H Oxford Economics βλέπει εξαιρετικά κατακερματισμένο το πολιτικό τοπίο στη χώρα μας πριν τις εκλογές του Μαΐου, οι οποίες είναι πιθανό να οδηγήσουν σε μια κυβέρνηση συνασπισμού, ενδεχομένως μετά από έναν δεύτερο γύρο ψηφοφορίας.

«Ενώ οι δημοσκοπήσεις μπορεί να αλλάξουν στην τελική ευθεία της προεκλογικής εκστρατείας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια η απόλυτη νίκη της ΝΔ έχει γίνει λιγότερο πιθανή. Είναι τώρα πιο πιθανό ότι η επόμενη κυβέρνηση θα σχηματιστεί από έναν συνασπισμό κομμάτων. Από την άλλη, δεν πιστεύουμε ότι η πολιτική αναταραχή θα επηρεάσει τη βασική μας πρόβλεψη για την Ελλάδα, η οποία προβλέπει επιβράδυνση της ανάπτυξης και εξυγίανση των δημοσιονομικών μεγεθών κατά τα επόμενα χρόνια», εξηγεί η Oxford Economics.

H πολιτική αβεβαιότητα είναι υψηλή, όμως η επανάληψη των εντάσεων που παρατηρήθηκαν μετά τις εκλογές του 2015 εκλογές είναι απίθανη. Η οικονομία βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση με χαμηλότερη ανεργία και ισχυρότερη δημοσιονομική θέση, γεγονός που καθιστά απίθανους περαιτέρω γύρους λιτότητας, παρά την επαναφορά των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων το 2024. Η χρηματοδότηση από το πρόγραμμα Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ αποτελεί επίσης ισχυρό κίνητρο για την πολιτική ηγεσία της Ελλάδας και για τα κόμματα να διατηρήσουν τη σταθερότητα και μια εποικοδομητική σχέση με την ΕΕ.

Οι πολιτικοί κίνδυνοι περιορίζονται

Παρά την αβεβαιότητα, οι πολιτικοί κίνδυνοι από τις εκλογές είναι πολύ περιορισμένοι. Η αύξηση του ΑΕΠ της Ελλάδας θα διολισθήσει, ενώ η υποχώρηση της ενεργειακή κρίση θα μειώσει την ανάγκη για κυβερνητική στήριξη και θα επιτρέψει τη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών της.

«Όποιος και αν κερδίσει τις εκλογές, αμφιβάλλουμε ότι θα ακολουθήσει μια ριζοσπαστική οικονομική ατζέντα. Κανένα από τα μεγάλα κόμματα δεν έχει εξαγγείλει σημαντικές μεταρρυθμίσεις κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και το τρέχον μακροοικονομικό περιβάλλον δεν ευνοεί τις μεταρρυθμίσεις. Σε σύγκριση με τις εκλογές του 2015 που οδήγησαν σε έντονες αντιπαραθέσεις με την ΕΕ, οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές τώρα. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση, με την ανεργία να είναι μόλις πάνω από 11% σε σύγκριση με 25% τότε. Και το πραγματικό ΑΕΠ είναι αυξημένο κατά περίπου 9%, χάρη στην ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης και της υψηλότερης άμεσων ξένων επενδύσεων», εξηγεί η Oxford Economics.

Τα δημόσια οικονομικά βρίσκονται επίσης σε ισχυρότερη θέση

Η Ελλάδα πέτυχε δημοσιονομικό πλεόνασμα για πρώτη φορά το 2016 και έχει διατηρήσει ένα γενικά μία πιο συντηρητική δημοσιονομική θέση σε σύγκριση με την ευρωζώνη. Το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να υπερβαίνει το 170% του ΑΕΠ αλλά κατέχεται σε μεγάλο βαθμό από διεθνείς οργανισμούς με ευνοϊκούς όρους.

