Έως και το 52,7% από τα ετήσια εισοδήματα που αποκτούν οι επιχειρηματίες, οι αυτοαπασχολούμενοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες «κατάσχεται» από την Εφορία εξαιτίας της εφαρμογής πολύ υψηλών συντελεστών φορολόγησης και της επιβολής τριών διαφορετικών φορολογικών επιβαρύνσεων στα εισοδήματα από επιχειρηματικές δραστηριότητες.

Φόρος εισοδήματος, ειδική εισφορά αλληλεγγύης και τέλος επιτηδεύματος εκτοξεύουν στα ύψη κάθε χρόνο τις φορολογικές επιβαρύνσεις των συγκεκριμένων φορολογουμένων, κυρίως αυτών που είναι ειλικρινείς, κόβουν αποδείξεις και δεν αποδέχονται εικονικά τιμολόγια για να μειώσουν τεχνητά τα καθαρά φορολογητέα εισοδήματά τους.

Όπως αποκαλύπτει ο αναλυτικός πίνακας παραδειγμάτων, όσοι φορολογούμενοι ασκούν ατομικά επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα και δηλώνουν ετησίως καθαρά εισοδήματα άνω των 40.000 ευρώ πληρώνουν φόρους που αντιστοιχούν στο 32,5% έως και 52,7% των εισοδημάτων τους, δηλαδή υποχρεώνονται να αποδώσουν στο κράτος από το 1/3 έως και το 1/2 του ετησίου εισοδήματός τους.

Αλλά και όσοι δηλώνουν από 3.000 έως 40.000 ευρώ το χρόνο αναγκάζονται να καταβάλουν στο Δημόσιο φόρους που αντιστοιχούν σε 26,1% έως και 43,7% των ετησίων καθαρών εισοδημάτων τους, δηλαδή από το 1/4 έως και πάνω από τα 2/5 των εισοδημάτων τους.

Aυτό το καθεστώς υπερφορολόγησης θα πάψει να υφίσταται από το 2021, όταν θα τεθούν σε πλήρη εφαρμογή οι διατάξεις του ν. 4646/2019 με τις οποίες επήλθαν ουσιαστικές αλλαγές επί τω δικαιότερω στον τρόπο υπολογισμού του φόρου εισοδήματος των μισθωτών και των αυτοαπασχολουμένων.

Πηγή: money-money.gr