Την έναρξη μιας νέας εποχής σήμανε την περασμένη εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όχι μόνο επειδή ανακοίνωσε σημαντική αύξηση επιτοκίου, κατά μισή μονάδα, αλλά και γιατί εγκαινίασε ένα νέο εργαλείο παρέμβασης στην αγορά ομολόγων το οποίο της δίνει αυξημένο πολιτικό ρόλο.

Ο νέος μηχανισμός παρέμβασης (Μηχανισμός Προστασίας Μετάδοσης – Transmission Protection Instrument – TPI) θα δίνει τη δυνατότητα στο συμβούλιο της ΕΚΤ να αποφασίζει εάν η κεντρική τράπεζα θα παρεμβαίνει αγοράζοντας τα ομόλογα μιας χώρας μέλους της ευρωζώνης σε περίπτωση τα επιτόκια δανεισμού της τελευταίας έχουν ανέβει πολύ και δυσκολεύεται να εκδώσει ομόλογα.

Στην πραγματικότητα το πρόβλημα της ευρωζώνης λέγεται «Ιταλία», οι αποδόσεις των ομολόγων της οποίας είχαν εκτοξευτεί πάνω από το 4% πριν ένα μήνα, όταν η μεγάλη αύξηση επιτοκίου που πραγματοποίησε η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ (FED) έδειξε ότι τα ίδια βήματα θα αναγκαστεί να ακολουθήσει και η ΕΚΤ -όπως και έγινε.

Στα μέσα του περασμένου Ιουνίου η FED ανέβασε κατά 0,75 της μονάδας το βασικό επιτόκιό της και αμέσως η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου της Ιταλίας εκτοξεύτηκε πάνω από το 4%, όπως και της Ελλάδας, αλλά και άλλων χωρών της «περιφέρειας» της ευρωζώνης.

Οι επενδυτές κατάλαβαν ότι η ΕΚΤ θα ήταν υποχρεωμένη να αυξήσει και εκείνη το επιτόκιό της και ότι όσο ανεβαίνουν τα επιτόκια οι υπερχρεωμένες χώρες θα δυσκολεύονται να δανειστούν εκδίδοντας ομόλογα. Και για μεν την Ελλάδα το πρόβλημα θεωρείται πιο εύκολα αντιμετωπίσιμο, καθώς το περισσότερο χρέος της είναι «κλειδωμένο» στον ESM με χαμηλό επιτόκιο, αλλά για την Ιταλία με το χρέος των 2,1 τρισ. ευρώ τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Μετά την εκτόξευση των αποδόσεων στα μέσα Ιουνίου, η ΕΚΤ είχε αναγκαστεί να συνεδριάσει εκτάκτως και να προαναγγείλει τη δημιουργία του έκτακτου μηχανισμού, μέσω του οποίου θα μπορεί να αγοράζει ιταλικά ή άλλα ομόλογα, εκτονώνοντας τις πιέσεις στην αγορά.

Τα βασικά χαρακτηριστικά του νέου αυτού «εργαλείου» της ΕΚΤ, του TPI, ανακοινώθηκαν την περασμένη Πέμπτη. Το καινούργιο στοιχείο, όμως, σε σχέση με τα προηγούμενα προγράμματα αγοράς ομολόγων, όπως διευκρίνισε η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ είναι ότι αυτό θα ενεργοποιείται ύστερα από αίτημα της χώρας που θα ζητά στήριξη. Το αίτημα θα πρέπει να εγκριθεί από το συμβούλιο της ΕΚΤ εφόσον τηρούνται ορισμένες προϋποθέσεις:

Η χώρα που θα ζητά την στήριξη, θα πρέπει να τηρεί τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας του Συμφώνου Σταθερότητας για χαμηλά ελλείμματα και χρέος καθώς, να υλοποιεί τις μεταρρυθμίσεις για τις οποίες έχει δεσμευτεί στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και να μην παρουσιάζει μακροοικονομικές ανισορροπίες.

Με άλλα λόγια, η στήριξη θα δίνεται ύστερα από πολιτικές αποφάσεις, τις οποίες θα «μοιράζονται» η ΕΚΤ με την Κομισιόν η οποία έχει την εποπτεία των δημοσιονομικών κανόνων, αλλά και του Ταμείου Ανάκαμψης.

Στα προηγούμενα προγράμματα αγοράς ομολόγων η ΕΚΤ απλά «σκούπιζε» από την αγορά τα ομόλογα, με βάση μεν προκαθορισμένες ποσοστώσεις ανάλογα με το μέγεθος κάθε οικονομίας, αλλά χωρίς προηγούμενη έγκριση για κάθε χώρα.