Οι οίκοι αξιολόγησης έχουν επίσης αναβαθμίσει τις αξιολογήσεις του δημόσιου χρέους της Ελλάδας, το οποίο σημαίνει ότι η χώρα θα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα κάποια στιγμή το 2023-2024. Αυτό δεν θα έχει σημαντικό αντίκτυπο, ωστόσο. Εν τω μεταξύ, οι χρηματοπιστωτικές οι αγορές φαίνονται σχετικά αδιατάρακτες από τα πολιτικά ζητήματα, με το 10ετές κρατικό ομόλογο έναντι του γερμανικού bund μόλις και μετά βίας να μετακινείται ελάχιστα παρά τον αυξημένο κίνδυνο ενός παρατεταμένου πολιτικού αδιεξόδου. Το γεγονός ότι ο κίνδυνος του Grexit παραμένει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα έχει καθησυχάσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Τι μπορεί να πάει στραβά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα

Παρότι, η τρέχουσα πολιτική κατάσταση δεν υποδηλώνει ακραίο κίνδυνο, ορισμένες απειλές εξακολουθούν να είναι παρούσες. Αν τα κόμματα αποτύχουν να σχηματίσουν νέα κυβέρνηση ή θα αργήσουν πολύ, η χρηματοδότηση της Επόμενης Γενιάς της ΕΕ μπορεί να καθυστερήσει. Επιπλέον, το ενδεχόμενο ενός νέου κύματος της ενεργειακής κρίσης ή περαιτέρω αναταράξεων στον τραπεζικό τομέα που θα μετατρέπονταν σε οικονομική κρίση, σε μια χρονική στιγμή που η Ελλάδα δεν θα διέθετε μια σταθερή κυβέρνηση ώστε να  ανταποκριθεί άμεσα, θα μπορούσε να βλάψει τις οικονομικές προοπτικές της χώρας. Ανοιχτά ζητήματα από την προηγούμενη κρίση θα μπορούσαν να επιστρέψουν στο προσκήνιο, ιδίως καθώς η ανεργία και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αν και μειώνονται, παραμένουν υψηλά σε σύγκριση με το μέσο όρο της ευρωζώνης.

Μακροπρόθεσμα, οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνες, καθώς επιβαρύνονται από το ενδεχόμενο χαμηλής ανάπτυξης. Ένας ταχέως μειούμενος πληθυσμός, παράλληλα με χαμηλά ποσοστά γονιμότητας και τις καθαρές μεταναστευτικές ροές, θα μειώσει σημαντικά την προσφορά εργασίας κατά τις επόμενες μερικές δεκαετίες. Οι σχετικά χαμηλές επενδύσεις και αύξηση της παραγωγικότητας μόλις και μετά βίας θα αντισταθμίσουν την δημογραφική επιβάρυνση. Επιπλέον, η κοινωνική πρόνοια της Ελλάδας εξακολουθεί να μην είναι επαρκώς εξοπλισμένη για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που φέρνει το κλίμα και οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσανάλογα τους φτωχότερους.

Η επόμενη κυβέρνηση θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα ζητήματα αυτά μέσω μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση της εργασίας και της αποτελεσματικότητας των αγορών εργασίας καθώς και την προώθηση των επενδύσεων. Ωστόσο, δεν φαίνεται να υπάρχουν πολλά κίνητρα για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων με τις διαδικασίες του κατ’ επειγόντος, καθώς η οικονομία τα πηγαίνει σχετικά καλά και άρα τα πολιτικά οφέλη θα ήταν μικρά. Ως εκ τούτου παρότι το ενδεχόμενο μιας νέας κρίσης δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας αναμένεται να παραμείνει πολύ κάτω από εκείνο της ευρωζώνης για πολλά χρόνια και δεκαετίες, καταλήγει η βρετανική εταιρεία.

Διαβάστε ακόμη

Fitch: Δεν επηρεάζονται οι αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών από τo «πάγωμα» των επιτοκίων στα στεγαστικά

Κολάνοβιτς (JPMorgan): Το ράλι των μετοχών τεχνολογίας πλησιάζει στο τέλος του (γράφημα)

Πρωτογενές πλεόνασμα 3 δισ. στο τρίμηνο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2023