«Στα mobile data, Ελλάδα δεν είναι η φθηνότερη, δεν είναι όμως και η ακριβότερη- είναι λίγο πιο πάνω από το μέσο όρο της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένης της φορολογίας που είναι πολύ υψηλή και όταν αφαιρέσουμε τους φόρους είναι κοντά στην Ε.Ε..»

Αυτό ανέφερε πρίν από λίγο για το θέμα των ημέρων- τις τιμές στα δεδομένα κινητής- ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Vodafone Ελλάδος κ. Χάρης Μπρουμίδης στη διαδικτυακή συνέντευξη τύπου εφ’ όλης της ύλης, όπου αναφέρθηκε μεταξύ άλλων τόσο στην επόμενη μέρα της πανδημίας όσο και στα επενδυτικά πλάνα του ίδιου του ομίλου της Vodafone στη χώρα μας.

Για την έκθεση της Rewheel (για λογαριασμό της Επιτροπής Ανταγωνισμού) που φέρνει την Ελλάδα πολύ ψηλά σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές όσον αφορά το κόστος των δεδομένων στην κινητή, ο επικεφαλής της Vodafone Eλλάδος, ανέφερε ότι η «σύγκριση τιμών μεταξύ των διαφορετικών χωρών και τιμών είναι πολυσύνθετη υπόθεση, χρειάζεται μία πολύπλοκη μεθοδολογία, πολύ σύνθετη δουλειά. Η συγκεκριμένη μελέτη ή οποιαδήποτε μελέτη χρειάζεται να παίρνει στοιχεία βασισμένα στη χρήση σε κάθε χώρα, τη διαφορά των ονομαστικών και εμπορικών τιμών, την διείσδυση καρτοκινητής και προγραμμάτων συμβολαίου. Υπάρχουν αρκετές ανακρίβειες και συμπεράσματα που δεν είναι ακριβώς αληθή. Για παράδειγμα λέει κάπου η μελέτη ότι τα νέα προγράμματα της Vodafone είναι διαθέσιμα σε νέους πελάτες ή πελάτες που έρχονται με φορητότητα. Αυτό δεν είναι αληθές γιατί τα νέα προγράμματα που έβγαλε η εταιρεία τον Φεβρουάριο απευθύνονται σε όλους τους πελάτες, ενώ συγκρίνοντας ονομαστική και εμπορική τιμή στη Vodafone προγράμματα που διατίθενται στα 43 ευρώ καταλήγουν στον πελάτη με έκπτωση 35%. Θέλει μία προσοχή γιατί είναι πολύ δύσκολη η διαδικασία και χρειάζονται επιπλέον πληροροφορίες για να μη βγαίνουν λάθος συμπεράσματα».

Οσον αφορά το ζήτημα των περισσότερων παικτών στην αγορά που θέτει η μελέτη ο κ. Μπρουμίδης ανέφερε ότι «Στο τέλος της ημέρας και με το δεδομένο ότι η αγορά των τηλεπικοινωνιών είναι εντάσεως επενδύσεων το απόλυτο ζητούμενο είναι ποιοι και πόσοι μπορεί να έχουν μία δυνατότητα να κάνουν επενδύσεις για να εξελίσσονται τα δίκτυα. Κάθε χρόνο οι εταιρείες επενδύουν στη χώρα, στα δίκτυά τους, περί τα 700 εκατ. ευρώ με βάση τα ανακοινωμένα στοιχεία. Προσωπικά δεν θυμάμαι στα τελευταία 20 χρόνια να ήρθε εταιρεία να αναπτύξει δίκτυο κινητής και να μην της δόθηκε η άδεια».

Σύμφωνα με τον κ. Μπρουμίδη, έχουν γίνει σημαντικές κινήσεις κι έχουν δοθεί περισσότερα data στους χρήστες το τελευταίο διάστημα «και η εικόνα είναι κατά πολύ διαφορετική σε σχέση με αυτό που παρουσιάζει η τελευταία μελέτη. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν κάνουμε συγκρίσεις». Σε μία κίνηση …αυτοκριτικής όσον αφορά την ψαλίδα μεταξύ ονομαστικών και εμπορικών τιμών, η οποία παραμένει ο κ. Μπρουμίδης ανέφερε ότι δεν είναι καλή πρακτική κι ότι «έχει να κάνει με το πώς ανταγωνίζονται οι εταιρείες στην αγορά, ενώ δε θα πρέπει να παραγνωρίζουμε και το γεγονός ότι η Ελλάδα πέρασε και τη δεκαετία της κρίσης. Δεν είναι σωστή η πρακτική, δεν έχουμε βρεί τον τρόπο να ξεφύγουμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο ως εταιρείες, ωστόσο όταν γίνονται έρευνες θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλες τις παραμέτρους».

