορη επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης ή μια ξαφνική, ισχυρή υποχώρηση του πληθωρισμού», δήλωσε ο οικονομολόγος της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων Bantleon, Γιόργκ Άνγκελε, προσθέτοντας πως «η οικονομία μπορεί να φαίνεται αδύναμη, αλλά η αγορά εργασίας είναι ανθεκτική. Επομένως, υπάρχει αρκετός χρόνος για προσεκτικά και αργά βήματα».

O ίδιος προβλέπει τέσσερις μειώσεις κατά 25 μονάδες βάσης, αρχής γενομένης τον Απρίλιο, με αποτέλεσμα την διαμόρφωση του επιτοκίου στο 3% έως τον Σεπτέμβριο, επίπεδο το οποίο αναμένει πως η ΕΚΤ θα διατηρήσει τουλάχιστον έως το τέλος του 2025.

Άλλοι βλέπουν ένα πολύ χαμηλότερο σημείο τερματισμού, προμηνύοντας πόσο μπορεί να αποκλίνουν οι απόψεις στο Διοικητικό Συμβούλιο.

«Το φυσικό επιτόκιο στη ζώνη του ευρώ δεδομένης της επιδείνωσης των δημογραφικών στοιχείων και την ανύπαρκτη αύξηση της παραγωγικότητας είναι κοντά στο 1% στην καλύτερη περίπτωση. Προς τα εκεί θα κατευθυνθούν πιθανότατα τα επιτόκια της ΕΚΤ μεσοπρόθεσμα», δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος της Swedbank, Νερίγιους Ματσιούλις.

O ίδιος αναμένει επίσης μια πρώτη κίνηση τον Απρίλιο, αλλά στη συνέχεια προβλέπει μειώσεις σε κάθε συνεδρίαση μέχρι τον Ιούνιο του 2025, οδηγώντας το επιτόκιο καταθέσεων μόλις στο 1,5%. Δεν αποκλείει μεγαλύτερα βήματα, υποστηρίζοντας ότι «τους επόμενους μήνες θα γίνει φανερό ότι δεν υπάρχουν καθόλου πληθωριστικοί παράγοντες».

Οι παύσεις είναι πράγματι πιθανές, σύμφωνα με τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας της Κροατίας, Μπόρις Βούτσιτς. Όσο ο πληθωρισμός διατηρεί τη δύναμη να αιφνιδιάζει προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, η απρόβλεπτη κατάσταση αυτή θα συνεχιστεί, όπως ανέφερε.

«Μπορεί να συμφωνήσουν να προχωρήσουν σε μείωση νωρίς, αν η επιλογή αυτή τους βοηθήσει. Από την άλλη, αν φοβηθούν μήπως κάνουν λάθος, ενδέχεται να προτιμήσουν παύση, αναμένοντας τα επικαιροποιημένα μακροοικονομικά δεδομένα», δήλωσε ο Ανένκοφ της SocGen, προσθέτοντας πως «το μόνο που είναι σαφές είναι ότι δεν μπορούν να απεξαρτηθούν από τα δεδομένα. Αν και η αγορά αναζητά σαφήνεια, δεν θα την έχει εκτός αν οι οικονομικές προοπτικές αλλάξουν δραματικά».

Διαβάστε ακόμη

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