του Δημήτρη Μαρκόπουλου

Οι περισσότεροι στέκονται στον ΕΝΦΙΑ, στον ΕΦΚΑ ή στις μειώσεις του ΕΚΑΣ. Στις συντάξεις που με κυβερνητικές αποφάσεις εξανεμίστηκαν και στο εισόδημα που χάθηκε. Να όμως που με βάση αποτελέσματα ερευνών έχουμε υποστεί πρόσθετο πλήγμα στα οικονομικά μας λόγω του κύματος ακρίβειας σε σειρά καταναλωτικών αγαθών αλλά και υπηρεσιών, με ευθύνη της κυβέρνησης.

Ανατιμήσεις που δεν ελέγχθηκαν και με την άνοδο των έμμεσων και άμεσων φόρων οδήγησαν σε σημαντικές απώλειες του εισοδήματός μας. Ολα αυτά συντελέστηκαν την τελευταία τριετία, με αποτέλεσμα, πέραν των μνημονίων, της παρατεταμένης ύφεσης και της εσωτερικής υποτίμησης, να αντιμετωπίζουμε και αδικαιολόγητη ακρίβεια.

Παρά το γεγονός ότι βάσει των στοιχείων του Ινστιτούτου Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) οι οργανωμένες αλυσίδες σούπερ μάρκετ κατόρθωσαν τα τελευταία τρία χρόνια να συγκρατήσουν τις ανατιμήσεις σε σειρά ειδών όπως τα συσκευασμένα προϊόντα (αλεύρι, αραβοσιτέλαιο, νερό, ψωμί του τοστ κ.λπ.), επιδεικνύοντας σε κάποιες κατηγορίες ακόμη και μειώσεις, καταγράφηκε μεγάλο κύμα αυξήσεων σε σειρά αγαθών οι οποίες είχαν αντίκτυπο στα προσωπικά μας οικονομικά.

Τα αναψυκτικά παρουσίασαν αύξηση 5% στην τιμή τους εντός τριετίας, το νωπό γάλα 11%, οι μαρμελάδες 38%, οι πατάτες 4%-5%, το χαρτί υγείας 8%, ενώ Βατερλό είχαμε στο κόστος του καφέ, που λόγω της αύξησής του κατά 26% υπήρξε ραγδαία πτώση των πωλήσεων, με αρνητικά αποτελέσματα για τις επιχειρήσεις. Παράλληλα επήλθαν αυξήσεις στο σύνολο των φρούτων, οι οποίες ξεπερνούν το 15%-20%, και γενικότερα στα φρέσκα προϊόντα που είναι αναγκαία για το μέσο ελληνικό νοικοκυριό.

Ετος ακρίβειας το 2017

Θα πρέπει να τονίσουμε επίσης ότι οι αυξήσεις φόρων που επιβλήθηκαν στις αρχές του 2017 σε καθημερινά είδη όπως τα τσιγάρα, ο καφές, τα νωπά φρούτα, το ελαιόλαδο, αλλά και οι μεταφορές και οι επικοινωνίες εκτιμάται ότι οδήγησαν σε μεγάλη επιβάρυνση και απώλεια του εισοδήματός μας. Και αυτό διότι η συγκράτηση ή ακόμη και η μείωση των τιμών στα υπόλοιπα είδη, το κόστος των οποίων απορρόφησαν τα σούπερ μάρκετ, δεν μπορεί να ισοσκελίσει τις απώλειες σε πιο αναγκαίες κατηγορίες προϊόντων. Για παράδειγμα, μπορεί το αλεύρι να μειώθηκε στην τριετία κατά 24%, ποσοστό διόλου αμελητέο, αφού το 1 κιλό από 1,25 ευρώ το 2014 κοστίζει σήμερα 0,95 ευρώ, αλλά δεν συγκρίνεται με το ελαιόλαδο που παρουσίασε αύξηση 25% μέσα σε λίγους μήνες.

Συγκεκριμένα, το λάδι σε συσκευασία 1 λίτρου κοστίζει 8,27 ευρώ από περίπου 6,5 ευρώ το λίτρο προ τριετίας. Αν, λοιπόν, ο μέσος καταναλωτής στο αλεύρι γλίτωσε την τριετία 0,30 ευρώ στο 1 κιλό, με το κρίσιμο για την καθημερινή μας διατροφή ελαιόλαδο έχασε 1,77 ευρώ στο λίτρο, ποσό πολλαπλάσιο.

