H CEO του επενδυτικού κολοσσού TCW Group, Κέιτι Κοχ, εκτιμά πως «η οικονομία των ΗΠΑ πρόκειται να καταγράψει μία ανώμαλη προσγείωση». Με τις απόψεις της φαίνεται πως συμφωνούν και οι υπόλοιποι CEOs οι οποίοι παρευρέθησαν στο CNBC CEO Council Summit.

«Οι CEOs έχουμε μία πιο αρνητική προσέγγιση και αυτό πιστεύω πως είναι πολύ σημαντικό. Παρατηρούμε πραγματική επιβράδυνση στην οικονομία, μείωση των εσόδων και αύξηση των απολύσεων, κάτι το οποίο θα επηρεάσει τα γενικότερα μακροοικονομικά δεδομένα».

Παράλληλα, η Κοχ τόνισε πως «θα υπάρξουν σημαντικές επιπτώσεις στη ρευστότητα, κάτι το οποίο θα ασκήσει περαιτέρω πίεση στην οικονομία και θα διευρύνει τα προβλήματα στην αγορά εργασίας».

Αυτό φαίνεται πως είναι και το αποκύημα της συνόδου των CEOs οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε ευρύτατη γκάμα κλάδων, από τη Wall Street μέχρι τους τομείς των μεταλλευμάτων και των μεταφορών. 

Αν και οι αναλυτές της Goldman Sachs υποστηρίζουν πως μία «ομαλή προσγείωση» της οικονομίας είναι κάτι το εφικτό, ο CEO του κολοσσού, Ντέιβιντ Σόλομον, υπογράμμισε πως «η δημιουργία ύφεσης με πλήρη απασχόληση είναι κάτι το εξαιρετικά δύσκολο», ενώ προσέθεσε πως οι αρνητικές συνθήκες στην οικονομία είναι περισσότερο αισθητές αφού η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής έχει, συνήθως, χρονοκαθυστέρηση.

Σύμφωνα με τα πρόσφατα δημοσιευθέντα πρακτικά της συνάντησης των στελεχών της FOMC, φαίνεται πως υπάρχει ασυμφωνία όσον αφορά τις μελλοντικές κινήσεις των επιτοκίων, με πολλούς εξ αυτών να υποστηρίζουν την πιθανότητα χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής.

Ο Σόλομον, από την πλευρά του, ο οποίος υποστηρίζει πως η πιθανότητα ύφεσης κυμαίνεται στο 50%, τόνισε πως «η σύσφιξη των οικονομικών συνθηκών είναι δύσκολη χωρίς την επίδραση στην ανάπτυξη». Εάν υπάρξει ύφεση, ο Σόλομον υπογραμμίζει πως αυτή θα είναι περιορισμένη. 

Ενεργειακή μετάβαση και ΤΝ

Σύμφωνα με την CEO της Schnitzer Steel, Ταμάρα Λούντγκρεν, υπάρχουν δύο δυνάμεις οι οποίες επηρεάζουν τον κλάδο των μεταλλευμάτων. Η παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση λόγω των κινήσεων των κεντρικών τραπεζών αλλά και η μακροπρόθεσμη μεταβολή την οποία προκαλούν «δύο ασυνήθιστες βιομηχανικές μεταβάσεις».

Η μία εξ αυτών είναι η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια η οποία χρειάζεται τεράστια ποσότητα μεταλλευμάτων και ορυκτών, ιδιαίτερα του χαλκού. «Ιστορικά δεν έχουμε ξαναδεί τέτοια αύξηση ζήτησης η οποία λαμβάνει χώρα παράλληλα με την αντίστοιχη αύξηση του πληθωρισμού και την σύσφιξη των οικονομικών δεδομένων», ανέφερε η Λούντγκρεν.

Η άλλη μετάβαση είναι η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης η οποία θα έχει σημαντικές επιπτώσεις τόσο στην παραγωγικότητα των εργαζομένων όσο και την γενικότερη οικονομία. 

Όλοι οι CEOs του πάνελ του CNBC, μίλησαν για τις επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης στις επιχειρήσεις τους, αλλά όχι για τις επενδύσεις. Ο Σόλομον, για παράδειγμα, τόνισε πως «αναζητούμε προσεκτικές και σωστές επιλογές όσον αφορά την τεχνητή νοημοσύνη, αλλά αυτό θα πάρει χρόνο».

Όσο για την αγορά των μεταλλευμάτων και την μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, «η δομική ζήτηση γι αυτά είναι εξαιρετικά σημαντική. Δεδομένης της μείωσης της πίστωσης, θα μπορούσε να επηρεαστεί ο τομέας των κατασκευών, ιδιαίτερα των επαγγελματικών χώρων. Παρ’ όλα αυτά, η κατάσταση αυτή θα αντισταθμιστεί από το Inflation Reduction Act και τα νομοσχέδια για την τόνωση των αμερικανικών υποδομών», επεσήμανε η Λούντγκρεν.

Οι επιπτώσεις στην γενικότερη οικονομία αναδεικνύονται τόσο από τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις για το αμερικανικό δημόσιο χρέος όσο και από την γεωπολιτική και οικονομική κόντρα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής με την Κίνα.

