Του Στέλιου Μορφίδη

Οταν στις αρχές του μήνα ο κινεζικός όμιλος HNA Group, που ελέγχει από αεροπορικές εταιρείες έως ξενοδοχεία, έγινε μέσα σε χρόνο ρεκόρ ο μεγαλομέτοχος της Deutsche Bank με ποσοστό ελάχιστα κάτω από το 10%, κάποιοι αναλυτές μίλησαν για έναν κινεζικό δούρειο ίππο στην καρδιά της Ευρώπης και του χρηματοοικονομικού της συστήματος.

Η κίνηση όμως κατέδειξε και μια πραγματικότητα. Η Deutsche Bank έψαχνε επειγόντως κεφάλαια για να ενισχύσει τον ισολογισμό της στον απόηχο των φημολογούμενων μεγάλων προβλημάτων. Οι Κινέζοι ήταν πρόθυμοι να τα δώσουν εύκολα -αν και τα δανείστηκαν, όπως αποδείχθηκε- και κάπως έτσι, μέσω της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου για την άντληση 8,5 δισ. ευρώ από την Deutsche Bank, ο όμιλος HNA έγινε ο πιο… διάσημος εκπρόσωπος της πολιτικής του οικονομικού επεκτατισμού της Κίνας στη Γηραιά Ηπειρο.

Η πολιτική αυτή έχει οδηγήσει σε μπαράζ σημαντικών επενδύσεων στις χώρες της Ε.Ε., το οποίο μάλιστα επιταχύνεται την τελευταία τριετία διχάζοντας παράλληλα τις ευρωπαϊκές χώρες για το ποια θα πρέπει να είναι η αντιμετώπισή τους.

Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του Ινστιτούτου Κινεζικών Μελετών Mercator, ενός think tank που εδρεύει στο Βερολίνο, και του ομίλου Rhodium, που ειδικεύεται σε έρευνες, μόνο πέρυσι εισέρρευσαν στην Ε.Ε. από κινεζικές άμεσες επενδύσεις 35,1 δισ. ευρώ. Πρόκειται για αύξηση 76% σε σχέση με το 2015! Την ίδια ώρα, όμως, οι ευρωπαϊκές επενδύσεις στην Κίνα υποχώρησαν για δεύτερη διαδοχική χρονιά στα 7,7 δισ. ευρώ. Κοινώς, οι Κινέζοι επενδυτές δαπάνησαν τέσσερις φορές περισσότερα κεφάλαια το 2016 -κυρίως- για εξαγορές επί ευρωπαϊκού εδάφους απ’ ό,τι έπραξαν Ευρωπαίοι επενδυτές στην Κίνα. Κάτι που φουντώνει και τη συζήτηση για τις αυξανόμενες ανισορροπίες μεταξύ των δύο μεγάλων αγορών.

xartes222

«Το αυξανόμενο χάσμα στη ροή των επενδύσεων ενισχύει την ευρωπαϊκή αντίληψη για θεμελιώδη έλλειψη “αμοιβαιότητας” μεταξύ της Ε.Ε. και της Κίνας», λέει ο Θίλο Χάνεμαν της Rhodium. «Το κινεζικό ενδιαφέρον αυξάνεται σημαντικά σε κλάδους που παραμένουν κλειστοί σε ξένους επενδυτές στην Κίνα, κάτι που προκαλεί πολιτική ένταση για την ανισότητα που υπάρχει στην πρόσβαση των αγορών». Η ανισορροπία αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη στη Γερμανία, όπου οι κινεζικές εξαγορές εκτινάχθηκαν πέρυσι στα 11 δισ. ευρώ από 1,2 δισ. ευρώ το 2015. Από την άλλη οι γερμανικές εξαγορές στην Κίνα ήταν μόλις 3,5 δισ. ευρώ.

«Υπάρχει διαφορετική αντίληψη μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών για το τι σημαίνει μια κινεζική επένδυση», εξηγεί ο Μίκο Χουοτάρι της Merics. «Για τη Γερμανία είναι ένα μείζον θέμα ανταγωνισμού. Από την άλλη, για χώρες όπως η Ουγγαρία είναι καλοδεχούμενη πηγή χρηματοδότησης και επενδύσεων», εξηγεί.

Ηδη πέρυσι οι γερμανικές αρχές αποφάσισαν να πάρουν πίσω την αρχική έγκρισή τους για την εξαγορά της εταιρείας ημιαγωγών Aixtron από τη Fujian Grand Chip Investment. Οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ είχαν ενημερώσει το Βερολίνο πως η Κίνα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον εξοπλισμό της Aixtron για το πυρηνικό της πρόγραμμα.

Παράλληλα οι υπουργοί Οικονομικών της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Γαλλίας απέστειλαν πρόσφατα επιστολή στην αρμόδια Επίτροπο Σεσίλια Μάλστρομ ζητώντας να βρεθεί τρόπος για την απαγόρευση επενδύσεων από τρίτες χώρες όταν οι επενδυτές στηρίζονται από το κράτος, η επένδυση είναι τμήμα ενός κρατικού προγράμματος ή δεν υπάρχει η αρχή της αμοιβαιότητας, λόγοι που ισχύουν στην περίπτωση της Κίνας. Η κινεζική κυβέρνηση δεν αποκρύπτει ότι στηρίζει τις μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες προς το παρόν φαίνεται ότι ξέρουν να περνούν τις Συμπληγάδες σε διάφορα μέτωπα, κάνοντας προ διετίας τον πρόεδρο της πορτογαλικής τράπεζας BPI Φερνάντο Ούλριχ να προειδοποιήσει ότι η Πορτογαλία εξελίσσεται «σε ένα είδος κινεζικού αεροπλανοφόρου στην Ευρώπη, χωρίς κανείς να κάνει τίποτα για να ανακόψει αυτή την εξέλιξη».

Ο μεγαλύτερος όγκος των κινεζικών επενδύσεων βρίσκεται συγκεντρωμένος στη Δυτική Ευρώπη. Οι Κινέζοι επενδυτές στοχεύουν επίσης στις ευκαιρίες που προέρχονται από τις ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων επιχειρήσεων, κυρίως από τις χώρες που επλήγησαν από την κρίση, όπως η Ελλάδα.

Αξιοσημείωτο πάντως είναι το γεγονός ότι, παρά το θερμό ενδιαφέρον των Κινέζων για τη χώρα μας ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, οι άμεσες ξένες επενδύσεις από το 2000 έως και το 2016 κρίνονται ιδιαίτερα χαμηλές σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ε.Ε.