Το κάστρο της γερμανικής λιτότητας έχει κατά καιρούς γίνει στόχος πολλών πολιτικών δυνάμεων όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Πολλοί ζήτησαν χαλάρωση του ασφυκτικού κορσέ που έχει επιβληθεί στην Ευρωζώνη λόγω της γερμανικής επιμονής, αλλά μάταια. Οι Γερμανοί εφάρμοζαν αμετακίνητα το δόγμα του μηδενικού ελλείμματος πρώτα απ’ όλα στο δικό τους «σπίτι» και δεν επέτρεπαν την παραμικρή χαλάρωση στους άλλους.

Τ ώρα, όμως, καθώς η άλλοτε ανθηρή οικονομία της Γερμανίας βυθίζεται στα προβλήματα, πληθαίνουν οι φωνές στη χώρα που υποστηρίζουν ότι πρέπει επιτέλους να γίνει ένα μεγάλο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και κρατικών δαπανών για να εκσυγχρονιστούν οι υποδομές της χώρας και να αυξηθούν οι μισθοί και η κατανάλωση προκειμένου να τονωθεί η ανάπτυξη.

Τη θέση αυτή εκφράζουν οι Σοσιαλδημοκράτες -που συμμετέχουν στον συνασπισμό με τους Χριστιανοδημοκράτες, οι οποίοι επιμένουν στη δημοσιονομική πειθαρχία-, αλλά όχι μόνο. Η άποψη που αναδεικνύει την ανάγκη για ένα μεγάλο πρόγραμμα επενδύσεων τέμνει τη θέση των Φιλελεύθερων για στροφή στην ψηφιακή οικονομία, όπου η Γερμανία, αλλά και συνολικά η Ευρώπη, βρίσκεται πίσω από τους ανταγωνιστές, αλλά και με εκείνη των Πράσινων υπέρ μιας συνολικής οικονομικής και παραγωγικής στροφής, η οποία θα εστιάσει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Παρόμοιες θέσεις εκφράζονται σε όλη την Ευρώπη, ενώ εκτιμάται ότι μία από τις βασικές προτεραιότητες της νέας Κομισιόν υπό την προεδρία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν θα είναι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής με πράσινες πολιτικές – και όχι μόνο.

Εάν τελικά η στροφή αυτή επιβεβαιωθεί, είναι πολύ πιθανό ότι η Ευρώπη βρίσκεται ενώπιον μιας σημαντικής αλλαγής, η οποία, εάν οι πολιτικές συνθήκες το ευνοήσουν, θα μπορούσε να ενισχύσει την οικονομική ανάκαμψη.
Κεντρικό πρόσωπο του δράματος στη Γερμανία είναι ο 49χρονος οικονομολόγος Γιάκομπ φον Βάιτσεκερ, ο οποίος τοποθετήθηκε στη θέση του επικεφαλής οικονομολόγου του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών από τον Ολαφ Σολτς.

Ο τελευταίος από τη θέση του υπουργού Οικονομικών συντηρεί διακριτικά τη ρητορική μιας διαφορετικής πολιτικής και μόλις την περασμένη εβδομάδα δήλωσε ότι εάν η Γερμανία ή η Ευρώπη βρεθούν σε ύφεση, τότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν «πολλά δισεκατομμύρια ευρώ». Βέβαια, επισήμως ο στόχος του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, με μηδενικό δηλαδή έλλειμμα, δεν αμφισβητείται. Η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ έσπευσε να το υπενθυμίσει με δική της δήλωση αμέσως μετά, ενώ και ο ίδιος ο Σολτς, ο οποίος ανήκει στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, δεν έχει μιλήσει ανοιχτά για έλλειμμα. Χρησιμοποιεί όμως διαφορετικές αποχρώσεις, όπως την έκφραση «στέρεο» αντί για «ισοσκελισμένο» προϋπολογισμό.

Φαίνεται όμως ότι όσα δεν λέει ο κ. Σολτς τα λέει το πουλέν και αρχισύμβουλός του, ο κ. Βάιτσεκερ (που έχει και μακρά συγγένεια με τον πρώην πρόεδρο της χώρας Ρίχαρντ Βάιτσεκερ), ο οποίος, όπως έγραψε το Bloomberg, οργανώνει ασταμάτητα σεμινάρια και ομιλίες στις οποίες υποστηρίζει την αλλαγή πολιτικής με έμφαση στις επενδύσεις και την αλλαγή προσανατολισμού. Συστηματικά, επίσης, ο κ. Βάιτσεκερ χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να προωθήσει τις ιδέες του και να κριτικάρει τις συντηρητικές θέσεις.

