Η υποχώρηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή τον Δεκέμβριο σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες ενίσχυσε την εκτίμηση ότι ο πληθωρισμός έχει ξεπεράσει πια την κορυφή και παίρνει την κατιούσα.

Η εξέλιξη αυτή πιθανόν να οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε ηπιότερες αυξήσεις επιτοκίων, οι οποίες είναι ένα «δηλητηριώδες» φάρμακο για τον πληθωρισμό, καθώς «φρενάρουν» μεν την αύξηση των τιμών αλλά με μεγάλο κόστος σε οικονομική ύφεση και ανεργία.

Όμως ο πληθωρισμός μπορεί να πέφτει κάτω από το 10%, αλλά όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι και αναλυτές προβλέπουν ότι θα παραμείνει μακροχρόνια σε υψηλά επίπεδα, της τάξης του 3%-5% – και τούτο υπό ομαλές συνθήκες.

Η παγκοσμιοποίηση των αγορών περιορίζεται, γεγονός που από μόνο του αποτελεί παράγοντα που αυξάνει το κόστος παραγωγής και εφοδιασμού προϊόντων και υπηρεσιών.

Η τάση αυτή είχε ξεκινήσει ήδη πριν από την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά τώρα πλέον επιταχύνεται. Ορισμένοι θεωρητικοί μιλούν πλέον για επιστροφή των εμπορικών μπλοκ και την «περιφερειοποίηση» και ήδη πολλές μεγάλες εταιρείες επανασχεδιάζουν τις αλυσίδες παραγωγής και εφοδιασμού τους.
Επιπλέον, ο αυξημένος γεωπολιτικός ανταγωνισμός, κυρίως μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας θα αποτελεί τα επόμενα χρόνια έναν μόνιμο παράγοντα αβεβαιότητας και πιθανών εντάσεων που θα προκαλούν σημαντικές διαταραχές και στην παγκόσμια οικονομία.

Ο δεύτερος παράγοντας που αυξάνει το κόστος της παραγωγής είναι η μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι της κλιματικής αλλαγής. Η ανθρωπότητα έχει συνειδητοποιήσει ότι αντιμετωπίζει καταστροφικό κίνδυνο και η πολιτική πίεση υπέρ της πράσινης ενέργειας διαρκώς θα αυξάνεται. Ωστόσο, μπορεί η παραγωγή ενέργειας από τον ήλιο και τον αέρα να έχει το πλεονέκτημα του μηδενικού κόστους για «πρώτη ύλη», αλλά απαιτούνται τεράστιες επενδύσεις για τις υποδομές οι οποίες επιβαρύνουν το κόστος της μετάβασης. Επιπλέον, υπάρχει το άλυτο μέχρι στιγμής ζήτημα της αποθήκευσης (μπαταρίες και υδρογόνο) το οποίο ανεβάζει ακόμα περισσότερο το κόστος.

Οι αστοχίες της ευρωπαϊκής πολιτικής στο πεδίο αυτό ανέδειξαν ότι η μετάβαση δεν θα γίνει με… «πράσινες ευχές» για καθαρή ενέργεια, αλλά με συγκροτημένο και αποτελεσματικό σχεδιασμό και σημαντικό κόστος.

Τα επόμενα χρόνια καθοριστικό ρόλο στις Δυτικές κοινωνίες θα διαδραματίσει η γήρανση του πληθυσμού, η οποία συνεπάγεται μείωση εργατικού δυναμικού και απώλεια παραγωγικότητας, αλλά και αυξημένο κόστος για την κάλυψη των αναγκών του ολοένα γηραιότερου πληθυσμού.

Στην Ελλάδα, όπου το δημογραφικό πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο, ο πληθυσμός ανθρώπων 20 έως 29 ετών έχει μειωθεί στο μισό τα τελευταία δέκα χρόνια -λόγω και της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων- γεγονός που αποτελεί τροχοπέδη σε κάθε προσπάθεια οικονομικής ανάπτυξης.

Με λίγα λόγια, είναι σαφές ότι τα επόμενα χρόνια το σκηνικό θα είναι διαφορετικό και ότι δεν υπάρχει η περίφημη επιστροφή στην «κανονικότητα».

Ανατρέπονται επίσης και όλες οι οικονομικές και πολιτικές «συνταγές», τα δόγματα πάνω στα οποία βασίζεται το σύστημα διακυβέρνησης τις τελευταίες δεκαετίες.

Με μέσο πληθωρισμό μεταξύ 4% και 10%, το κόστος σε βασικά καταναλωτικά αγαθά αυξάνεται με διπλάσιο ή και τριπλάσιο ρυθμό. Μέχρι το 2025 η μεσαία τάξη θα έχει χάσει το 20% έως 40% του πραγματικού εισοδήματός της. Οι φτωχότεροι ακόμα περισσότερο.

Πώς θα αντιδράσει πολιτικά ο κόσμος στην υποβάθμιση της ποιότητας ζωής του; Πού θα φτάσει η τιμωρητική – αντισυστημική ψήφος που κατά κανόνα πάει στην Ακροδεξιά;

Τι θα κάνουν οι ίδιοι οι πολιτικοί όταν από τη μια οι πολίτες θα φτωχαίνουν και θα διαμαρτύρονται και από την άλλη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αυξάνει την ύφεση και την ανεργία για να περιορίσει την άνοδο των τιμών;

Εάν δεν υποστηριχθεί το εισόδημα των πολιτών, η νέα φτώχεια θα φέρει κοινωνικές εκρήξεις και πολιτικές ανατροπές.

Εάν η Ευρώπη -και ειδικά η Ελλάδα- δεν ανασυγκροτήσει την εγχώρια παραγωγή με πολιτικές υπέρ της αυτάρκειας αλλά και προσέλκυσης των νέων που εγκαταλείπουν τη χώρα, η οικονομία και η κοινωνία θα πέσουν σε πλήρη οικονομικό μαρασμό.

Τα αδιέξοδα είναι υπαρκτά, αλλά κάθε πρόβλημα γεννά και τις λύσεις του.

Υπό αυτή την έννοια, ίσως το επόμενο διάστημα να δίνεται μια μεγάλη ευκαιρία για υπερβάσεις, με νέες πολιτικές, με καινούριες λύσεις στα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που συσσωρεύονται απειλητικά.

Το ζητούμενο είναι να χτιστεί, διά της πολιτικής, μια νέα κανονικότητα.