Το ίδιο συμβαίνει με τα νωπά προϊόντα λαϊκής, όπως τις ευρέως διαδεδομένες στην κατανάλωσή τους πατάτες που ακρίβυναν. Κοινώς, στα φθηνά και χαμηλά ούτως ή άλλως είδη επήλθε μείωση ή πάγωμα στην τιμή τους, όμως στα πιο ακριβά μα επίσης αναγκαία προϊόντα υπήρξαν μεγάλες αυξήσεις.

Το ίδιο συμβαίνει με τα τυριά που αυξήθηκαν μεσοσταθμικά από 2% έως 5%, τα είδη ατομικής φροντίδας ή τα απορρυπαντικά (2%-4%), τις μεταφορές, όπου καταγράφηκε άνοδος 5,6% βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, την ένδυση (3% το 2016-2017 και από 7% έως 8% την τριετία), τα δίδακτρα (κυρίως στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση), τα ξενοδοχεία, τα ζαχαροπλαστεία κ.ά.

Κάπως έτσι, ενώ το μέσο καλάθι των σούπερ μάρκετ στα τρόφιμα παρουσιάστηκε το 2018 μειωμένο κατά 2% συγκριτικά με το 2014, δεν συμβαίνει το ίδιο αν προσθέσουμε άλλα είδη πέραν των τροφίμων, όπως τα απορρυπαντικά, τα αλκοολούχα ποτά, ο καφές, τα αναψυκτικά κ.ά. Η απώλεια εισοδήματος μεγαλώνει ακόμα περισσότερο όταν υπολογίσουμε τις αυξήσεις φόρων στα τσιγάρα, στην ένδυση, στην τηλεφωνία (υπήρξε αύξηση φόρων η οποία σε ένα ποσοστό επιδιώχθηκε να συγκρατηθεί από τις εταιρείες κινητής), στην εστίαση, στα ξενοδοχεία, στις μεταφορές.

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι σημαντικότερες ανατιμήσεις συντελέστηκαν το 2017, όταν δηλαδή το μνημόνιο είχε εμπεδωθεί και είχε απορροφήσει με νέα μέτρα τις ζημιές της κακής διαπραγμάτευσης του α’ εξαμήνου του 2015 από την κυβέρνηση Τσίπρα και τον τέως υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη. Οι συνέπειες δηλαδή της αρνητικής αυτής περιόδου φάνηκαν ενάμιση χρόνο μετά, με την υιοθέτηση σκληρών άμεσων και έμμεσων φόρων που οδήγησαν σε απώλειες του εισοδήματός μας.

Η αγορά έπαθε ζημιές

Η ζημιά γίνεται ακόμη μεγαλύτερη αν συνυπολογιστούν και οι απώλειες σε θέσεις εργασίας και η ανταγωνιστικότητα που η ακρίβεια φέρνει. Δεν είναι τυχαίο ότι η άνοδος στις τιμές του καφέ έφερε καθίζηση κατά 10% στην αγορά και λαθραία διακίνηση, στο πρότυπο των τσιγάρων. Ανάλογη είναι και η απώλεια εσόδων για το κράτος από τα λαθραία τσιγάρα λόγω των αυξήσεων που η κυβέρνηση επέλεξε να ακολουθήσει. Υπενθυμίζεται ότι από την 1η Ιανουαρίου του 2017 επιβλήθηκε Ενιαίος Φόρος Κατανάλωσης στον καφέ ύψους 3 ευρώ/κιλό στον καβουρδισμένο, 2 ευρώ/κιλό στον μη καβουρδισμένο, 4 ευρώ/κιλό στον στιγμιαίο, όπως και στα παρασκευάσματα καφέ. Το παραπάνω μεταφράστηκε σε αύξηση 26% στη λιανική τιμή του, και μάλιστα στα φθηνά είδη της κατηγορίας, γεγονός που οδήγησε αφενός στην επιβάρυνση των νοικοκυριών, αφετέρου στην αναζήτηση αμφιλεγόμενων εναλλακτικών από τους επαγγελματίες της εστίασης. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι βάσει των στατιστικών στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ οι αυξήσεις του 2017 σε τσιγάρα, τηλέφωνο, λάδι, καφέ, δίδακτρα, ενδύματα και αεροπορικά εισιτήρια συνέβαλαν στην άνοδο σε ετήσια βάση του τιμάριθμου τον Νοέμβριο, με αποτέλεσμα και παρά τη μείωση που κατέγραψαν μέσα στον ίδιο μήνα οι τιμές στα περισσότερα από αυτά τα προϊόντα, ο πληθωρισμός να τρέχει με 1,1% ετησίως από 0,7% τον Οκτώβριο.