Η μετάδοση του κορωνοϊού διεθνώς και οι επιπτώσεις της, δίνουν ένα διπλό κτύπημα στην παγκόσμια οικονομία, το οποίο την οδηγεί σε χαμηλότερα επίπεδα, υποχρεώνει τους επενδυτές να αναπροσαρμόζουν τις τιμές των μετοχών και των ομολόγων, αλλά και να κάνουν τους σχεδιασμούς τους με βάση την προσδοκία μειωμένων εταιρικών κερδών.

Από τη μια πλευρά, η επιδημία θέτει σε δοκιμασία την ικανότητα παραγωγής αγαθών, καθώς οι αποθήκες των εργοστασίων στην ηπειρωτική Κίνα παραμένουν άδειες, αφού οι εργάτες σε μεγάλο βαθμό συνεχίζουν να βρίσκονται σε κατ’ οίκον περιορισμό ώστε να εμποδιστεί η περαιτέρω μετάδοση του ιού. Αυτή η κατάσταση επιβραδύνει αποφασιστικά την παραγωγή αγαθών στην περιοχή και κατά συνέπεια στερεί τις επιχειρήσεις σε άλλα μέρη του κόσμου από τις πρώτες ύλες που χρειάζονται για τις δικές τους παραγωγές.

Αυτό το σοκ στις εφοδιαστικές αλυσίδες θεωρήθηκε αρχικά ως βραχυπρόθεσμο πρόβλημα, το οποίο θα μπορούσε εύκολα να αντιστραφεί, μόλις ο ιός θα είχε τεθεί υπό έλεγχο. Ως εκ τούτου οι αρχικές προβλέψεις συνέκλιναν στο ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα ακολουθήσει μια τροχιά σχήματος V, δηλαδή ολίσθηση κατά το πρώτο τρίμηνο και ανάκαμψη στις επόμενες εβδομάδες.

Αυτές οι αρχικές προβλέψεις για το 2020 είναι πλέον ξεπερασμένες, καθώς -εκτός της προσφοράς- μειώνεται επίσης και η ζήτηση. Με τον ιό να έχει υπερβεί προ πολλού τα σύνορα της Κίνας, οι καταναλωτές σε όλο τον κόσμο, όλο και περισσότερο ανησυχούν και διστάζουν να ψωνίζουν, να ταξιδεύουν ή ακόμα και να τρώνε έξω. Ως αποτέλεσμα, οι εταιρείες είναι πιθανό όχι μόνο να κρατήσουν τους εργαζόμενους στο σπίτι τους, αλλά να σταματήσουν να προσλαμβάνουν νέους ή να επενδύουν, επιδεινώνοντας με αυτό τον τρόπο το πρόβλημα στη ζήτηση.

Ο τρόπος με τον οποίο τα δυο παράλληλα σοκ -της προσφοράς και της ζήτησης- θα δημιουργήσουν νέα προβλήματα έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις μεταξύ των οικονομολόγων. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ Κένεθ Ρογκόφ σε άρθρο του αυτή την εβδομάδα σημείωσε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί μια έκρηξη στον πληθωρισμό που προκαλείται από έλλειψη προσφοράς, όπως είχε συμβεί κατά τη δεκαετία του 1970. Άλλοι, αντίθετα, υποστηρίζουν ότι είναι επί θύραις ένας ακόμη γύρος αποδυνάμωσης του πληθωρισμού.

Η κατώτατη γραμμή για τις κεντρικές τράπεζες και τις κυβερνήσεις είναι ότι υπάρχει πιθανότητα για ακόμη μεγαλύτερη πίεση με σκοπό την οικονομική στήριξη.

“Μια κλασική ύφεση συνεπάγεται έλλειψη ζήτησης σε σχέση με την προσφορά”, δήλωσε ο Ντέιβιντ Ουίλκοξ, πρώην αξιωματούχος της Federal Reserve στο Peterson Institute for International Economics. “Σε αυτή την πιο γνώριμη κατάσταση, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής γνωρίζουν πώς να βοηθήσουν στην κάλυψη της μειωμένης ζήτησης. Αλλά η τωρινή περίπτωση είναι πιο περίπλοκη επειδή περιλαμβάνει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην προσφορά όσο και στη ζήτηση”.