Σύσταση προς τις τράπεζες να συνεχίσουν να βρίσκονται σε εγρήγορση για το ενδεχόμενο δημιουργίας νέων «κόκκινων» δανείων, ιδίως εάν η γεωπολιτική κρίση παραταθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ή κλιμακωθεί περαιτέρω, σε συνδυασμό με την απόσυρση των μέτρων στήριξης των δανειοληπτών για την αντιμετώπιση της πανδημίας, απευθύνει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), υπογραμμίζοντας πως το προβληματικό στοκ παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση για το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

«Οι μέχρι τώρα υλοποιημένες ενέργειες των τραπεζών για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχουν αναμφισβήτητα συμβάλει στη σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματός τους. Εντούτοις, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παραμένει ακόμη υψηλός (Δεκέμβριος 2021: 12,8%).

Ταυτόχρονα, οι ενέργειες βελτίωσης της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών επηρεάζουν αρνητικά το επίπεδο της κεφαλαιακής τους επάρκειας, που επιπρόσθετα πιέζεται από τη σταδιακή εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9).

Υπό το πρίσμα αυτό, ο συνδυασμός της χαμηλής ποιότητας των εποπτικών τους κεφαλαίων, λόγω της υψηλής συμμετοχής της οριστικής και εκκαθαρισμένης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης και της διαρθρωτικά χαμηλής κερδοφορίας αποτελεί πρόσθετο μεσοπρόθεσμο κίνδυνο για τις τράπεζες», αναφέρεται στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

Σύμφωνα με την ίδια, η έκθεση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ειδικότερα του τραπεζικού τομέα προς Ρωσία και Ουκρανία είναι αμελητέα, συνεπώς οι όποιες επιδράσεις θα προκύψουν δευτερογενώς μέσω των λοιπών διαύλων μετάδοσης της κρίσης, όπως:

α) ένταση των πληθωριστικών πιέσεων με επίπτωση στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και στα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων, β) μείωση των εμπορικών συναλλαγών και των τουριστικών ροών από τη Ρωσία και την Ουκρανία και γ) ενδεχόμενη δυσμενής μεταβολή του κλίματος εμπιστοσύνης στις χρηματοπιστωτικές αγορές διεθνώς.

«Στο πλαίσιο αυτό, οποιαδήποτε πρόβλεψη για την έκταση των τελικών επιδράσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, δεδομένου ότι εμπεριέχεται υψηλός βαθμός αβεβαιότητας ως προς την έκβαση και τη διάρκεια του πολέμου, καθίσταται εξαιρετικά πρόωρη και επισφαλής», τονίζεται.

Όσον αφορά συνολικά στην οικονομία, η ΤτΕ σημειώνει πως η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία διαμόρφωσε νέες συνθήκες, μετριάζοντας τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης. «Η ενεργειακή κρίση επιτείνει τις πληθωριστικές πιέσεις, αποτελώντας τροχοπέδη, ενώ η αβεβαιότητα σχετικά με τη διάρκεια του πολέμου και τις επιπτώσεις του στην πραγματική οικονομία λειτουργεί αποτρεπτικά για τη λήψη οικονομικών αποφάσεων από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, δεδομένης της αύξησης του κόστους παραγωγής και της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματός τους αντίστοιχα», προστίθεται.

Την ίδια στιγμή, το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα ασκήσει επίδραση στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των νοικοκυριών, αυτή, ωστόσο, σύμφωνα με τον επόπτη, θα είναι μικρή.

Όπως εξηγεί: «Κατά το α’ τρίμηνο του 2022, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των υφιστάμενων δανείων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 3,5%. Ειδικότερα, το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των πέντε ετών και το αντίστοιχο επιτόκιο των καταναλωτικών και λοιπών δανείων προς ιδιώτες και ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ιδρύματα παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα στο 1,9% και 6,3% αντίστοιχα.

Μεσοπρόθεσμα αναμένεται σταδιακή άρση της διευκολυντικής κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, λαμβάνοντας υπόψη και την πρόσφατη έξαρση των πληθωριστικών πιέσεων. Ωστόσο, τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων αναμένεται να παραμείνουν σε χαμηλό επίπεδο για ολόκληρο το 2022, ασκώντας μικρή μόνο επίδραση στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των νοικοκυριών».

Διαβάστε ακόμα:

Morgan Stanley: Επιφυλακτική για την πορεία των μετοχών – Πόσο πιθανή είναι η ύφεση στην Ευρώπη

Από τη Ρωσία στην Κύπρο: Οι κυρώσεις, οι απώλειες και η έξοδος κεφαλαίων μετά τον πόλεμο

Το πρώην διατηρητέο της ΝΔ στη Ρηγίλλης 18 γίνεται boutique 5* με διπλανή πενταώροφη προσθήκη