Υπέρ της αύξησης των διμερών συμβολαίων μεταξύ παραγωγών ενέργειας και καταναλωτών και αύξησης του ορίου και για την ΔΕΗ τάχθηκε χθες ο Πρόεδρος της ΡΑΕ κ. Θανάσης Δαγούμας.

Πρόκειται για τα λεγόμενα PPAs (Power Purchase Agreements), για τα οποία οι καθετοποιημένοι ηλεκτροπαραγωγοί μπορούν να συνάπτουν χωρίς περιορισμούς πέραν της Επιχείρησης ηλεκτρισμού, της οποίας το ανώτατο όριο δεν μπορεί να ξεπεράσει το 20% στο σύνολο των πωλήσεων ηλεκτρικής ενέργειας.

Όπως αναφέρθηκε χθες, η ΡΑΕ έχει δημιουργήσει και έχει θέσει σε δημόσια διαβούλευση μια πλατφόρμα για διμερείς συμβάσεις λιανικής πώλησης ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (RES PPAs) για όλους τους παρόχους.

Σήμερα, βάσει της απόφασης της ΡΑΕ διμερή συμβόλαια μπορούν να συνάψουν τέσσερις μονάδες της ΔΕΗ και μία μονάδα για κάθε καθετοποιημένη εταιρεία, δηλαδή για τις Elpedison, Μυτιληναίος και Ήρων.

Το ποσοστό για τη ΔΕΗ αναμένεται να αυξηθεί, έπειτα από σχετική ανάλυση που ετοιμάζει το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας (ΕΧΕ) σχετικά με την επίδραση στην αγορά. «Έχουμε ζητήσει από τον περασμένο Μάρτιο από το ΕΧΕ να εξετάσει εάν αυτό το ποσοστό μπορεί να ανέβει πάνω από 20%. Μας ζητήσανε τρεις μήνες περιθώριο. Περιμένουμε τη μελέτη τον Ιούλιο», ανέφερε ο ίδιος.

Όπως μάλιστα τόνισε για το πλαφόν του 20% στη ΔΕΗ, το ΕΧΕ είχε εισηγηθεί στη ΡΑΕ 10%. Το ποσοστό επισήμανε, θα αυξηθεί αλλά δεν μπορεί να πάει στο 100% καθώς θα πρέπει γενικότερα να υπάρχει μια ισορροπία, διότι όσο περιορίζεται ο όγκος συναλλαγών στο Χρηματιστήριο, δημιουργούνται προβλήματα στην αγορά. Συνήθως η αγορά εξισορροπεί με 50% διμερή συμβόλαια, τόνισε ο Πρόεδρος της ΡΑΕ.

Στην ελληνική αγορά, σχεδόν όλη η παραγωγή ενέργειας περνάει μέσα από το Χρηματιστήριο Ενέργειας. Όσο για τις ΑΠΕ, η πλειονότητα δεν συμμετέχει στην αγορά γιατί απολαμβάνει εγγυημένες τιμές.

«Στις ΑΠΕ όλοι οι επενδυτές περιμένουν εγγυημένες και μακροχρόνιες αποδόσεις. Και θέλουν και μεγάλο περιθώριο κέρδους. Δεν πάνε στην αγορά», υπογράμμισε ο κ. Δαγούμας.

Στις ευρωπαϊκές αγορές τα διμερή συμβόλαια αντιπροσωπεύουν το 40% με 80% της αγοράς, με συνέπεια οι υψηλές τιμές που παρατηρούνται το τελευταίο δεκάμηνο στις αγορές της Ευρώπης να μην έχουν την ίδια επίπτωση στους καταναλωτές, καθώς δεν μεταφέρονται 100% στην κατανάλωση.