Η ασιατική χώρα είναι η μεγαλύτερη καταναλωτής μεταλλευμάτων στον κόσμο και οποιαδήποτε οικονομική αλλαγή σε αυτή προκαλεί αλλαγή των ισορροπιών προσφοράς και ζήτησης στον κλάδο, όπως ανέφερε η Λούντγκρεν. Παρ’ όλα αυτά, η CEO υπογράμμισε πως «η κινεζική παντοκρατορία στον τομέα των σπάνιων και σημαντικών ορυκτών και μετάλλων έχει γίνει αισθητή στον υπόλοιπο κόσμο και έχει οδηγήσει σε αύξηση της δραστηριότητας του αντίστοιχου τομέα εξορύξεων στη Βόρεια Αμερική».

H Λούντγκρεν αναφέρθηκε και στην έρευνα του στελέχους της Goldman Sachs, Τζέφρι Κάρι, μιλώντας για την «εκδίκηση της παραδοσιακής οικονομίας όπου δεκαετίες έλλειψης επενδύσεων στους τομείς αυτούς έχουν, πια, επηρεάσει την αμερικανική οικονομία και αποτελούν καίριο μέλημα της περαιτέρω ανάπτυξής της».

Σημειωτέον πως η Exxon Mobil ανακοίνωσε πως θα δραστηριοποιηθεί στον αμερικανικό τομέα εξόρυξης λιθίου στην πολιτεία του Αρκάνσας, ενώ ο ιταλικός κολοσσός ενέργειας Enel ανακοίνωσε επένδυση άνω του $1 δισ. σε εργοστάσιο παραγωγής ηλιακής ενέργειας στην Οκλαχόμα. 

Το κόστος

Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου υπολογίζει πως οι φοροελαφρύνσεις για την καθαρή ενέργεια θα κοστίσουν τουλάχιστον $180 δισεκατομμύρια περισσότερο από τις αρχικές εκτιμήσεις της αμερικανικής κυβέρνησης, δεδομένης της αυξημένης όρεξης για τέτοια πρότζεκτ. Η Goldman Sachs είχε, αρχικά, εκτιμήσει πως το Inflation Reduction Act θα κοστίσει $1,2 τρισεκατομμύρια την επόμενη δεκαετία, τρεις φορές σε σχέση με το αρχικά εκτιμηθέν ποσό.

Η πρόεδρος του Χρηματιστηρίου της Nέας Υόρκης (ΝYSE), Λιν Μάρτιν, υπογράμμισε πως ένας από τους τομείς στους οποίους υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον για αρχικές δημόσιες προσφορές είναι η ενεργειακή μετάβαση. 

Αν και η πρόσφατη πτώση του Dow Jones οφείλεται ως επί το πλείστον στους κλυδωνισμούς που προκαλούν οι διαπραγματεύσεις για το αμερικανικό χρέος, οι CEOs στο πάνελ του CNBC προσηλώνονται στην ευρύτερη οικονομική εικόνα. Τα πρόσφατα μακροοικονομικά δεδομένα υποδεικνύουν σταθεροποίηση του πληθωρισμού και επιβράδυνση της ζήτησης λόγω της μειωμένης καταναλωτικής δραστηριότητας. 

Ο πληθωρισμός και η «νέα ύφεση»

«Όλοι έχουμε παρατηρήσει τις επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής. Από την άλλη, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και η γενικότερη ενεργειακή μετάβαση πρόκειται να αποτελέσουν κινητήριους μοχλούς της δομικής ζήτησης σε μακροπρόθεσμο επίπεδο. Αν και υπάρχει αυξημένη πιθανότητα για τη δημιουργία ύφεσης, πρέπει να βρούμε ένα νέο χαρακτηρισμό γι αυτή. Ιστορικά, δεν έχουμε ξαναδεί κάτι τέτοιο».

Σύμφωνα με τον CEO της εταιρείας μεταφορών XPO, Μάριο Χάρικ, όλο και μεγαλύτερος αριθμός βιομηχανιών ανοίγουν νέες μονάδες στη Βόρεια Αμερική, αλλά η βραχυπρόθεσμη κατάσταση δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί. Ο πληθωρισμός, μεν, μειώνεται, αλλά η Fed θα αναγκαστεί να χαλαρώσει την νομισματική της πολιτική. Οι αυξήσεις των μισθών έχουν επιστρέψει σε προ-πανδημικά επίπεδα, σύμφωνα με τον ίδιο, ενώ το κόστος των μεταφορών έχει μειωθεί αισθητά, αν και παραμένει υψηλότερα των αντίστοιχων επιπέδων της περιόδου 2021-2022.

Ο Σόλομον, τέλος, υποστηρίζει πως ο πληθωρισμός θα κυμανθεί σε υψηλότερα του πληθωριστικού στόχου της Fed επίπεδα παρά την μείωσή του, ενώ ο CEO της JPMorgan, Τζέιμι Ντάιμον, τόνισε πρόσφατα πως η οικονομία θα πρέπει να προετοιμαστεί για επιτόκια τα οποία ενδέχεται να αυξηθούν μέχρι το 7% έτσι ώστε να καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός.

Διαβάστε ακόμα 

Οι νέες δημοσκοπήσεις, οι «καλογερο-ψεκ» και η Ζωή, η ΔΕΗ και η Motor Oil, οι τράπεζες ψάχνουν funds για τις μετοχές του ΤΧΣ 

Προγράμματα buyback ενεργοποιούν οι τράπεζες με το «βλέμμα» στους μετόχους 

Αττική Οδός: Ποια είναι η Meridiam που αλλάζει τη σύνθεση της κοινοπραξίας ΑΚΤΩΡ Παραχωρήσεις – AVAX για την 25ετή σύμβαση 

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