Με τα νέα δεδομένα, είναι προφανές ότι η απόφαση έγκρισης κάθε φορά από το συμβούλιο της ΕΚΤ θα έχει και πολιτικό χαρακτήρα.

Θεωρητικά τα μέλη του συμβουλίου της ΕΚΤ (που αποτελείται από τους 19 επικεφαλής των κεντρικών τραπεζών των χωρών της ευρωζώνης, μαζί με τα έξι μέλη της εκτελεστικής επιτροπής), είναι ανεξάρτητοι τεχνοκράτες που αποφασίζουν με γνώμονα την αποστολή της κεντρικής τράπεζας και το καταστατικό της.

Στην πραγματικότητα, όμως, οι θέσεις τους απηχούν σε σημαντικό βαθμό και τις προτεραιότητες και τα συμφέροντα των χωρών από τις οποίες προέρχονται.

Είναι ενδεικτικό στην απόφαση της περασμένης εβδομάδας επιτεύχθηκε ένας συμβιβασμός μεταξύ Βορείων και Νοτίων, μεταξύ των «γερακιών» που θέλουν αυστηρούς κανόνες και των «περιστεριών» που υποστηρίζουν πιο χαλαρές πολιτικές.

Οι μεν Βόρειοι ζητούσαν μεγάλη αύξηση επιτοκίων και αυστηρούς κανόνες, τύπου «μνημονίου» για τη στήριξη με το TPΙ, ενώ οι χώρες του Νότου ήθελαν μικρή αύξηση επιτοκίου και σχεδόν αυτόματη στήριξη των ομολόγων για τις χώρες που θα το χρειάζονται.

Τελικά η αύξηση ήταν μεγάλη (μισή μονάδα) και η στήριξη θα είναι μεν χωρίς μνημόνιο, αλλά με ένα μηχανισμό έγκρισης που μένει να δοκιμαστεί στην πράξη.

Είναι προφανές, επομένως, ότι στην περίπτωση που η Ιταλία ζητήσει στήριξη θα εξελιχθεί ένα μεγάλο «παιχνίδι» πιέσεων στο παρασκήνιο, πολλώ δε μάλλον που δεν αποκλείεται στη Ρώμη μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου να ενισχυθούν οι δυνάμεις της ακροδεξιάς οι οποίες έχουν ξεκάθαρα αντιευρωπαϊκή ρητορική.

Τι θα συμβεί στην υποθετική (αλλά καθόλου απίθανη πλέον) περίπτωση που θα προκύψει μια νέα ιταλική κυβέρνηση με αντιευρωπαϊκή ρητορική και οι αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων έχουν πάρει την ανηφόρα;

Στην πραγματικότητα, βέβαια, η Κριστίν Λαγκάρντ ελπίζει ότι το νέο εργαλείο στήριξης θα λειτουργήσει αποτελεσματικά ως όπλο αποτροπής και δεν θα χρειαστεί καν να χρησιμοποιηθεί.

Κάτι αντίστοιχο, δηλαδή, με την περίφημη δήλωση του Μάριο Ντράγκι, το 2012, όταν είχε πει ότι θα έκανε «οτιδήποτε χρειαστεί» για να διασώσει το ευρώ. Η δήλωση και μόνον ηρέμησε τις αγορές, χωρίς τελικά να χρειαστεί η παρέμβαση της ΕΚΤ.

Η Κριστίν Λαγκάρντ προφανώς ελπίζει ότι θα συμβεί το ίδιο και τώρα και μάλλον αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι δεν αποκάλυψε πλήρως τα χαρακτηριστικά του νέου εργαλείου στήριξης.

Στη διάρκεια της συνέντευξης τύπου την περασμένη εβδομάδα, η πρόεδρος της ΕΚΤ είπε χαρακτηριστικά ότι «υπάρχουν ορισμένα στοιχεία του TPI που είναι καλύτερα να μείνουν αδημοσίευτα, να μην αποκαλυφθούν και να μη σχολιαστούν (…). Προτιμούμε να μην το χρησιμοποιήσουμε, αλλά εάν χρειαστεί να το χρησιμοποιήσουμε, θα το κάνουμε χωρίς δισταγμό».

Διαβάστε επίσης

Αναλυτές: Οι αυξήσεις στα επιτόκια της Fed θα οδηγήσουν την οικονομία των ΗΠΑ σε ύφεση

Νέο άλμα στις τιμές των σιτηρών – Υπό αμφισβήτηση η επανέναρξη των ουκρανικών εξαγωγών

Γαλλία: Tα μέτρα για την ενεργειακή κρίση – Κλειστές πόρτες στα καταστήματα και πρόστιμα