Σε πρόσφατη έρευνά της με τίτλο Global Energy Perspective 2022, η McKinsey ανέφερε πως η ηλιακή και αιολική ενέργεια θα μετατραπούν σε σχεδόν κύριες μορφές ηλεκτροδότησης μέχρι το 2030. Η έρευνά της επίσης επαινούσε τις τεχνολογικές εξελίξεις στους τομείς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την ηλεκτρική αυτοκίνηση και τον τομέα των μπαταριών.

Αυτό που δεν ανέφερε η έρευνα, όμως, σύμφωνα με το zerohedge, είναι πως το σενάριο αυτό θα λάβει χώρα μόνο εάν υπάρχει αρκετή προσφορά πρώτων υλών. Ως πρωτοπόρος στην προσπάθεια net zero, η Ευρώπη είναι αρκετά εκτεθειμένη στην έλλειψη των πρώτων υλών αυτών, κάτι που σημαίνει πως η προσπάθειά της μπορεί να αποτύχει πριν καν ξεκινήσει. 

Μέχρι τώρα, τα πράγματα βαίνουν σχετικά καλά. Οι τιμές των ηλεκτρικών αυτοκινήτων αυξάνονται αλλά οι πωλήσεις παραμένουν καλές, ιδιαίτερα λόγω των κινήτρων των κυβερνήσεων και της αύξησης της τιμής της βενζίνης.

Υπάρχουν, όμως, σύννεφα στον ορίζοντα.

Η κινεζική CATL, μία από τις μεγαλύτερες κατασκευαστές μπαταριών παγκοσμίως, ανακοίνωσε μείωση κερδών το πρώτο τρίμηνο του 2022 λόγω του αυξημένου κόστους παραγωγής. Αυτό σημαίνει πως η εταιρεία έχει -μέχρι τώρα- απορροφήσει το αυξημένο κόστος παραγωγής λόγω της έλλειψης πρώτων υλών, αλλά δεν μπορεί να συνεχίσει να το κάνει.

Παράλληλα, ο RJ Scaringe, CEO της Rivian, νεοφυούς εταιρείας κατασκευής ηλεκτρικών οχημάτων με την υποστήριξη της Amazon, προειδοποίησε πως υπάρχει έλλειψη μπαταριών στο συγκεκριμένο τομέα: «με απλούς όρους, η παγκόσμια παραγωγή μπαταριών εκπροσωπεί μόλις το 10% της αναγκαίας παραγωγικής ικανότητας που θα χρειαζόμαστε σε μία δεκαετία».

Αν και η εφοδιαστική αλυσίδα όσον αφορά την παροχή ηλιακής και αιολικής ενέργειας λειτουργεί εύλογα, υπάρχει σημαντική έλλειψη στην προσφορά των αναγκαίων μεταλλευμάτων για την κατασκευή και τη λειτουργία των ενεργειακών πάρκων αυτών. 

Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους υδρογονάνθρακες, η Ευρώπη έχει ελλειμματική εξορυκτική δυνατότητα και αναγκάζεται να βασίζεται σε εισαγωγές. Ως «κερασάκι στην τούρτα» επιπροστίθεται και το γεγονός πως ο κύριος πάροχος αλουμινίου, νικελίου και ψευδαργύρου της Γηραιάς Ηπείρου είναι η Ρωσία. Παράλληλα, το μεγαλύτερο ποσοστό λιθίου και σπάνιων μετάλλων προέρχεται από τρίτες χώρες.

«Ο ρυθμός εξέλιξης της παγκόσμιας ενεργειακής μετάβασης ξεπερνά αυτόν των αναγκαίων εξορύξεων. Θα υπάρξει έλλειψη σε χαλκό, κοβάλτιο, λίθιο, νικέλιο και σπάνια μέταλλα μέχρι το 2035», ανέφερε πρόσφατη έρευνα του βελγικού πανεπιστημίου KU Leuven University.

Η εσωτερική παραγωγή τέτοιων πρώτων υλών αποτελεί -προφανώς- την ιδανική λύση, αλλά δεν πρόκειται για κάτι το πιθανό στην περίπτωση των ευρωπαϊκών αναγκών. Πρόσφατη ανάλυση του Reuters τονίζει πως -βάσει των ευρωπαϊκών κανονισμών- οποιοδήποτε νέο ορυχείο στην ευρωπαϊκή επικράτεια θα χρειαστεί τουλάχιστον 15 χρόνια από το σχεδιασμό μέχρι τη λειτουργία του. Με άλλα λόγια, η Ευρώπη έχει κάνει την εξόρυξη νέων πρώτων υλών αναγκαίων για την ενεργειακή μετάβαση απίθανη. Παράλληλα, η στάση της προς τη Ρωσία και την Κίνα διακυβεύει τις εισαγωγές των πρώτων υλών αυτών, ενώ οι ΗΠΑ δε μπορούν να τη «σώσουν» δεδομένου του ότι προσπαθούν να μειώσουν τη δική τους εξάρτηση από τις εισαγωγές αναγκαίων πρώτων υλών.

Η λύση, σύμφωνα με το KU Leuven University, είναι η ανακύκλωση. Μεταξύ του 2040 και του 2050, η Ευρώπη θα μπορούσε να παράγει μεταξύ του 50% και 75% των αναγκαίων μεταλλευμάτων της από την ανακύκλωση μεταχειρισμένων προϊόντων, εάν καταφέρει να δημιουργήσει μία τέτοια εφοδιαστική αλυσίδα και να «αντέξει» μέχρι την ημερομηνία-ορόσημο του 2040.