Οικονομικές επιδόσεις κι επενδύσεις

Ως προς τις οικονομικές επιδόσεις, ο πρόεδρος και CEO της εταιρείας χαρακτήρισε ως μία «πολύ ικανοποιητική χρονιά» το οικονομικό έτος 2019- 2020 (Απρίλιος 2019 – Μάρτιος 2020), χρονιά κατά την οποία η εταιρεία έκλεισε

με αύξηση συνολικών εσόδων 2% στα 958 εκατ. ευρώ, και κατά 4,5% στα EBITDA, στα 304 εκατ. ευρώ. Η συνδρομητική βάση του Vodafone TV ανέρχεται πλέον στους 125.000 πελάτες, ενώ οι πελάτες σταθερής άγγιξαν τους 945.000.

Στη διαδικτυακή συνέντευξη τύπου εφ’ όλης της ύλης, ο κ. Μπρουμίδης ανέφερε ότι τα δίκτυα της εταιρείας ανταποκρίθηκαν πολύ ικανοποιητικά κατά τη διάρκεια του lockdown, ενώ αναφέρθηκε και στην επόμενη μέρα, αφενός με τις προκλήσεις για την αγορά τηλεπικοινωνιών «η οποία ναι μεν δεν έχει απώλειες του μεγέλους των κλάδων των αερομεταφορών ή τουρισμού ωστόσο δεν έχει ανοσία στην ύφεση του κορωνοϊού», αφετέρου και στο νέο επενδυτικό πρόγραμμα της εταιρείας: Όπως ανέφερε, μετά την ολοκλήρωση του πενταετούς επενδυτικού πλάνου των 590 εκατ. ευρώ μέσα στο 2019, η εταιρεία έχει προγραμματίσει πενταετές επενδυτικό πλάνο έως το 2024.

«Το 2019 ολοκληρώθηκε το πενταετές πλάνο ανάπτυξης 590 εκατ. ευρώ για υποδομές στο κινητό δίκτυο, στην σταθερή, στο ΙΤ, στα καταστήματα, στα προϊόντα και υπηρεσίες. Στο πλαίσιο αυτών των επενδύσεων υλοποιείται το ιδιόκτητο δίκτυο οπτικών ινών που είχε περάσει από 350 χιλ. σπίτια και επιχειρήσεις σε όλη την Ελάδα (μέχρι το τέλος Μαρτίου) και μέχρι το φθινόπωρο θα προστεθούν ακόμη 100.000 σπίτια, όπως είχαμε εξαγγείλει. Στην επόμενη μέρα, για την επόμενη πενταετία, έως το 2024 το επενδυτικό πλάνο θα ξεπεράσει τα 500 εκατ. ευρώ με προτεραιότητα στα δίκτυα οπτικών ινών, στο 5G, το τηλεοπτικό περιεχόμενο και τις υπηρεσίες ΙοΤ. Σήμερα ανακοινώνουμε κι ένα επιπρόσθετο αναπτυξιακό έργο 40 εκατ. ευρώ σε υποθαλάσσσιο καλώδιο για τη διασύνδεση νησιών στο Αρχιπέλαγος (με Κρήτη, Μύκονο, Σύρο κ.α.) μήκους 610.000 χλμ., το οποίο θα ξεκινήσει τους προσεχείς μήνες με ορίζοντα ολοκλήρωσης το Φεβρουάριο του 2022. Επίσης θα υπάρξει και η σύνδεση της Κέρκυρας με την ηπειρωτική χώρα ώστε να επιτευχθεί συνολικά υψηλότερη χωρητικότητα και υψηλή δυνατότητα πρόσβασης για επιπλέον εφαρμογές και υπηρεσίες. Μελετάμε και τη συμμετοχή μας και έχουμε προκριθεί στην επόμενη φάση για το ultrafast broadband».

