Τον Δεκέμβριο του 2019, η ανεργία στη χώρα μας βρίσκονταν στο 17% και ήταν το υψηλότερο ποσοστό ανάμεσα στις 27 χώρες τις ΕΕ. Τον φετινό Σεπτέμβριο η ανεργία υποχώρησε στο 11,8% και είναι το χαμηλότερο ποσοστό των τελευταίων 12 ετών. Επιδόσεις θετικές που δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει, όσες ενστάσεις και παρατηρήσεις μπορεί να υπάρχουν αναφορικά με την ποιότητα των θέσεων εργασίας που έχουν ανοίξει, αλλά και τις αμοιβές που αυτές προσφέρουν.

Ούτε μπορεί να παραβλέψει κανείς πως υπάρχουν ακόμα πολλές θέσεις με υποαπασχολούμενους εργαζόμενους που αναζητούν πλήρη απασχόληση και δεν βρίσκουν ή τις κενές θέσεις εργασίας με εξειδικευμένες δεξιότητες.

Παραταύτα, επ’ ουδενί μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως η κατάσταση στον τομέα της απασχόλησης στη χώρα μας έχει γίνει ιδανική. Υπάρχουν ακόμα πολλές στρεβλώσεις και δομικά προβλήματα τα οποία θέλουν πολλούς και διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης.

Σε μια πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, επισημαίνεται -ως ένα από τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας- η διαχρονική έλλειψη ποιοτικών θέσεων εργασίας. Διαπιστώνεται μεν αύξηση της απασχόλησης στα τελευταία χρόνια, αλλά κυρίως στον τριτογενή τομέα, αυτό των υπηρεσιών (εμπόριο, τουρισμός κ.λπ.) αλλά ταυτόχρονη μείωση της απασχόλησης στον δευτερογενή τομέα.

Όμως στον τομέα των υπηρεσιών, ως γνωστόν, οι αμοιβές είναι χαμηλότερες και οι θέσεις εργασίας επισφαλείς, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα στη βιωσιμότητα της απασχόλησης.

Και μπορεί η αύξηση του κατώτατου μισθού που αποφάσισε η κυβέρνηση να είναι ένα θετικό βήμα προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης της μείωσης της αγοραστικής δύναμης λόγω του πληθωρισμού, πλην όμως και πάλι το ισοζύγιο παραμένει δραματικά αρνητικό. Συγκεκριμένα, τον περασμένο Σεπτέμβριο, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης των κατώτατων αποδοχών ξεπέρασε το 19%, ενώ οξύτερο είναι το πρόβλημα των εργαζομένων σε παραγωγική ηλικία που υποαπασχολούνται.

Με άλλα λόγια, η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν είναι πανάκεια γιατί τα ζητούμενα είναι άλλα και έχουν να κάνουν κατά βάση με τη σύνδεση των σπουδών με την αγορά εργασίας. Να βγαίνουν δηλαδή στην αγορά εργασίας, νέοι με εξειδικεύσεις και δεξιότητες που ζητούν οι επιχειρήσεις σήμερα και όχι γενικές ακαδημαϊκές γνώσεις.

Πρέπει, κατά συνέπεια, το βάρος και οι επενδύσεις της πολιτείας να πέσουν στα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και ανάπτυξης δεξιοτήτων που απαιτεί η 4η βιομηχανική επανάσταση ή όπως λέμε ψηφιακή εποχή, την οποία ήδη διανύουμε.

Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε πολλές επενδύσεις πολυεθνικών κολοσσών στη χώρα μας και οι οποίες ψάχνουν για εξειδικευμένο προσωπικό στην πληροφορική και στα ψηφιακά μέσα, αλλά δεν βρίσκουν. Έτσι, οι κενές θέσεις εργασίας που δεν καλύπτονται έφθασαν στο 1,2% στο δεύτερο τρίμηνο του 2022 από 0,3-0,6% που ήταν τα δέκα προηγούμενα χρόνια.

Έτσι, φθάσαμε στον σκληρό πυρήνα της ανεργίας, που θεωρείται «φυσικό ποσοστό ανεργίας» και για τη χώρα μας υπολογίζεται στο 8,9%, το οποίο πλέον πολύ δύσκολα αποκλιμακώνεται. Κι αυτό γιατί η χώρα μας στον πανευρωπαϊκό δείκτη δεξιοτήτων κατατάσσεται ακόμα πολύ χαμηλά και για να ανέβει απαιτείται σκληρή, πολύπλευρη και επίπονη δουλειά.

Κυρίως όμως να γίνει επιτέλους μια σοβαρή κουβέντα ανάμεσα στην κοινωνία, τα κόμματα και τις επιχειρήσεις και να παρθούν σοβαρές αποφάσεις στο θέμα της σύνδεσης των σπουδών με την αγορά εργασίας. Να σταματήσουν επιτέλους τα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα να μοιράζουν πτυχία χωρίς αντίκρισμα και να γίνει ένας άλλος προγραμματισμός στις εισαγωγικές εξετάσεις για τα πανεπιστημιακά ιδρύματα αφού πρώτα γίνει μια σοβαρή προεργασία από το Γυμνάσιο και το Λύκειο για τον επαγγελματικό προσανατολισμό χωρίς παρωχημένα στερεότυπα και αγκυλώσεις. Και, επιτέλους, πρέπει να παραδεχθούμε ως κοινωνία πως τα επαγγέλματα επιτυχίας και ευρείας κοινωνικής αποδοχής δεν είναι μόνο οι γιατροί, οι μηχανικοί και οι δικηγόροι.

Οι εποχές άλλαξαν και αλίμονο γι’ αυτούς που δεν το καταλαβαίνουν.