Σε μια περίοδο όπου η Γερμανία δανείζεται με αρνητικά επιτόκια (όσοι τη δανείζουν πληρώνουν τόκο αντί να εισπράττουν) και οδεύει προς την ύφεση, η οικονομική λογική λέει ότι είναι ιδανική ευκαιρία για να χρηματοδοτήσει με δανεικά ένα μεγάλο επενδυτικό πρόγραμμα που θα τονώσει την οικονομία και θα εκσυγχρονίσει τις υποδομές.

Η αλήθεια είναι ότι η γερμανική οικονομική ατμομηχανή αγκομαχά παρασύροντας προς τα κάτω ολόκληρη την Ευρωζώνη, ενώ το ΔΝΤ και η ΕΚΤ μονότονα επαναλαμβάνουν τα τελευταία χρόνια την ανάγκη να αυξήσει η Γερμανία τις κρατικές δαπάνες για να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα. Μόλις προχθές ο Μάριο Ντράγκι, προτού φύγει από την προεδρία της ΕΚΤ, κάλεσε πάλι το Βερολίνο να αρχίσει να ξοδεύει δημόσιο χρήμα.

Το πρόβλημα της Γερμανίας είναι κατά βάση ο εμπορικός πόλεμος που έχει πλήξει τις εξαγωγικές χώρες και έχει αναδείξει το μεγάλο πρόβλημα της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης, που είναι εξάρτηση από τις εξαγωγές, η οποία λαμβάνει διαστάσεις «μονοκαλλιέργειας» που εστιάζει στην αυτοκινητοβιομηχανία.

Οι εξαγωγές αντιστοιχούν στο 47% του γερμανικού ΑΕΠ της χώρας, με την αυτοκινητοβιομηχανία να τροφοδοτεί το 25% των πωλήσεων στο εξωτερικό και να απασχολεί περίπου 850.000 εργαζομένους, ενώ συντηρεί μεγάλη αλυσίδα προμηθευτών, οι οποίοι αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του ανθηρού οικοσυστήματος μικρομεσαίων εταιρειών.

Αυτή η εξάρτηση από τις εξαγωγές αποτελεί και την αχίλλειο πτέρνα της γερμανικής οικονομίας, η οποία κατεβάζει ταχύτητα σταθερά από τότε που ξεκίνησε ο εμπορικός πόλεμος. Την περασμένη εβδομάδα, τρία από τα εγκυρότερα οικονομικά ινστιτούτα της χώρας προειδοποίησαν για τον κίνδυνο ύφεσης, με το IFO να προβλέπει ότι η οικονομία θα υποχωρήσει κατά το τρίτο τρίμηνο κατά 0,1%, όπως συνέβη και στο δεύτερο, κατεβάζοντας την πρόβλεψη για την ετήσια αύξηση του ΑΕΠ το 2019 στο 0,5%-0,6%.

Δύο συνεχή τρίμηνα υποχώρησης του ΑΕΠ αποτελούν τον τεχνικό ορισμό της ύφεσης και το γεγονός έχει πυροδοτήσει μεγάλη συζήτηση στη Γερμανία, όπου συγκρούονται δύο μεγάλες οικογένειες σκέψης.

Η πρώτη, και κυρίαρχη μέχρι τώρα, με εμβληματικό εκφραστή τον πρώην υπουργό Οικονομικών Χριστιανοδημοκράτη Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, τάσσεται υπέρ των πλεονασμάτων τόσο στο εμπόριο (με πολλές εξαγωγές) όσο και στον κρατικό προϋπολογισμό (με μηδενικά ελλείμματα ή πλεονάσματα) όχι μόνο λόγω παράδοσης και ιδεολογίας, αλλά και επειδή η χώρα «γερνάει» και όλες οι προβλέψεις δείχνουν ότι σύντομα θα αντιμετωπίσει μεγάλη κρίση του ασφαλιστικού συστήματος, η οποία θα χρειαστεί σημαντικά αποθέματα.

Η δεύτερη σχολή σκέψης, την οποία στηρίζουν οι Σοσιαλδημοκράτες, υποστηρίζει κεϊνσιανές πολιτικές, με έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις και την ενίσχυση της ζήτησης (τόνωση εισοδημάτων για να ενισχυθεί η κατανάλωση) για να πάρει μπροστά η οικονομία.