Από υψηλό βαθμό αβεβαιότητας χαρακτηρίζονται οι προοπτικές για τις διεθνείς δραστηριότητες των ελληνικών τραπεζών, με τις γεωπολιτικές εξελίξεις να… φρενάρουν – τουλάχιστον προς ώρας – τα όποια σχέδια για περαιτέρω επέκταση, η οποία ξεκίνησε δειλά το 2021 και αφού είχε προηγηθεί μία μακρά περίοδο αποεπένδυσης.

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), μολονότι η άμεση έκθεση των ελληνικών τραπεζικών Ομίλων σε Ουκρανία και Ρωσία είναι αμελητέα, εντούτοις η εισβολή εντείνει τις πληθωριστικές πιέσεις και τις αρρυθμίες στις αλυσίδες εφοδιασμού σε ολόκληρη την Ευρώπη και ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τις τουριστικές ροές. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, η ενεργοποίηση του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δημιουργεί προοπτικές αύξησης των επενδύσεων στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης που είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πιο αναλυτικά, όπως προκύπτει από τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (Δεκέμβριος 2021) της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (Bank of International Settlements – BIS), τα συνολικά ανοίγματα των ελληνικών τραπεζών σε Ουκρανία και Ρωσία ανέρχονται σε 156 εκατ. ευρώ και 94 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Παρουσία μέσω θυγατρικής ή υποκαταστήματος σε αυτές τις χώρες διαθέτει μόνον ο Όμιλος της Πειραιώς Financial Holdings στην Ουκρανία. Συγκεκριμένα, κατέχει την JSC Piraeus Bank ICB, με ενεργητικό που αντιπροσωπεύει περίπου 0,2% του συνολικού ενοποιημένου ενεργητικού του Ομίλου τον Δεκέμβριο του 2021. Το σύνολο των δανείων της προς πελάτες ανέρχεται σε 84 εκατ. ευρώ και ως επί το πλείστον αφορά τοπικές επιχειρήσεις. Οι καταθέσεις της ανέρχονται σε 133 εκατ. ευρώ, η ενδοομιλική χρηματοδότηση σε μόλις εννέα εκατ. ευρώ και το σύνολο των κεφαλαίων της σε 22 εκατ. ευρώ. Επισημαίνεται ότι η εν λόγω θυγατρική ανήκει απευθείας στην Πειραιώς Financial Holdings, η οποία δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα και γι’ αυτό δεν υποβάλλει εποπτικά στοιχεία για την εν λόγω θυγατρική, στο πλαίσιο της παρακολούθησης των διεθνών δραστηριοτήτων.

Όσον αφορά στη Νοτιοανατολική Ευρώπη (Αλβανία, Βουλγαρία, Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, Κύπρος, Ρουμανία και Σερβία), αυτή αντιπροσωπεύει το 81,7% του συνολικού ενεργητικού των διεθνών δραστηριοτήτων, με κυριότερη παρουσία σε Κύπρο και Βουλγαρία. Τα χρηματοοικονομικά κέντρα, δηλαδή, το Λουξεμβούργο, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία, αντιπροσωπεύουν ποσοστό 17%, με τη μεγαλύτερη παρουσία να εμφανίζεται στο Λουξεμβούργο. Το μερίδιο της ΝΑ Ευρώπης στις καταθέσεις και στα δάνεια εξωτερικού είναι ακόμη μεγαλύτερο (88,8% και 82,2% αντίστοιχα), όπου συγκεντρώνεται και ο μεγαλύτερος αριθμός υπηρεσιακών μονάδων και προσωπικού.

«Το 2021 η παρουσία των ελληνικών τραπεζικών Ομίλων στο εξωτερικό ενισχύθηκε, ως αποτέλεσμα της συγχώνευσης της Direktna Bank με τη θυγατρική της Eurobank στη Σερβία, καθώς και της απόκτησης από την Eurobank ποσοστού 12,6% στην Ελληνική Τράπεζα της Κύπρου. Το ενεργητικό των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό ανήλθε τον Δεκέμβριο του 2021 σε 34,2 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 12,4% σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2020 και το μερίδιο των διεθνών δραστηριοτήτων στο συνολικό ενεργητικό σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε σε 10,5% τον Δεκέμβριο του 2021 από 10,3% το Δεκέμβριο του 2020», τονίζεται στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

Ποιες αγορές ήταν κερδοφόρες

Η κερδοφορία από τις τραπεζικές θυγατρικές και υποκαταστήματα εξωτερικού επηρεάστηκε καθοριστικά, σύμφωνα με την ΤτΕ, από τις ζημίες που συνδέονται με την πώληση σημαντικού χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων δανείων της θυγατρικής της Alpha Bank στην Κύπρο. Ζημιογόνες ήταν, επίσης, οι δραστηριότητες σε Ηνωμένο Βασίλειο, Αίγυπτο και οριακά σε Αλβανία και Σερβία. Αντίθετα, κερδοφόρες ήταν οι δραστηριότητες σε Βουλγαρία, Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, Ρουμανία, Μάλτα και χρηματοοικονομικά κέντρα πλην του Ηνωμένου Βασιλείου.

Τα δάνεια σε καθυστέρηση διαμορφώθηκαν πέρυσι στα 700 εκατ. ευρώ από 2,5 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2020 (μειωμένα κατά 71% σε συγκρίσιμη βάση), αντιπροσωπεύοντας το 4,2% του δανειακού χαρτοφυλακίου. Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στην πώληση χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Κύπρο από την Alpha Bank. Αναλυτικότερα, το ποσοστό δανείων σε καθυστέρηση στο σύνολο των δανείων ανέρχεται σε 3,7% για τα επιχειρηματικά, 6,7% για τα καταναλωτικά και 3,8% για τα στεγαστικά δάνεια. Τα δάνεια σε καθυστέρηση μειώθηκαν κατά 88% για τα στεγαστικά δάνεια, 59% για τα επιχειρηματικά και 33% για τα καταναλωτικά, σε συγκρίσιμη βάση. Το ποσοστό κάλυψης των δανείων σε καθυστέρηση από συσσωρευμένες προβλέψεις αυξήθηκε σε 76% (Δεκέμβριος 2020: 73%).

Τέλος, όσον αφορά στη ρευστότητα ο δείκτης «δάνεια προς καταθέσεις» μειώθηκε σημαντικά (Δεκέμβριος 2021: 70,9%, Δεκέμβριος 2020: 86,9%).

Αναλυτικότερα, οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 14%, ενώ οι χορηγήσεις μειώθηκαν κατά 7% σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2020.

Διαβάστε ακόμα:

Επιδότηση καυσίμων: Στο τραπέζι η παράτασή της – Πότε θα παρθούν οι αποφάσεις

Επενδυτικός πυρετός των Ελλήνων εφοπλιστών μέσα στην άνοιξη

Ηχηρό «καμπανάκι» από Fed: Μειώνεται επικίνδυνα η ρευστότητα στις αγορές