Οσον αφορά το επενδυτικό πλάνο, προφανώς, όπως είπε ο κ. Μπρουμίδης, η επόμενη, μεγάλη επένδυση στην κινητή θα είναι το 5G, «θα περιμένουμε να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες αδειοδότησης για το φάσμα, που σύμφωνα με τις ανακοινώσεις, θα πρέπει να ολοκληρωθούν έως το τέλος του 2020 και από την επόμενη θα αρχίσει και η ανάπτυξη των 5G δικτύων. Εμείς ήδη προχωράμε στον εκσυγχρονισμό της υπάρχουσας υποδομής ώστε να είναι έτοιμη να υποδεχτεί 5G τεχνολογία. Είμαστε σε μία φάση διαβούλευσης κι εδώ έχουμε καλέσει και τη Ρυθμιστική Αρχή να κοιτάξει εναλλακτικούς τρόπους διάθεσης φάσματος ώστε να μπορούμε να επιταχύνουμε την επέκταση του 5G στην ελληνική επικράτεια πιο γρήγορα από το αναμενόμενο».

Η πανδημία

Αναφορικά με τις επιπτώσεις από την πανδημία, η οικονομική ύφεση, σύμφωνα με τον κ. Μπρουμίδη δεν αφήνει κανέναν κλάδο ανεπηρέαστο. «Δεν υπάρχει επιχείρηση που να έχει …ανοσία». Προφανώς οι τηλεπικοινωνίες δεν είναι αερομεταφορές ή τουρισμός, ωστόσο υπάρχουν δύο «τρωτές» περιοχές:

-Η κίνηση του roaming και των επισκεπτών, που ειδικά για τις νότιες χώρες Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία είναι ένα σημαντικό μέρος των εσόδων των εταιρειών, άρα αν υπάρξει μείωση 60- 70% της τουριστικής κίνησης, επηρεάζονται και τα έσοδα.

-Το γενικότερο καθεστώς ύφεσης που κάνει τους ιδιώτες πελάτες και τις επιχειρήσεις να προσαρμόζουν τη δαπάνη τους, ενώ σημαντικό είναι και το θέμα της ρευστότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Από την άλλη, σύμφωνα με τον κ. Μπρουμίδη, υπάρχουν και οι ευκαιρίες σε σχέση με την περισσότερη ζήτηση για προϊόντα νέας γενιάς στην σταθερή, για διασκέδαση- τηλεόραση, για τηλε-εκπαίδευση, τηλεϊατρική, ΙοΤ και η ευκαιρία για επιτάχυνση της ψηφιοποίησης.

«Επομένως, παρότι δεν υπάρχει ανοσία απέναντι στις προβληματικές περιοχές πρέπει να αξιοποιήσουμε τις ευκαιρίες που μας δίνονται. Όταν δοθεί το μήνυμα της γρήγορης ανάκαμψης είναι σημαντικό να είμαστε εκεί, προετοιμασμένοι και δυνατοί.

Στη μεγαλύτερη εικόνα, πάμε σε μία νέα κανονικότητα. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός επιταχύνθηκε και αυτό που θα γινόταν οργανικά σε 1,5 χρόνο, τελικά κατέστη δυνατό μέσα στις 7 εβδομάδες του lockdown. Η πελατειακή μας βάση προχώρησε πολύ γρήγορα και άρα πάμε σε μία νέα κανονικότητα. Θα δούμε την τεχνολογία πολύ πιο γρήγορα παντού, στον δημόσιο τομέα, τη βιομηχανία, το ΙοΤ, με αυξημένες ανάγκες και αυξημένη ζήτηση για υψηλότερες ταχύτητες και γρήγορα και αξιόπιστα δίκτυα. Μέσα σε αυτό το νέο περιβάλλον θα πρέπει οι ευάλωτες ομάδες και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να έχουν ίση πρόσβαση στην τεχνολογία.

Η κρίση είναι μεγάλη και απότομη αλλά όλες οι προβλέψεις λένε ότι μεγάλη και απότομη θα είναι και η ανάκαμψη από την στιγμή που τεθεί ο έλεγχος οσον αφορά τον ιό, έστω κι αν δεν γνωρίζουμε πότε θα είναι αυτό, σε ένα τρίμηνο, εξάμηνο ή και περισσότερο».